Όταν κάθε χρόνο φτάνει η 4η Ιουλίου είναι αδύνατο να μην περάσει από το μυαλό μου ότι σαν σήμερα, το μακρινό πλέον 2004, η Εθνική μας έγινε πρωταθλήτρια Ευρώπης στο ποδόσφαιρο κερδίζοντας την Πορτογαλία στη Λισαβώνα. Και φυσικά είναι αδύνατο και να μην σκεφτώ για μια στιγμή και πόσο ελάχιστα αξιοποιήθηκε από όλους μας εκείνο το κατόρθωμα.
Δεν υπήρχαν άνθρωποι
Εχουν περάσει δεκατρία χρόνια από τότε: δεν είναι πολλά και δεν είναι και λίγα. Το ότι δεν υπήρχαν άνθρωποι να αξιοποιήσουν εκείνη την επιτυχία φάνηκε από την πρώτη στιγμή, όταν στο αεροπλάνο της επιστροφής έγινε μεγάλος καυγάς για τα μετάλλια των φροντιστών – τους τα ζητούσαν οι παράγοντες ισχυριζόμενοι ότι δεν είναι δικά τους. Μετά είχαμε την εντελώς άστοχη γιορτή της υποδοχής μετά βαϊων και παπάδων, την περιφορά του κυπέλλου από ΕΠΣ σε ΕΠΣ για να βγάζει ο κόσμος φωτογραφίες με δέκα ευρώ, την κατασπατάληση των χρημάτων για φιλόδοξα projects όπως η κάρτα Υγείας που οδήγησαν τους εμπνευστές τους στον εισαγγελέα, την απόλυτη αδυναμία αναβάθμισης του πρωταθλήματος μας, παρόλο που μέχρι το 2010 υπήρχαν και χρήματα και επιτυχίες. Το χειρότερο είναι ότι μετά το 2004 δεν μάθαμε να αγαπάμε παραπάνω το ποδόσφαιρο, παρά την ευτυχία που τότε μας χάρισε: εξακολουθούμε να το βλέπουμε ως χώρο παρασκηνιακού ανταγωνισμού διάφορων που μεταφέρουν σε αυτό τις γενικότερες επιχειρηματικές διαφορές τους και δεν μας χαλάει και καθόλου η προσέγγιση. Απλώς είναι λογικό, αν θεωρείς ότι ποδόσφαιρο είναι ένα σπορ στο οποίο ο σκοπός είναι να φτάσεις στην επιτυχία πατώντας επί πτωμάτων, ο χώρος να γεμίσει πτώματα.
Ούτε αντίο, ούτε χειροκρότημα
Με αφορμή την ημερομηνία της κατάκτησης του μεγάλου κυπέλου θυμάμαι πάντα ότι αυτό έφερε ελάχιστη τύχη σε όσους το κατέκτησαν. Ο Θοδωρής Ζαγοράκης σταμάτησε σε μια νύχτα για να γίνει πρόεδρος του ΠΑΟΚ. Όταν ένα χρόνο αργότερο αποφάσισαν να τον τιμήσουν για την προσφορά του, το φιλικό που διοργανώθηκε για χάρη του στη Θεσσαλονίκη μεταξύ της Εθνικής μας και της Ισπανίας κατέληξε σε ιλαροτραγωδία: οι προσκεκλημένοι Ισπανοί αντίκρισαν το καμένο χορτάρι της Τούμπας και δεν ήθελαν να παίξουν! Μεταπείστηκαν μετά από παρακάλια, έκαναν εμφανώς αγγαρεία και οι εφημερίδες και τα κανάλια τους μας ξεφώνισαν για μέρες. Ο κάποτε ήρωας Ζαγοράκης έγινε τελικά ευρωβουλευτής εξαργυρώνοντας την αγάπη του κόσμου, που πάντως στον ΠΑΟΚ του έκανε τη ζωή δύσκολη. Τουλάχιστον αυτόν του κάνανε μια γιορτή στο αντίο του - κάποιοι άλλοι όταν σταμάτησαν, (ο Νικολαϊδης, ο Τσιάρτας, ο Φύσσας, ο Βρύζας, ο Δέλλας, ο Γιαννακόπουλος, ο Σεϊταρίδης, ο Λάκης, ο Χαριστέας, ο Καψής, ο Κατσουράνης) δεν είχαν την τύχη να εισπράξουν ένα έστω τελευταίο χειροκρότημα. Ο Νικολαϊδης έγινε πρόεδρος της ΑΕΚ και όταν έφυγε από τη θέση σταμάτησε να πηγαίνει και στο γήπεδο: σημαντικό μέρος των οπαδών της του πιστώνει ακόμα μόνο λάθη. Ο Τσιάρτας σταμάτησε το ποδόσφαιρο χωρίς να καταλάβει κανείς το γιατί. Μια δικαστική διαμάχη με την ΑΕΚ και δυο περάσματα από ομάδες με προβλήματα (τη γερμανική Κολωνία και τον Εθνικό Πειραιά) τον έκαναν να χάσει το κέφι του πριν γίνει 34 χρονών. Ο Δέλλας περιπλανήθηκε κάπου στην Κύπρο. Ο Καψής τελείωσε μια μεγάλη καριέρα στο Λεβαδειακό, με χτυποκάρδια για να μείνει η ομάδα στην κατηγορία. Ο Γιαννακόπουλος, ο Νταμπίζας κι ο Βενετίδης βρήκαν καταφύγιο στη Λάρισα, ο Χαριστέας τελείωσε στον Παναιτωλικό και ο Μπασινάς δεν θυμάμαι τι έκανε μετά την Πόρτσμουθ, όπου πήρε το τελευταίο καλό συμβόλαιο της καριέρας του. Ο Κατσουράνης πήγε στην Ινδία, αφού προηγουμένως κάποιοι φτιάξανε γκρουπ στο FB ζητώντας του να σταματήσει, ο Σεϊτάρίδης σταμάτησε τσακωμένος με τον Παναθηναϊκό. Για αυτόν, όπως και για πολλούς άλλους από τους ήρωες του 2004, υπάρχει η υποψία ότι η καριέρα του σταμάτησε εκείνο το βράδυ που σήκωσαν στη Λισσαβόνα το τρόπαιο. Μετά ήρθαν απλά τα μεγάλα συμβόλαια και χάθηκε το σημαντικότερο που πρέπει να χαρακτηρίζει ένα αθλητή: η υποχρέωση του να αποδεικνύει κάθε φορά ότι μπορεί να γίνει καλύτερος.
Τα μαθήματα του Οττο
Εφυγαν παίζοντας σε γεμάτα γήπεδα και παίρνοντας χειροκροτήματα, λίγοι. Ο Γιώργος Γεωργιάδης και ο Αντώνης Νικοπολίδης χαιρέτησαν τον κόσμο που τους αγάπησε, ο Καραγκούνης στη Βραζιλία είχε το ωραιότερο φινάλε που θυμάμαι να έχει Ελληνας ποδοσφαιριστής: το άξιζε. Τυχερός υπήρξε και ο Οττο Ρεχάγκελ: έμεινε έξι χρόνια ακόμα στην Εθνική, την οδήγησε στα τελικά ενός ακόμα πανευρωπαϊκού πρωταθλήματος, την πήγε και στο μουντιάλ κι έφυγε με ψηλά το κεφάλι, χωρίς πάντως να καταλάβουμε τίποτα από τα διδάγματα του. Από το πέρασμα του Γερμανού έμεινε στο κεφάλι μας η ιδέα ότι μια σφικτή ομάδα, που δεν αφήνει τον αντίπαλο να παίξει, έχει πάντα τύχη – τουλάχιστον να μην χάσει, και με το δόγμα αυτό πορευόμαστε ακόμα. Όμως ο Οττο μας είχε πει με τη δουλειά του και τον τρόπο του πράγματα σημαντικότερα. Μας είπε ότι μια ομάδα πρέπει να έχει μια κοινή σκέψη και μια κοινή πίστη, να ξέρει τι θέλει και να πιστεύει πως μπορεί να το καταφέρει. Μας είπε ότι η εργατικότητα, το πάθος, η θέληση, μετράνε πιο πολύ από τον τίτλο του φαβορί. Μας είπε ότι η επιτυχία δεν είναι αποτέλεσμα του φόβου που προκαλείς στον άλλο, αλλά της δικής σου προσπάθειας. Μας είπε ότι κανένα όνειρο δεν απαγορεύεται, αν ξεπεράσεις τον εαυτό σου.
Δεν κρατήσαμε σχεδόν τίποτα
Δεκατρία χρόνια αργότερα είναι σαφές ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο από όλα εκείνα τα μοναδικά μαθήματα δεν κράτησε σχεδόν τίποτα. Οι παράγοντες το θεωρούν ο καθένας τσιφλίκι του και ψάχνουν τρόπους να δηλητηριάσουν τις επιτυχίες του άλλου, έχοντας για αυτό κάθε βοήθεια από την εγχώρια αθλητικογραφία. Η «επένδυση» έχει γίνει μια συκοφαντημένη λέξη και η ομοσπονδία τελεί υπό επιτροπεία. Οι προπονητές παίζουν για το 1-0 νομίζοντας ότι αυτό ήταν το μυστικό εκείνης της επιτυχίας. Οι παίκτες θέλουν να λύσουν τα προβλήματα της ζωής τους υπογράφοντας στα 21 τους ένα συμβόλαιο που θα εξασφαλίζει, αν είναι δυνατόν και τα εγγόνια τους. Κι ο κόσμος; Ο κόσμος περιμένει πάντα μεγάλες μεταγραφές, πιστεύει ότι ο Μέσι και ο Κριστιάνο Ρονάλντο γεννήθηκαν για να ρθουν να παίξουν στην Ελλάδα, απαξιώνει οποιοδήποτε Ελληνα ποδοσφαιριστή δεν κάνει τσαλιμάκια, και πιστεύει πως το Euro το κέρδισαν ο Ριβάλντο, ο Τζιοβάνι και ο Σισέ. Τουλάχιστον κάποιοι συγκινούνται ακόμα με την ανάμνηση εκείνης της επιτυχίας για την οποία πάντως λίγα έχουν να πουν στα παιδιά τους. Κάθε τους διήγηση κλείνει με την βεβαιότητα ότι αυτό που συνέβη τότε δεν θα το ξαναζήσουμε ποτέ. Αποδείχτηκε δυστυχώς ότι δεν το αξίζαμε.Εξαιρώ τους παικτες και τον προπονητη της…