Ο Νίκος Αντύπας έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 68 χρονών – πολύ νέος δηλαδή. Η Μόνικα Βίτι έφτασε τα 90 – έφυγε όπως αγαπάμε να λέμε πλήρης ημερών. Οι δυο τους έφυγαν σχεδόν μαζί χωρίς ποτέ να συναντηθούν: είναι σίγουρα μια παράξενη σύμπτωση. Σκεφτόμουν τι τους ενώνει, πέρα από το ότι υπήρξαν και οι δυο σημαντικοί καλλιτέχνες. Η αγάπη του κόσμου; Μια παράξενη συστολή που χαρακτήριζε και τους δυο; Η μήπως κάτι πιο βαθύ;
Εζησε για τη μουσική
Ο Αντύπας δεν ήταν ένας απλός συνθέτης, αλλά ένας άνθρωπος που έζησε για τη μουσική. Η διαδρομή του είναι απόδειξη αυτής της τεράστιας αγάπης: υπηρέτησε τη μουσική ως οργανίστας από τα εφηβικά του χρόνια. Μαθητής ακόμα ο Αντύπας, στα χρόνια του 60, παίζει κιθάρα και κοιτάζει την Αγγλία και τα συγκροτήματα της. Ανήκει σε εκείνη τη γενιά που θέλει η Ελλάδα να είναι Ευρώπη για να μπορούν οι πιτσιρικάδες της να χαίρονται τη ζωή και τα όνειρά τους δια μέσου της καλλιτεχνικής τους έκφρασης. Η δική του Ευρώπη είναι οι Pink Floyd, οι Procol Harum, οι Crosby, οι Stills, Nash & Young. Φτιάχνει και χαλάει συγκροτήματα με παράξενα ονόματα, (Ιωνάθαν, Άρπα του Αβεσσαλώμ, Osiris κτλ), γνωρίζει μια πρώτη αναγνώριση με τους Sunset και αφού αφήσει την κιθάρα και κάτσει στα ντραμς φτάνει στους Socrates, που ήδη είχαν την ιστορία τους για να συναντήσει τον Γιάννη Σπάθα και τον Αντώνη Τουρκογιώργη και φυσικά τις τρομερές κιθάρες τους. Οι Socrates χάρη και στη δική του φρεσκάδα επιχειρούν, στα τέλη των 70’ς μια επιστροφή, υπογράφουν στη Virgin κάνουν μια δεύτερη καριέρα σε χρόνια που το ελληνικό αγγλόφωνο ροκ ψυχορραγεί – φτάνουν να παίζουν μέχρι και στην Αγγλία. Κι όταν το 1986 η μπάντα διαλύεται ο Αντύπας περνά στη δική του δεύτερη φάση: έχει φτάσει σε μια καλλιτεχνική ωριμότητα που του επιτρέπει να γίνει ένας τρομερός ενορχηστρωτής κι ένας εξαιρετικός συνθέτης. Και μας δίνει μεγάλους ελληνικούς δίσκους και με τις δυο του ιδιότητες.
Η Ιταλία η ίδια
Η Μόνικα Βίτι από τη μεριά της είναι ένα κράμα της Ιταλίας της ίδιας. Γεννιέται στη Ρώμη από μπαμπά πρωτευουσιάνο και μαμά από τη Μπολόνια από την οποία πήρε και την ομορφιά της. Το πραγματικό της όνομα είναι Mαρία Λουίζα Τσεριάλι. Μεγαλώνει αρχικά στη Μεσίνα και στη συνέχεια στη Νάπολι και χάρη στη ζωή που έχει ζήσει εκεί ως πιτσιρίκα οποία αποκτά αυτό το ατίθασο του χαρακτήρα της: είναι πρώτα γυναίκα – και μάλιστα γυναικάρα – και μετά όλα τα άλλα. Τα άλλα δεν είναι και λίγα. Δοκιμάζει αρχικά να γίνει τραγουδίστρια, αλλά την κερδίζει το θέατρο. Παίζει κυρίως Σαίξπηρ και Μολιέρο πριν ανοίξουν για χάρη της οι πόρτες του σινεμά. Για να κάνει καριέρα εκεί χρειάζεται ένα όνομα που να μένει στο μυαλό εύκολα κι έτσι υιοθετεί το Μόνικα Βίτι – το Βίτι προέρχεται από το Βιτίλια που είναι το επίθετο της μαμάς. Μαζί με το επιτυχημένο ψευδώνυμο έρχεται και η καταξίωση. Μετά από τέσσερις καλλιτεχνικά ασήμαντες ταινίες που της χρειάζονται απλά για να κατακτήσει βλέμματα με την ομορφιά της γίνεται η μούσα του Αντονιόνι στην περίφημη «τριλογία της αποξένωσης». Είναι η βασανισμένη σιτσιλιάνα Κλάουντια στην «Περιπέτεια» δίπλα στον Γκαμπριέλε Φερσέτι (1960), είναι η πεισματάρα κι ανικανοποίητη Βαλεντίνα πλάι στον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι στη Νύχτα (1961) είναι η μυστηριώδης και δυσαρεστημένη Βιτόρια την Έκλειψη (1962) που στη Βερόνα διεκδικεί τον Αλέν Ντελόν. Λίγο αργότερα θα τη δούμε και ως νευρωτική Τζουλιάνα στο Profondo Rosso (1964), όπου πάλι την φωτίζει σαν θεά ο Αντονιόνι αλλά είναι η τριλογία αυτή που της άνοιξε το δρόμο προς την καταξίωση. Ακολουθούν δουλειές με τους μεγάλους της εποχής, τον Ετορε Σκόλα και τον Μονιτσέλι, τον Μπουνουέλ και τον Ντε Σίκα, τον Ρότζερ Βαντίμ και τον Τζόζεφ Λόζεϊ. Αλλά και θέατρο και βιβλία και δράση κοινωνική και πολιτική: στη κηδεία του Ενρίκου Μπερλίνγκουερ είναι μεταξύ αυτών που θα σηκώσουν το φέρετρο του.
Η οργάνωση του ήχου
Από τα μέσα της δεκαετίας και μετά ο Νίκος Αντύπας θα υπογράψει εξαιρετικές δουλειές και σαν ενορχηστρωτής και σαν συνθέτης. Όταν ο Πάνος και ο Χάρης Κατσιμίχας μας σερβίρουν τα Ζεστά Ποτά ενθουσιαζόμαστε με την εκφραστική λιτότητα της μουσικής τους και τους στίχους τους, αλλά η μισή καλλιτεχνική επιτυχία του ιστορικού δίσκου ανήκει στις ενορχηστρώσεις του Αντύπα. Ως ενορχηστρωτής (ως σκηνοθέτης της ίδιας της μουσικής δηλαδή) δουλεύει με το Μάνο Χατζιδάκι και το Μίκη Θεοδωράκη και σιγά σιγά απαιτούν την παρουσία του όλοι: από το Γιώργο Νταλάρα και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου μέχρι την Αννα Βίσσυ και τον Θάνο Μικρούτσικο. Οι πιο επιτυχημένοι δίσκοι εκείνης της περιόδου θα ήταν ολότελα διαφορετικοί, αν έλειπε η μαεστρία του Αντύπα στην οργάνωση του ήχου τους. Αλλά κι όταν γίνεται συνθέτης γράφει ιστορία: χτίζει την επιβλητική δεύτερη καριέρα της Χαρούλας Αλεξίου, βοηθά τους στοίχους της Λίνας Νικολακοπούλου με τον ηλεκτρικό του ήχο, δίνει μεγάλα τραγούδια στην Ελευθερία Αρβανιτάκη και στην Αλκηστη Πρωτοψάλτη, αλλά και στην Μαρινέλα και στο Νταλάρα και στο Δημήτρη Μπάση. Το «Δι’ ευχών», το «Ηφαίστειο που ξυπνά» και άλλα πολλά είναι άλπουμ που ανήκουν στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, που χωρίς τον Αντύπα θα ήταν διαφορετική. Η Αρβανιτάκη είπε ότι ανασύνθεται τα πάντα. Το βρήκα υπέροχο ως παρατήρηση.
Και οι δυο τα κατάφεραν
Η Μόνικα Βίτι ήταν μια πηγή έμπνευσης. Αυτός που σαφώς την ερωτεύτηκε πιο πολύ ήταν ο κινηματογραφικός φακός. Το καταλαβαίνεις και από κάτι απλό που δεν έχει να κάνει με τις ταινίες της: την ερωτεύτηκαν και την παντρεύτηκαν αυτή που φώτισαν το φως της. Ο Αντονιόνι πρώτος και μετά δυο διευθυντές φωτογραφίας που δούλεψαν μαζί της, ο Κάρλο Ντι Πάλμα και ο Ρομπέρτο Ρούσο. Ο Αντύπας ήταν ένας λάτρης των οργάνων κι ένας εξερευνητής των ήχων τους: ένα κράμα δημιουργού και τεχνίτη. Τι κοινό έχουν αυτοί οι δυο που δεν συναντήθηκαν ποτέ αλλά έφυγαν μαζί; Νομίζω ανήκουν στην κατηγορία των ανθρώπων που γνώρισαν την αποδοχή κι όχι απλά την επιτυχία. Η επιτυχία μπορεί πολλές φορές να είναι εφήμερη, συχνά τρελαίνει ανθρώπους που αφού την γνωρίσουν δεν μπορούν να ζουν χωρίς αυτή, άλλοτε πάλι προκαλεί ζήλια αφόρητη. Η αποδοχή έχει μια γλύκα. Τη γλύκα του φωτεινού προσώπου της Μόνικα. Τη γλύκα των ενορχηστρώσεων και των μελωδιών του Αντύπα. Και οι δυο κατάφεραν κι έφτασαν σε αυτή την αποδοχή γιατί έζησαν τη ζωή τους ως μοντέρνοι άνθρωποι: ακολούθησαν την εποχή τους χωρίς να την φοβούνται, την γούσταραν. Θα τους θυμόμαστε έτσι κι αλλιώς…