Η Ελλάδα του Νίκου Ξανθόπουλου

Η Ελλάδα του Νίκου Ξανθόπουλου


Ο Νίκος Ξανθόπουλος έφυγε πλήρης ημερών στα 89 του χρόνια. Στο άκουσμα της είδησης του θανάτου ένιωσα μια στεναχώρια και εγώ και πολύς κόσμος. Μάλιστα εγώ τουλάχιστον στεναχωρήθηκα μολονότι δεν ήμουν ποτέ φαν του ηθοποιού – απλά με τα χρόνια η εκτίμησή μου στο πρόσωπό του μεγάλωσε. Θα σας διηγηθώ αυτή την παράξενη σχέση αποχαιρετώντας τον.

 Πληγωμένες καρδιές και μια αρκούδα

Αγαπούσα και αγαπάω πάντα πιο πολύ τους κωμικούς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου – κι όχι μόνο γιατί όταν ήμουν παιδί με έκαναν να γελάω. Μου άρεσε η διαφορετικότητα τους, το ξεχωριστό στυλ τους, η ικανότητα τους στον αυτοσχεδιασμό. Μου άρεσε η παράξενη αλήτικη παιδικότητα του Κώστα Βουτσά. Η ευρωπαϊκή κωμικότητα του Ντίνου Ηλιόπουλου. Η περσόνα του Κώστα Χατζηχρήστου, φυσικά και του Νίκου Ρίζου. Η ελληνικότητα του Φωτόπουλου και του Αυλωνίτη. Ο Σταυρίδης και οι μορφασμοί του. Ο Γκιωνάκης και φυσικά ο Βέγγος, με την ηφαιστειώδη κίνηση.     

https://www.enikos.gr/wp-content/uploads/2023/01/nikos-xanthopoulos.jpg

Ο Ξανθόπουλος δεν ανήκε σε αυτούς, αλλά έμοιαζε σε κάτι με αυτούς: είχε κι αυτός ένα συνήθως ρόλο που ήταν τόσο επιτυχημένος ώστε ήταν και συχνά επαναλαμβανόμενος. Ο Ξανθόπουλος ήταν ο καλοκάγαθος λαϊκός τύπος που οι πλούσιες πλήγωναν. Ο καλός γιός ενός τίμιου πατέρα. Το καθαρό παλληκάρι που ήξερε τι θα πει φτωχολογιά, αδικία και προδοσία. Τώρα έμαθα πως στην πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, το 1958, στην κωμωδία του Φίλιππα Φυλακτού «Το εισπρακτοράκι» έπαιξε με τον Βασίλη Αυλωνίτη και τον Νίκο Ρίζο. Ήξερα βέβαια την μοναδική σχέση που είχε ως πρωταγωνιστής με τον σκηνοθέτη-παραγωγό Απόστολο Τεγόπουλο ( δημιουργό της Κλακ Φιλμ): μαζί του συνεργάστηκε από το 1964 μέχρι το 1971, όταν κι άφησε το σινεμά για το τραγούδι. Ο Τεγόπουλος προφανώς τον άφηνε να σκηνοθετεί όπως ήθελε τον εαυτό του και φρόντιζε να του δίνει τα σενάρια που άρεσαν στο κοινό του.

Πάντα με διασκέδαζε ότι στο ντεμπούτο του στη νεοσύστατη Κλακ Φιλμ το 1963, στην ταινία «Πληγωμένες καρδιές», ο Ξακθόπουλος έπαιξε το ρόλο του κακού κουνιάδου – όχι και τόσο συνηθισμένου στον ελληνικό κινηματογράφο που ήταν πάντα γεμάτος από κακές κουνιάδες. Παρά την επιτυχία, άλλο κακό δεν πρέπει να έπαιξε ο Ξανθόπουλος. Ενα χρόνο αργότερα στην ταινία «Αγάπησα και πόνεσα», είναι ο πρωταγωνιστής που όλοι ξέρουμε: το ντόμπρο, απλό, καθαρό παιδί που βασανίζει η μοίρα. Η ταινία έχει όλα τα στοιχεία που καθιέρωσαν τον Ξανθόπουλο στη συνείδηση του κόσμου ως παιδί του λαού. Στις ταινίες του Ξανθόπουλου αρκούσε να διαβάσεις τον τίτλο για να καταλάβεις τι τον περιμένει. «Πληγωμένες καρδιές». «Μίσος». «Αμαρτωλά χέρια». «Για την αγάπη του παιδιού μου». «Είναι μεγάλος ο καημός». «Ζητιάνος μιας αγάπης». «Ζωή γεμάτη πόνο». «Καρδιά μου, πάψε να πονάς». «Με πόνο και με δάκρυα». «Περιφρόνα με, γλυκιά μου». «Έχω δικαίωμα να σ' αγαπώ». «Ο άνθρωπος που γύρισε από τον πόνο». «Ο κατατρεγμένος».

Οι τίτλοι και μόνο μαρτυρούν τι θα δεις. Εντάξει δεν μπορείς να φανταστείς την σκηνή με την αρκούδα στην «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου», όπου ο Ξανθόπουλος παίζει και τον γιό και τον πατέρα, ούτε σου περνά από το μυαλό ότι  στη σεκάνς κατά την οποία η αρκούδα του επιτίθεται παίζει ο Ανέστη Βλάχος, ντυμένος αρκούδα, ενώ στο ίδιο έργο παρουσιάζεται μια αληθινή αρκούδα, η οποία χορεύει στους ρυθμούς του ντεφιού ενός περιπλανώμενου μουσικού, που έχει πάθει αμνησία και ζει στην Τουρκία: αυτά είναι από τα σπάνια, αλλά τα σπάνια ήταν λίγα. Ο κανόνας ήταν το λαϊκό παιδί, αυτό που ήξερε από πόνο κι αδικία.

https://www.odigostoupoliti.eu/wp-content/uploads/2023/01/nikos-xanthopoulos-011200675-1024x576.jpg

Χωρίς να κουνάει το χέρι

Ηταν ένας Καζαντζίδης του ελληνικού σινεμά ο Ξανθόπουλος – σχεδόν αφόρητος για μένα που δεν μπορούσα τον αληθινό Καζαντζίδη, αυτόν του πενταγράμμου. Όταν την δεκαετία του 70 πέρασε στο τραγούδι, αφήνοντας το σινεμά, το διαζύγιο της προσοχής μου σε αυτόν υπήρξε αυτόματο. Ακουγα το «πετραδάκι πετραδάκι» κι αναρωτιόμουν πότε θα τον πάρουν με τις πέτρες – βέβαια όλοι τον λάτρευαν. Και μετά μου συνέβη κάτι που δεν περίμενα. Πολλά χρόνια αργότερα γνώρισα τον Ξανθόπουλο χάρη στη σελίδα του στο FaceBook και ήταν άλλος άνθρωπος. Εγραφε με αγάπη για την οικογένεια του – κυρίως για την μητέρα του που τον μεγάλωσε με στερήσεις. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και αντιστασιακός. Είχε τελειώσει την Δραματική Σχολή του Εθνικού και είχε ίνδαλμα τον Κατράκη.Ηταν αθλητής στίβου της ΑΕΚ μικρός κι αγαπούσε τα σπορ πολύ. Διάβαζε πολύ και συχνά έγραφε για τα βιβλία που διάβαζε κάνοντας προτάσεις. Είχε γούστο στο σινεμά (με μια προτίμηση παραπάνω στα κλασσικά αμερικάνικα νομίζω), άκουγε μουσική και την αγαπούσε με ένα ωραίο γλυκό πάθος – προβληματιζόταν και προβλημάτιζε χωρίς διδακτισμούς και χωρίς να κουνάει σε κανένα το χέρι. Και ήταν φανερό πως το ρόλο του παιδιού του λαού στον οποίο σταδιοδρόμησε τον έχτισε ως καλός ηθοποιός.

https://gegonota.news/wp-content/uploads/2022/12/fortnite73-1.jpg

Θα μας είχε λείψει

Πολύ αργά κατάλαβα πως αν κατάφερε να τον χτίσει τόσο επιτυχημένα αυτό τον ρόλο δεν ήταν γιατί ο ίδιος ήταν έτσι σαν άνθρωπος, αλλά γιατί ήταν πολύ καλύτερος ηθοποιός τελικά από αυτό που πίστευα. Στην πραγματικότητα έδωσε στην Ελλάδα ένα ρόλο που αυτή αγαπούσε. Μίλησε στο γούστο της και το έκανε εξαιρετικά επιτυχημένα. Η επιτυχία μάλιστα αυτού του ρόλου έκανε πολλούς να τον ακολουθήσουν και μάλιστα πιστά. Ετσι βρεθήκαμε να έχουμε Ξανθόπουλους παντού. Είχαμε Ξανθόπουλους της πολιτικής εν αφθονία και σε κάθε παράταξη. Είχαμε Ξανθόπουλους της δημοσιογραφίας, που έκαναν καριέρες υπέροχες. Είχαμε Ξανθόπουλους στα δελτία ειδήσεων και Ξανθόπουλους στα πρωϊνάδικα. Ακόμα και Ξανθόπουλους στις πίστες και στα γήπεδα. Ολοι αυτοί, που παρίσταναν και παριστάνουν ακόμα και σήμερα τα παιδιά του λαού, ήταν και είναι συνήθως απλά απατεώνες. Αλλά για την ύπαρξή τους δεν έφταιγε ο Ξανθόπουλος: αυτός ήταν απλά ένας καλός ηθοποιός – οι άλλοι έψαχναν τον μεγάλο ρόλο, που στον κόσμο αρέσει και μάλιστα πολύ. Η χώρα τα λαϊκά παιδιά τα έχει υιοθετήσει χωρίς συχνά να ψάχνει αν είναι καλά ή κωλόπαιδα. Αρκεί να είναι λαϊκά. Δικά της.   

Ας είναι ελαφρύ το χώμα. Τώρα που έφυγε ο Νίκος Ξανθόπουλος μπορούμε να πούμε πως υπήρξε ένας μεταπολεμικός Ελληνας ήρωας, όχι γιατί πάλευε με αρκούδες, αλλά γιατί έδωσε εικόνα σε ένα λατρεμένο δικό μας στερεότυπο. Αν δεν υπήρχε, θα μας είχε λείψει πολύ.