Ετρεχε το μακρινό 2001 και ο Πανιώνιος έπαιζε με τον Παναθηναϊκό στη Λεωφόρο, Φεβρουάριο μήνα. Δεν ήταν ένας σπουδαίος Πανιώνιος – η ομάδα ζούσε με την ανάμνηση της κατάκτησης του κυπέλλου τρία χρόνια πριν. Το ματς με τον ΠΑΟ προκαλούσε ένα είδος τρόμου γιατί είχε προηγηθεί, τέσσερις μέρες πριν (!), μια από τις πιο βαριές ήττες της ομάδας στην ιστορία της: ο Πανιώνιος είχε χάσει στο ίδιο γήπεδο για το κύπελλο, με 7-2, έχανε μάλιστα με 7-1 και μείωσε στο τέλος ο Πρεζέ, που και λόγω ονόματος έχει μείνει στην πλατεία αξέχαστος. Κανείς δεν θυμάται τίποτα από τις λεπτομέρειες εκείνου του ματς, πέρα από το γεγονός ότι ενώ ο ΠΑΟ είχε χάσει τα άχαστα, έφυγε μόνος στις καθυστερήσεις ο Ζίζι Ρόμπερτς κι έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα: ο Δημήτρης Μπαρμπαλιάς, που ήταν υπηρεσιακός προπονητής, παραλίγο να λιποθυμήσει από την χαρά του. Χρειάστηκαν δεκαέξι χρόνια για να ξανακερδίσει ο Πανιώνιος τον Παναθηναϊκό. Αυτή τη φορά δεν το έκανε ούτε γιατί είχε τύχη, ούτε γιατί πέτυχε ένα γκολ από το πουθενά, ούτε γιατί βρέθηκε κάποιος από Μηχανής Θεός. Το έκανε γιατί ήταν καλύτερος. Και γιατί θυμήθηκε τις αγωνιστικές αξίες που πρεσβεύει. Αυτές που φέτος έμοιαζε να πρόδωσε.
Φέτος στον Πανιώνιο
Λέγονται πολλά για τα όσα έχει κάνει ο Πανιώνιος αυτά τα τελευταία χρόνια – τα πιο πολλά είναι σωστά γιατί είναι προφανή. Η ομάδα είναι νοικοκυρεμένη, οι ρόλοι διακριτοί, οι πάντες μια οικογένεια. Το λάθος που κάνουμε όταν φωτογραφίζουμε τις στιγμές της χαράς για να εξηγήσουμε την επιτυχία είναι ότι η ανάλυση γίνεται πάντα εκ των υστέρων: είναι μια ανάλυση που ακολουθεί το αποτέλεσμα. Θέλω να πω ότι και στην περίπτωση του Πανιώνιου οι εξηγήσεις σπανίως βασίζονται στο πως έγιναν όλα: απλά αφορούν τα αποτελέσματα.
Οποιος μιλάει για τον Πανιώνιο είναι σαν τον γευσιγνώστη που ξέρει να σου πει τι ωραίο έχει το πιάτο, αλλά που σπανιότατα μπορεί να σου εξηγήσει την συνταγή που το έκανε καταπληκτικό. Αυτό συνέβη φέτος στον Πανιώνιο: ίσως επειδή τα καλά αποτελέσματα ήταν πολλά, ξέχασαν το πώς φτάσανε σε αυτά πρώτα από όλα οι ίδιοι οι άνθρωποι που τα πιστώνονται. Και μιλάω πρώτα από όλα για την διοίκηση της ομάδας και τους παίκτες της: ο προπονητής Μιχάλης Γρηγορίου στην εξίσωση μπήκε τώρα.
Οι τρεις παράγοντες
Η επιτυχία του Πανιώνιου τα τελευταία χρόνια βασίζεται σε τρείς καθοριστικούς παράγοντες. Ο πρώτος είναι η εμπιστοσύνη στους παίκτες. Η διοίκηση του Πανιωνίου έχτιζε κάθε χρόνο ομάδες χωρίς την παραμικρή νοσταλγία για όσους έφυγαν: κατά το Πανιώνιο Δόγμα οι παίκτες που υπάρχουν είναι πάντα οι καλύτεροι. Εμπιστοσύνη δεν είναι να χτυπάς στην πλάτη ένα παίκτη και να του λες συγχαρητήρια επειδή κέρδισε το ματς: είναι να τον χτυπάς στην πλάτη και να του λες δεν πειράζει, όταν χάνει. Ο δεύτερος κανόνας είχε να κάνει με τις επιλογές των παικτών: στον Πανιώνιο έρχονταν και έρχονται παίκτες για να χτίσουν ή να σώσουν τις καριέρες τους. Ο Μπουμάλ, ο Μπακασέτας, ο Σιώπης, ο Ρισβάνης, ο Γιαννιώτης, ο Ανσαριφάντ, ο Μπεν, ο Κόρμπος, ο Χατζησσαίας ο Οικονόμου, παλιότερα ο Αραβίδης, ο Τασουλής, ο Ανέστης, ο Κολοβός, ο Λαμπρόπουλος, ο Μητρόπουλος και άλλοι πάρα πολλοί στη Νέα Σμύρνη ή ξεκίνησαν την καριέρα τους ή βρήκαν πίστη και προϋποθέσεις για το restart που έψαχναν. Ο Πανιώνιος λειτούργησε χρόνια ως θερμοκήπιο: καλλιέργησε καριέρες πιτσιρικάδων και επέτρεψε σε πολλούς παίκτες να επιστρέψουν ως πρωταγωνιστές κάνοντας αυτό που ξέρουν, δηλαδή παίζοντας ποδόσφαιρο, σε ωραίο περιβάλλον. Στην επιλογή των ποδοσφαιριστών, όσοι εμπλέκονται (ο Αντώνης Μανίκας, ο Νίκος Ζαμάνης ο εκάστοτε προπονητή κτλ) ένα μόνο κριτήριο είχαν: αν ο παίκτης θα νοιώσει ευχαριστημένος γιατί βρέθηκε στον Πανιώνιο, μολονότι τα χρήματα που θα πάρει δεν είναι πολλά και η προβολή του δεν είναι σαν αυτή που θα έχει σε άλλες ομάδες.
Ετσι έγινε το θαύμα του Πανιώνιου που θαύμασαν πρώτοι από όλους οι οπαδοί του: αν στη Νέα Σμύρνη ξαναθυμήθηκαν όλοι πόσο ωραίο είναι να είσαι Πανιώνιος, είναι γιατί η ομάδα έμοιαζε αποτέλεσμα δουλειάς και σχεδίου. Ηταν μια ομάδα φτιαγμένη από Πανιώνιους για να την απολαύσουν Πανιώνιοι. Ανθρωποι ευτυχισμένοι, περήφανοι και χαρούμενοι για τους παίκτες που καμάρωναν. Και για αυτό, αν και πολλοί προσπάθησαν να τον μιμηθούν τον Πανιώνιο δεν τα κατάφεραν: δεν ήταν Πανιώνιοι.
Πολλές προσωπικές ατζέντες
Τι χάλασε φέτος; Η εντύπωσή μου είναι ότι στην ομάδα άρχισαν να πληθαίνουν αυτοί που είχαν προσωπικές ατζέντες. Τα ευρωπαϊκά ματς, που ήρθαν νωρίς, επέβαλαν ο προπονητής να βρει γρήγορα τους βασικούς του και όσοι βασικοί δεν ήταν άρχισαν να γκρινιάζουν. Στο χορτάρι άρχισαν να λείπουν οι συνεργασίες και να πληθαίνουν οι ατομικές ενέργειες. Στην εξέδρα, αλλά και στα αποδυτήρια, άρχισε να εξαπλώνεται ο ιός της νοσταλγίας: που είναι ο Καρίμ, που είναι ο Μπεν, που είναι ο Γιαννιώτης, που είναι ο Ρισβάνης κτλ. Ολοι άρχισαν να σκέφτονται πιο πολύ αυτούς που έφυγαν από αυτούς που ήρθαν: ακόμα και για τον Μιλόγεβιτς ακούστηκαν φέτος μπράβο που πέρυσι πολλοί ξέχασαν να του πουν. Οι ίδιοι οι παίκτες άρχισαν να δίνουν την εντύπωση πως θα ήθελαν να είναι αλλού: πρώτος από όλους ο προικισμένους Μασούτ που άρχισε να παριστάνει τον Μαχαραγιά που θέλει να κάνει την ομάδα τσιφλίκι του. Χρειαζόταν ένα σοκ: η αποπομπή δυο σημαντικών παικτών, του Οικονόμου και του Μασούτ, μπορεί να είναι άδικη, αλλά ξύπνησε τους πάντες: πρώτα από όλα τους παίκτες που κατάλαβαν ότι τα προηγούμενα γρήγορα διαγράφονται – ο Πανιώνιος, αν ζούσε με αναμνήσεις, θα είχε πεθάνει, όπως τόσες και τόσες κάμποσες μεγάλες ομάδες. Στη Λεωφόρο φάνηκε μετά από καιρό ότι όλοι μπορούν να προσφέρουν αρκεί να το πιστέψουν και να τους πιστέψουν: αυτό είναι πάντα το μυστικό. Ο Γρηγορίου χρησιμοποίησε στη διάρκεια του ματς πέντε κυνηγούς και βρήκε το γκολ από τον Ντουρμισάι: όλοι έχουν δικαίωμα να γράψουν την ιστορία τους.
Μια παρέα θυμωμένη
Ο Πανιώνιος που πέρασε με νίκη από την Λεωφόρο δεν είναι μια χαρούμενη παρέα που χαίρεται γιατί όλα της πάνε καλά – όπως πέρυσι και πρόπερσι. Είναι μια παρέα θυμωμένη, τσαντισμένη με τα όσα περνά, πληγωμένη κομμάτι, αλλά ζωντανή κι έτοιμη να γράψει ιστορία: ιστορία, ξέρετε, δεν γράφουν μόνο οι παρέες που περνάνε ωραία - γράφουν και όσες ζουν δυσκολίες. Στο εσωτερικό μιας τέτοιας παρέας μπορεί ν’ ακουστεί μια κουβέντα παραπάνω: συμβαίνει. Ο σκοπός είναι να μην ξεχνάει κανείς που βρίσκεται, ποιος είναι ο στόχος και ποιος είναι ο τρόπος. Στη Λεωφόρο ο Πανιώνιος δεν κέρδισε απλά, αλλά έκανε κάτι σπουδαιότερο: βρήκε τον εαυτό του, αυτόν τον ωραίο Πανιώνιο, που τα τελευταία χρόνια όλοι ζηλεύουν. Εδειξε ξανά γιατί είναι αξιαγάπητος. Όχι γιατί είναι μποέμ και γοητευτικός, όταν όλα πάνε καλά, αλλά γιατί στα δύσκολα δεν γονατίζει. Η παρέα άλλωστε χρειάζεται στα δύσκολα, για να μην μείνει μόνος, κανείς που σε αυτή ανήκει. Κυρίως γιατί η ιστορία ποτέ δεν περιμένει…