Σήμερα είναι Πρωταπριλιά και γιορτάζουν οι απανταχού ψεύτες της χώρας – να τους χαιρόμαστε. Η ζωή χωρίς λίγο ψέμα θα ήταν ανυπόφορη. Είναι δεδομένο ότι μερικά μεγάλα ψέματα μας έχουν κάνει όλους μερικές φορές ευτυχισμένους. Το «σ’ αγαπώ και δεν μπορώ χωρίς εσένα», το «μην ανησυχείς, ξέρω το πρόβλημα και σου υπόσχομαι να το λύσω», το «είσαι μια χαρά, αλλά πρέπει να κάνεις κάποιες τυπικές ιατρικές εξετάσεις» είναι ψέματα που μπορεί να σου έχουν δημιουργήσει ευτυχία, σιγουριά και ανακούφιση – τι άλλο θέλεις από τη ζωή; Φυσικά πέρα από αυτά τα αθώα, υπάρχει και ο οργανισμός κάθετης παραγωγής ψεμάτων, που είναι η Εθνική Ψευτών.
Ιδρύθηκε το 2009
Τον όρο «Εθνική Ψευτών» των χρησιμοποίησα πρώτη φορά το μακρινό 2009. Ηταν τα χρόνια που έλαμπε στο σύμπαν των Ελλήνων αντζέντηδων ο μεγάλος Κώστας Μπότος, ο οποίος αποφάσισε τότε να εγκαταλείψει τον χώρο. Ανήγγελλα την είδηση στη SportDay γράφοντας το εξής:
«Που είναι ο Κώστας Μπότος; Απουσιάζει πολύ καιρό από την Αθήνα ενώ τον αναζητούν οι φίλοι του. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες έχει εγκαταλείψει όλους τους ποδοσφαιριστές των οποίων είχε τα δικαιώματα (πρέπει να είναι τρεις…) κι ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την ανάληψη του παγκοσμίου κυπέλλου από τη Ρωσία: πάντα ο Κώστας τα είχε πολύ καλά με τον Αμπράμοβιτς. Σύμφωνα με άλλες φήμες έχει μεταφέρει την έδρα του στο Κονγκό και προσπαθεί να πείσει τον κυβερνήτη και κουνιάδο του να αγοράσει μέρους του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας.
(Ό,τι διαβάσατε είναι μια ευγενική χορηγία του μεγαλύτερου πρακτορείου ειδήσεων της χώρας: της Εθνικής Ψευτών…)».
Ο Μπότος είχε πολλούς φίλους που ενθουσιάστηκαν από τον τρόπο που έδωσα την είδηση. Αρχισαν όλοι να χρησιμοποιούν τον όρο για κάθε παραμύθι που κυκλοφορούσε στην πιάτσα των αντζέντηδων. Με έπαιρναν τηλέφωνο και μου λέγανε ότι «σύμφωνα με κύκλους της Εθνικής Ψευτών κτλ κτλ», ή όπως «η Εθνική Ψευτών ισχυρίζεται κτλ κτλ». Τότε ακόμα οι Ελληνες αντζέντηδες είχαν τα περιθώρια να κάνουν καμιά σοβαρή δουλειά – κυκλοφορούσε χρήμα. Μετά φούντωσε η κρίση και οι πιο πολλοί απλά διακινούν παραμύθια – είναι η μόνη χαρά που τους έμεινε.
Και οι δημοσιογράφοι
Ο Νίκος Αναστόπουλος, που είχε ενθουσιαστεί με την χρήση του όρου, πρόσθεσε ότι από την Εθνική των Μινχάουζεν δεν μπορεί να λείπουν οι δημοσιογράφοι: συμφωνήσαμε όλοι. Μετά κάποιος υποστήριξε ότι μεγάλοι παραγωγοί ψεμάτων είναι οι έλληνες παράγοντες – ουδεμία διαφωνία. Το πράγμα ξέφυγε. Ετσι αντιστρέψαμε τη λογική του πράγματος: αντί να θεωρούμε ψεύτες τους πάντες, αρχίσαμε να ψάχνουμε τους πραγματικούς μετρ του ψεύδους, χωρίς να μας ενδιαφέρει ο χώρος από τον οποίο προέρχονται. Ετσι δημιουργήθηκε η περίφημη Εθνική: υποτίθεται ότι οι καλύτεροι των ψευτών την τιμάνε με την παρουσία τους. Απλά οι ίδιοι δεν το ξέρουν ότι σε αυτή ανήκουν κι ακόμα άνθρωπος που να έχει εμφανιστεί και να μας είπε «είμαι μεγάλος ψεύτης και θέλω να δοκιμάσω την τύχη μου» δεν έχει εμφανιστεί. Μόνο ο Τόλης Κοτζιάς δεν λέει ψέματα, αλλά αυτόν του αρέσουν αυτά του Αργυρού.
«Σοτήριδες» και «σοτηράκιδες»
Η μοίρα είναι ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης, ως γνωστόν. Με τα χρόνια σχηματίστηκε πλέον μια συγκεκριμένη παρέα, που συνεδριάζει εκτάκτως για να αξιολογήσει τα καλύτερα παραμύθια, που τα μέλη της έχουν ακούσει τις μέρες που προηγήθηκαν της συνάντησης. Κανείς από όσους συμμετέχουν σε αυτές τις συναντήσεις δεν είναι υπεράνω υποψίας: για να κάνεις παρέα μαζί μας συνήθως κάποια παραμύθια στη ζωή τα έχεις πει ή τα «έφαγες» και σου άρεσαν.
Για να διαχωρίσουμε τα κοινά άδολα ψέματα από τα στοχευμένα, ως παρέα, ασχολούμαστε μόνο με τα δεύτερα, τα οποία αποκαλούνται και «σοτάκια» αν είναι σε οικονομική συσκευασία (όπως λέει ο Αναστό…), ή «σότα», αν είναι κανονικά: ο όρος είναι ιπποδρομιακός και στο ποδόσφαιρο τον έβαλε κάποτε ο Στέφανος Μαματζής, όταν είχε διατελέσει πρόεδρος της ΑΕΚ.
Η Εθνική Ψευτών απέκτησε σπουδαία μέλη, με την δραστηριότητα των οποίων έχουμε φάει τα χρόνια μας: καλά να είναι οι άνθρωποι. Οι μεγαλύτεροι χώροι παραγωγής σότου στην Αθήνα είναι η Νέα Σμύρνη, η Γλυφάδα, αλλά και η πλατεία Κολωνακίου. Με τον καιρό, και χάρη στην αυστηρή αξιολόγηση που κάνουμε, δημιουργήθηκαν και ειδικές βαθμίδες για υποψήφια ή πιθανά μέλη της Εθνικής. Υπάρχει ο «Σοτηράκις», δηλαδή ο μικρός ψεύτης, αυτός που λέει κάποια σοτάκια ελαφρά, αλλά που έχει προδιαγραφές κάποια μέρα να πάει ψηλά. Υπάρχει ο «Σοτήρις», που είναι ο φτασμένος παίκτης – αυτός που το έχει το σότο εύκολο κι αν σε βρει μπόσικο μπορεί να σε χορτάσει ψέμα. Υπάρχει ο «αρχισωτήρις», που είναι παλιός στο κουρμπέτι κι «έχει βρωμίσει σότα όλο τον κόσμο». Υπάρχει ο «ταμίας», που μοιράζει σότα που έχουν σχέση με λεφτά, αλλά και ο «πρόεδρος - σωτήρις», που είναι large. Δεν μπορεί να λείπει ο «δυνατός παίκτης», που είναι βασικό στέλεχος της Εθνικής, στην οποία για να φτάσεις, όπως έχει αποφασίσει ο Αναστόπουλος, δεν πρέπει απλά να είσαι «σωτήρις», αλλά να μπορείς και να φορέσεις και το τιμημένο περιβραχιόνιο του αρχηγού της ομάδας. Επειδή η ομάδα είναι γεμάτη από αρχηγούς αποτελείται μόνο από μεγάλες προσωπικότητες. Κάθε ιδιότητα πρέπει να συνοδεύεται και από όνομα: πρέπει π.χ να λες ο Στράτος ήταν σοτηράκις κι έγινε μεγάλος παίκτης: αν δεν το λες σπηλώνεις ανθρώπους. Κανείς από τους παρευρισκόμενους σε αυτές τις συζητήσεις, που συνοδεύονται από τσιμπούσια που γίνονται σε εστιατόρια που συχνά αλλάζουν, δεν αρνείται ότι την Τέχνη την γνωρίζει. Πλην όμως όλες οι συζητήσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα αληθινά μέλη της Εθνικής Ψευτών εμάς μας έχουν εύκολους. Μας κάνουν τσούλες, κατά πως λέγεται.
Αναζητώντας την αλήθεια
Το ελληνικό ποδόσφαιρο τραβάει τους βαρώνους Μινχάουζεν της ζωής, όπως το μέλι τη μύγα: αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια. Γιατί; Πρώτα από όλα γιατί, όπως έχει αποδειχτεί σε όλες οι εισαγγελικές έρευνες, που έχουν γίνει, όλοι οι άνθρωποι του ποδοσφαίρου όλη μέρα μιλάνε μεταξύ τους: «αν μιλάς όλη μέρα είναι αδύνατο να λες όλη μέρα αλήθειες, καταρχήν είναι αδύνατον να τις βρεις», έχει αποφανθεί ο Αναστό σε μια στιγμή σοφίας. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι ένα τεράστιο παλκοσένικο, ένα αληθινό θεματικό πάρκο, όπου διάφοροι μπορεί να βρουν κοινό: υπάρχουν οπαδοί που πίστεψαν ότι ο Τσάκας θα φέρει Αραβες, ότι ο Μπομπ Κοζώνης είχε κάποτε χρήματα για να σώσει την ΑΕΚ, ότι ο Ροναλντίνιο θα υπογράψει σε κανα δυο – τρεις ελληνικές ομάδες για να πηγαίνει στο Βέρτη. Όμως ίδια παραγωγή σότου γίνεται και σε άλλους χώρους: στην πολιτική ή στην οικονομία τα ψέματα είναι περισσότερα και πιο επώδυνα. Ενας της παρέας, που πέρασε από το χώρο της οικονομίας σε αυτόν του ποδοσφαίρου, σταδιοδρομώντας και στους δυο, λέει ότι το έκανε αναζητώντας μια αλήθεια. Δύσκολα θα τη βρει. Εμείς πάλι κάνουμε παρέα μαζί του γιατί τον αγαπάμε, κι όχι γιατί περιμένουμε να δούμε πότε θα μεγαλώσει η μύτη του, όπως κάποιοι νομίζουν.
Δεν είναι παράξενο που μια φορά το χρόνο γιορτάζουμε το ψέμα. Χρόνια ολόκληρα έχουμε μάθει να ζούμε σε αυτό. Είμαστε εθισμένοι. Η, για να το πούμε όπως το λένε οι φανατικοί της Εθνικής Ψευτών, είμαστε απλά τσούλες.