Σήμερα δεν κυκλοφόρησαν τα «Νέα». Για πολλούς το γεγονός αυτό σηματοδοτεί την αρχή του τέλους του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη. Ακούγεται ότι γίνεται μια τεράστια προσπάθεια η εφημερίδα να κυκλοφορήσει αύριο ή να βγουν τα «Νέα Σαββατοκύριακο» ή έστω το «Βήμα της Κυριακής». Ελπίζω οι άνθρωποι να τα καταφέρουν. Όμως φοβάμαι πως μετά την πρόσφατη απόφαση του Πρωτοδικείου, δύσκολα θα υπάρξει σωτηρία, κυρίως γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται να αποκτήσει τα χρέη του οργανισμού, προϋπόθεση απαραίτητη για να σωθούν οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο, τα ηλεκτρονικά του μέσα και οι μετοχές του στο MEGA. Εχω ξαναγράψει για το ΔΟΛ κι αν επανέρχομαι είναι γιατί η ιστορία δεν είναι απλώς μεγάλη, αλλά και διδακτική. Αν υπάρξει τέλος του Οργανισμού επιβάλλεται αυτό να είναι αξιοπρεπές.
Μια μικρή περίληψη
Πολλοί δεν έχουν καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει, ποιο είναι το δίκαιο και το άδικο στην ιστορία, πως γίνεται να κλείνουν εφημερίδες που είναι πρώτες σε κυκλοφορία και πως θα μπορούσαν να σωθούν. Απλοποιώντας το θα έλεγα ότι αυτό που συμβαίνει στο ΔΟΛ είναι αποτέλεσμα της χρεοκοπίας της χώρας, αλλά και της απόλυτης αδυναμίας διαχείρισης της πτώχευσής της: και στην ιστορία του ΔΟΛ για καιρό, ο πρόεδρος και εκδότης κ. Σταύρος Ψυχάρης και οι τράπεζες που τον στήριξαν με δάνεια προσπαθούσαν να κρύψουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί, ενώ χαλί τόσο μεγάλο δεν υπάρχει. Κυκλοφορεί μετά το 2010 στην Ελλάδα μια θεωρεία ότι «αν χρωστάς πολλά δεν σε πειράζει κανένας» - πρόκειται για ένα ακόμα παραμύθι που πιθανότατα το πίστευε και ο Ψυχάρης. Όταν σταμάτησε να εξυπηρετεί τα δάνεια, ήταν νομοτελειακό ότι οι Τράπεζες θα οδηγούσαν τον οργανισμό στην πτώχευση – είναι αδύνατο να τον συντηρήσουν με νέα δάνεια, αφού δεν ελέγχονται πλέον απόλυτα και από το ελληνικό δημόσιο. Ετσι στα τέλη Ιανουαρίου οι Τράπεζες, αφού συμφώνησαν μεταξύ τους ότι δεν υπάρχει καμία σοβαρή επενδυτική πρόταση ικανή να καλύψει τις απαιτήσεις τους, κατέθεσαν αίτηση στο αρμόδιο Δικαστήριο ζητώντας την ένταξη του ΔΟΛ σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης και τον διορισμό εκκαθαριστή, ενώ την ίδια στιγμή κατέθεσαν στο Πρωτοδικείο Αθηνών αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας προστασία έναντι των πιστωτών και απαγόρευση πράξεων που θα απομείωναν την αξία των περιουσιακών στοιχείων του οργανισμού. Το Δικαστήριο θα αποφασίσει για όλα αυτά στις 3 Μαρτίου: η διαδικασία είναι ολόιδια με αυτή που έχει ακολουθηθεί σε μια σειρά από ανάλογες περιπτώσεις πτώχευσης μεγάλων εταιριών. Ποιο είναι το διαφορετικό; Ότι οι εργαζόμενοι του ΔΟΛ, που είναι επτά μήνες απλήρωτοι, ζήτησαν να υπάρξει η δυνατότητα να μείνουν ζωντανές οι εφημερίδες και το ραδιόφωνο δια μέσου ενός τροφοδότη λογαριασμού, χάρη στον οποίο θα μπορούσαν να πληρωθούν μισθοί, να αγορασθεί χαρτί κτλ. Υποθέτω πως το αίτημα δεν έγινε δεκτό για δυο λόγους: ο πρώτος είναι ότι δεν είναι κατανοητό ποιος αυτό το λογαριασμό θα μπορούσε να τον διαχειρισθεί. Ο δεύτερος γιατί η ύπαρξη αυτού του λογαριασμού θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την ομαλή λειτουργία των μέσων στο διηνεκές: θα ήταν σαν να διασφαλίζονταν η λειτουργία των Μέσων, έως ότου βρεθεί κάποιος αγοραστής κι ενώ τα χρέη θα έμεναν παγωμένα. Είναι κακό αυτό; Όχι, αλλά είναι το όνειρο κάθε επιχείρησης που έχει πτωχεύσει. Κάθε επιχείρηση θα ήθελε ένα εκκαθαριστή που να τη συντηρεί με χρήματα της Τράπεζας, που τον τοποθέτησε, μόνο που οι Τράπεζες δεν θέλουν να αντικαταστήσουν τους επιχειρηματίες: άλλη είναι η δουλειά τους. Κι αν ωστόσο αυτό το ήθελαν, αυτή η ειδική χρηματοδότηση απαιτεί μια νομοθετική ρύθμιση, που δεν βλέπω κανένα να έχει διάθεση να την κάνει.
Ολοι δανείζονται, όλοι πτωχεύουν
Στο διάλογο που ξεκίνησε όταν προέκυψε αυτού του τύπου η πρόταση, αρκετοί σοβαροί δημοσιογράφοι (κι όχι μόνο αυτοί που δουλεύουν στο ΔΟΛ) επικαλέστηκαν την ανάγκη μιας ειδικής μεταχείρισης των δημοσιογραφικών μέσων: κυκλοφόρησε και συζητήθηκε πολύ η άποψη ότι οι εφημερίδες, οι τηλεοράσεις, τα ραδιόφωνα κτλ, δεν παράγουν γάλατα και γιαούρτια, ώστε να κρίνονται με την ίδια αυστηρότητα που κρίνονται οι άλλες επιχειρήσεις. Υπερτονίστηκε ότι στην περίπτωση του ΔΟΛ πχ μιλάμε για την ιστορία του Τύπου στη νεότερη Ελλάδα και πολύ σωστά επισημάνθηκε πως ένα λουκέτο του οργανισμού δεν θα οδηγήσει απλά πάνω από πεντακόσιους ανθρώπους στην ανεργία, αλλά θα έχει γενικότερα ολέθριες επιπτώσεις στο χώρο του Τύπου. Όλα αυτά είναι πολύ σωστά, όμως δεν είναι αρκετά για να τεκμηριώσουν το επιχείρημα περί ειδικής μεταχείρισης, κυρίως γιατί τα ΜΜΕ απόλαυσαν ακριβώς το είδος της προνομιακής μεταχείρισης που είχαν όλες οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα την εποχή του φθηνού χρήματος και του εύκολου δανεισμού. Δεν μπορεί να δανείζεσαι (και υπερβολικά μάλιστα…) όταν χρήμα υπάρχει και να απαιτείς να σε αντιμετωπίζουν διαφορετικά, όταν δεν μπορείς να πληρώσεις τα δάνεια σου. Δεν γίνεται να είσαι επιχείρηση όταν δανείζεσαι και να επικαλείσαι το λειτούργημα, όταν πτωχεύεις. Και δεν γίνεται να απαιτείς να υπάρχει για σένα μια ιδιαίτερη κρατική φροντίδα: σε τελική ανάλυση και στις εταιρίες που παράγουν γιαούρτια εργαζόμενοι δουλεύουν και εργαζόμενοι μένουν άνεργοι.
Το σκίτσο του Χατζόπουλου
Η κυβέρνηση παρακολούθησε την πτώχευση του ΔΟΛ με μια ευδιάκριτη χαρά: το σκίτσο του Χατζόπουλου στην σημερινή Καθημερινή, που δείχνει τον πρωθυπουργό να πετάει βελάκια στο χθεσινό πρωτοσέλιδο των Νέων αντικατοπτρίζει με κυνικό τρόπο μια πραγματικότητα. Όμως είναι καλύτερο που δεν έκανε τίποτα για να αλλάξει τα δεδομένα: η ελληνική κοινωνία υπέφερε τα τελευταία χρόνια από διάφορους κοινωνικούς αυτοματισμούς – θα ήταν γιγάντιο λάθος να προκύψει ως συμπέρασμα από αυτή την ιστορία ότι οι εταιρίες δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, γιατί κάποιες είναι ιστορικές και κάποιες δεν είναι. Η επιχειρηματικότητα και η ιστορικότητα δεν συμβαδίζουν πάντα και απαραίτητα: μια ιστορική επιχείρηση μπορεί δυστυχώς να έχει κάνει και λάθη, που να την οδηγούν στο κλείσιμο. Ο ΔΟΛ κλείνοντας (;) αξιοπρεπώς πρέπει να στείλει ένα μήνυμα σοβαρότητας σε όλους μας: να θυμόμαστε αυτές τις τελευταίες του ημέρες ως ημέρες που οι εργαζόμενοί του έδωσαν ένα γιγάντιο αγώνα για να τον κρατήσουν ζωντανό, ένα τίμιο, άνισο, δύσκολο αγώνα. Καμία κυβέρνηση δεν θα γλυτώσει ποτέ από την κριτική τους έτσι όπως ατσαλώθηκαν.
Με λίγη συμπάθεια
Είμαι περήφανος γιατί πολλοί από αυτούς που δούλεψαν για μήνες απλήρωτοι είναι φίλοι μου. Θα χαρώ πολύ αν έστω και την τελευταία στιγμή βρεθεί μια λύση, δηλαδή κάποιος να αναλάβει το μεγάλο φορτίο των χρεών και των δανείων. Αλλά αυτή είναι η μόνη λύση: ούτε κυβερνητικούς προστατευτισμούς χρειάζεται το καταραμένο μας επάγγελμα, ούτε να μας βάλουν μέσα σε μια γυάλα και να μας δείχνουν στα παιδιά θυμίζοντας τους πως ήταν οι δημοσιογράφοι. Η αίσθησή μου είναι πως όλοι οι δημοσιογράφοι (κι όχι μόνο αυτοί του ΔΟΛ) κάνουμε ένα επάγγελμα που αργοπεθαίνει. Χωρίς απαιτήσεις ειδικής μεταχείρισης έχουμε την ελπίδα να μας θυμάται ο κόσμος με κάποια ελάχιστη συμπάθεια…