Η εξαίρεση και ο κανόνας

Η εξαίρεση και ο κανόνας


Η παρουσίαση του προπονητή πλέον Βασίλη Σπανούλη από το Περιστέρι έγινε θέμα παντού διότι δεν μιλάμε για κάποιο τυχαίο. Στην πρώτη του ο Σπανούλης υπήρξε αρκετά ομιλητικός και πολύ έτοιμος – φυσικά και κομψότατος διότι το πρώτο βήμα για να γίνεις προπονητής είναι να μοιάζεις προπονητής. Μετά την παρουσίαση του διάβασα ένα κομμάτι του Γιώργου Νασμή στα Νέα που επισήμανε κάτι που δεν είχα προσέξει και που κάνει την  ιστορία του Σπανούλη αρκετά ενδιαφέρουσα. Τι παρατήρησε ο Νασμής; Πως κανείς από τους μετά το 1987 μεγάλους παίκτες του ελληνικού μπάσκετ δεν έγινε αντίστοιχα σημαντικός προπονητής. Η περίπτωση του Παναγιώτη Γιαννάκη είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον  κανόνα.

Να ζεις με εντάσεις

Μερικοί από τους μεγάλους μας παίκτες δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να γίνουν προπονητές και το ξέραμε. Ο Γκάλης θα συνέκρινε πάντα και ασυναίσθητα τον εαυτό του με όλους τους νεότερους που θα είχε στα χέρια του: ή θα υπέφερε αυτός ή αυτοί. Ο Χριστοδούλου και ο Φασούλας δεν τα είχαν γενικά καλά με την προπόνηση. Ο Φιλίππου μπορούσε να βοηθήσει μια ομάδα περισσότερο με την χαρισματική του παρουσία παρά κοουτσάροντας: το έκανε. Φαινόταν όσο έπαιζε ότι θα γίνει προπονητής ο Μέμος Ιωάννου: το έκανε, αλλά έκανε κι άλλα πολλά – νομίζω από την δωδεκάδα της Εθνικής του 1987 είναι ο μόνος που δούλεψε αρκετά. Μια προσπάθεια έκανε κι ο Λιβέρης Ανδρίτσος που όμως δούλεψε πιο πολύ σαν διοικητικός παράγοντας.  

https://www.tanea.gr/wp-content/uploads/2020/05/spanoulis.jpg

Η δεύτερη μεγάλη φουρνιά ήταν επίσης γεμάτη από παίκτες που καταλάβαινες πως δεν θα γίνουν προπονητές. Οι ψηλοί σπανίως γίνονται προπονητές παγκοσμίως και ποτέ σχεδόν δεν το επιχειρούν στην Ελλάδα. Είναι δύσκολο να δεις προπονητή τον Μπουρούση, τον Σχορσιανίτη, τον Ντικούδη, τον Παπαδόπουλο. Ο Φώτσης, όπως και ο Πρίντεζης πχ καταλάβαινες ότι δεν θα συνεχίσουν να βασανίζονται στα παρκέ μετά το αντίο. Η δουλειά είναι για όσους έπαιζαν σε άλλες θέσεις, αλλά όσοι έκαναν μεγάλες καριέρες ως παίκτες σπανίως το σκέφτονται το βήμα.  Ο Σιγάλας ήταν «παίκτης – προπονητή», δύσκολα θα γινόταν προπονητής με παίκτες. Ο Αλβέρτης ήταν γεννημένος διοικητικός παράγοντας. Ο Παπαλουκάς δεν μοιάζει άνθρωπος που αγαπάει το ρόλο μολονότι δούλεψε με κόουτς σπουδαίους. Από τη γενιά του Σπανούλη δυο μόνο έμοιαζαν να το έχουν το μικρόβιο τα προπονητικής: ο Διαμαντίδης και ο Ζήσης. Τον Ζήση τον περιμένω, ο Διαμαντίδης με ξεγέλασε. Γενικά είναι άλλος άνθρωπος από αυτό που νομίζει ο κόσμος: δεν αγαπάει πχ τις εντάσεις όπως ο Γιασκεβίτσιους. Ενώ ο Σπανούλης μπορεί και να ζει για αυτές. 

Παντού συμβαίνει το ίδιο

Το φαινόμενο οι μεγάλοι παίκτες να αποφεύγουν την προπονητική δεν είναι ελληνικό: το βλέπεις παντού. Στην Ιταλία έγινε προπονητής ο Σκαριόλο, όχι ο Αντονέλο Ρίβα. Για ένα Μάικ Ντ Αντόνι, που έγινε κόουτς, υπάρχουν πολλοί Μπρουναμόντι, Φούτσκα, Πρέμιερ που ούτε καν προσπάθησαν, αν και ήταν σταρ στα παρκέ. Δεν νομίζω πως κανείς περιμένει να δει ποτέ τον Νοβίτσκι να δίνει οδηγίες σε τάιμ άουτ – ή τον Ντίβατς, ή τον Σαμπόνις ή τον Κούκοτς ή έστω τον μεγάλο Βολκόφ. Προπονητής έγινε ο Πάρκερ, αλλά ο λιγότερο διάσημος. Εγινε ο Κάτας, όχι ο Τζάμσι. Εγιναν ο Τζόρτζεβιτς και ο Ζντοβτς, όχι ο Μποντίρογκα και ο Ντανίλοβιτς. Εγινε ο Λάσο κι όχι ο Σαν Επιφάνιο κι αμφιβάλω αν θα το σκεφτεί ποτέ ο Ναβάρο. Κι όσο για το μαγικό κόσμο του ΝΒΑ κανείς από τους θρύλους του δεν έχει καθίσει σε πάγκο με κουστούμι περιμένοντας να δώσει οδηγίες στο τάιμ άουτ- μόνη εξαίρεση ο Λάρι Μπερντ. Ούτε ο Τζόρνταν, ούτε ο Μάτζικ, ούτε ο Μπάρκλεϊ, ούτε ο Τζαμπαρ το σκέφτηκαν ποτέ να γίνουν προπονητές. Κι όσο έγινε ο Σακίλ, θα γίνει και ο Λεμπρόν. Η ο Κάρι. Η ο Ντάνκαν. Η ο Γιάννης. 

https://www.fosonline.gr/media/news/2020/07/06/100414/main/BARTZOKAS.jpg

Χωρίς προστασία  

Γιατί αυτό; Νομίζω ότι υπάρχουν πολλές εξηγήσει κι όχι μια. Η πιο συνηθισμένη είναι το ότι  η δουλειά του παίκτη και του προπονητή είναι ολότελα διαφορετικές. Οποιος ως παίκτης έχει διαπρέψει, κάνοντας μια καριέρα που αγγίζει το άριστα, σπανίως μοιάζει διατεθειμένος να ξεκινήσει επί της ουσίας από την αρχή και να επιχειρήσει μια δεύτερη περιπέτεια χωρίς μάλιστα το όνομα του να τον προστατεύει. Επίσης υπάρχει και κάτι άλλο: οι μεγάλοι του μπάσκετ αγαπούν το να παίρνουν αποφάσεις κι όχι να βλέπουν άλλους να το κάνουν. Όσα σχηματάκια κι αν κάνει στον πίνακα ο κόουτς πάντα εντός γηπέδου η δουλειά θα είναι των παικτών. Κι όταν μεγάλος παίκτης έχεις υπάρξει είναι δύσκολο να συμβιβαστείς με την πιθανότητα να εξαρτάσαι από παίκτες για σένα μικρότερους. Ενώ όταν δεν έχεις υπάρξει μεγάλος παίκτης, ηδονίζεσαι στη σκέψη να κατευθύνεις σπουδαίους παίκτες.   

Μια θέση  

Ο Νασμής υπογραμμίζει και κάτι άλλο: ότι οι τρεις περισσότερο επιτυχημένοι Ελληνες προπονητές του καιρού μας δεν ήταν σταρ των παρκέ. Ο ομοσπονδιακός μας Δημήτρης Ιτούδης, με τις δυο Ευρωλίγκες και τα πολλά Final 4, έπαιξε μπάσκετ στον Ερμή Αλεξάνδρειας και μετά έγινε ένας καταπληκτικός βοηθός. Ο Γιώργος Μπαρτζώκας ήταν ένας καλός παίκτης στο Μαρούσι που θα μπορούσε να έχει κάνει καλύτερη καριέρα, αλλά όχι τη σπουδαία καριέρα που κάνει ως προπονητής. Ο Γιάννης Σφαιρόπουλος ήταν καλός παίκτης του Απόλλωνα Καλαμαριάς. Δεν ξέρω πόσοι το θυμούνται. Και οι τρεις γνώριζαν τι είναι τα αποδυτήρια, δεν ήταν θεωρητικοί του σπορ, αλλά η προπονητική καριέρα ήταν που τους έδωσε μια θέση μεταξύ των μεγάλων του ελληνικού μπάσκετ.

https://www.athensvoice.gr/sites/default/files/styles/default/public/article/2021/09/27/spanoulis.jpg?itok=Y-f8Cqwh

Η δυσκολία της διαδρομής  

Ο Σπανούλης είπε πως πρέπει να σκοτώσει τον παίκτη που έχει μέσα του. Είναι τόσο αποφασισμένος να κάνει καριέρα οπότε λογικά θα το κάνει εύκολα. Αλλά το θέμα δεν είναι να σκοτώσεις τον παίκτη – είναι να χτίσεις τον προπονητή. Τα προηγούμενα δείχνουν πως όσο πιο μεγάλος παίκτης είσαι, τόσο πιο δύσκολα αυτό γίνεται. Στις δυσκολίες που ανέφερα να προσθέσω και μια ακόμα σημαντική: πολλές φορές οι μεγάλοι παίκτες ταυτίζονται τόσο με ένα σύλλογο, που η πορεία τους μετά το τέλος της καριέρας τους μοιάζει προδιαγεγραμμένη, ξέρουν δηλαδή πως αν συνεχίσουν να ασχολούνται με το σπορ θα περάσουν από την ομάδα με την οποία μεγαλούργησαν. Είναι ωστόσο πάντα παράδοξο η διαδρομή να είναι προβλέψιμη και ο ρόλος να αναζητείται – να ξέρεις δηλαδή το που θα πας, αλλά όχι το τι θα κάνεις. Το παράδειγμα του Διαμαντίδη πχ είναι πρόσφατο: όλοι ξέραμε πως θα περάσει από τον ΠΑΟ, και περιμέναμε να δούμε σε ποια θέση.

Η ευκολία της διαδρομής δεν σε κάνει προπονητή – σε κάνει πχ εύκολα διοικητικό παράγοντα. Ο προπονητής πρέπει να φτιάξει τη διαδρομή του: αν τη βρει έτοιμη, σπανίως βελτιώνεται. Στον Σπανούλη εύχομαι από καρδιάς να τα πάει καλά στο Περιστέρι. Μετά να πάει στο εξωτερικό να δουλέψει σε ένα άλλο πρωτάθλημα, μετά στην Ευρωλίγκα κτλ. Κι ίσως μια μέρα να φτάσει και στον Ολυμπιακό – ποτέ δεν ξέρεις. Αφού από τον Ολυμπιακό δεν ξεκίνησε, πρέπει για να καθίσει στον πάγκο του κάποτε, αυτό να το κερδίσει χάρη στη νέα διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσει. Θα είναι πιο δύσκολη από αυτή που ακολούθησε ως παίκτης και το κακό της ιστορίας είναι ότι πρόκειται για μια διαδρομή σκληρή. Το καλό ότι κι ως παίκτης έτοιμο δεν βρήκε τίποτα.