Δεν μου έκανε εντύπωση ότι για την κηδεία του Σάββα Θεοδωρίδη ήρθαν στην Αθήνα, σε καιρούς που τα αεροπορικά ταξίδια δεν είναι απλή υπόθεση, πρώην και νυν πρόεδροι της UEFA μαζί με πολλούς άλλους ευρωπαίους παράγοντες. Ο Σάββας ήταν για τους ξένους πάντα ένα φαινόμενο άξιο προσοχής – κυρίως για όσους γνωρίζουν το γιό του Θόδωρο η περίπτωση του αποτελούσε μια γοητευτική παραξενιά. Είναι δύσκολο ακόμα και για μας που την οικογένεια την γνωρίζουμε να καταλάβουμε πως ο Θόδωρος και ο Δημήτρης είναι παιδιά του Σάββα, χωρίς να έχουν πάρει από αυτόν κάτι από τον ηφαιστειώδη χαρακτήρα του: φανταστείτε πόσο παράξενο είναι αυτό για τους ξένους. Ο,τι είναι δύσκολο να το κατανοήσεις, συχνά καταλήγεις να το θαυμάζεις – αυτή είναι η γοητεία του ανεξήγητου. Ο Σάββας έγραφε εντυπωσιακά ως άνθρωπος και στους ξένους – ήταν ο θεαματικός πατέρας του Θόδωρου, αυθεντικός, σπάνιος και κυρίως ολότελα διαφορετικός από το γιό του. Είναι λογικό ένα τέτοιο άνθρωπο να τον συμπαθείς ως σπάνια περίπτωση και δεν είναι παράξενο να θες να είσαι παρών στο τελευταίο αντίο. Πιο πολύ την ώρα του αποχαιρετισμού θα πρεπε να κάνουν εντύπωση τα πάνω από διακόσια (!) στεφάνια που στάλθηκαν, ανάμεσα στα οποία ξεχώρισαν φυσικά αυτά των μεγάλων ομάδων, δηλαδή του Παναθηναϊκού, της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ. Αν κρίνω από τις κατά καιρούς επικρίσεις του Σάββα από τους οπαδούς όλων αυτών των ομάδων, η πράξη αυτή, δηλαδή η απόδοση τιμής σε ένα μεγάλο εχθρό, θα πρεπε να είναι ένα είδος οπαδικής προδοσίας, αλλά φυσικά δεν είναι έτσι. Γιατί ο Σάββας είχε πάντα την προσοχή όλων για κάτι που ανέκαθεν προκαλούσε στους ανθρώπους αμηχανία και εν τέλει σεβασμό. Αναφέρομαι σε αυτό το ανεξερεύνητο συναίσθημα που λέγεται πάθος.
Οι ημιτελείς ερμηνείες
Τι είναι το πάθος; Οι ερμηνείες που δίνονται είναι περισσότερες από μία. Κάποιοι μιλάνε για έντονο συναίσθημα ανώτερο της λογικής – αλλά αν αυτό ισχύει ποια είναι η διαφορά του από την τρέλα π.χ που τη λογική την καταργεί; Κι αν έχουμε όντως να κάνουμε με κάτι έντονο, πως είναι δυνατόν να μην προκαλεί κοινές συμπεριφορές ή κοινές αντιδράσεις στους φορείς του; Κι αν προκαλεί κοινές αντιδράσεις πως γίνεται να καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως άνθρωποι σαν τον Σάββα είναι μοναδικές περιπτώσεις – το υπογραμμίζω απλά γιατί για αυτό κανείς δεν αμφιβάλει πια.
Με βάση άλλους ορισμούς, πιο σύνθετους, το πάθος είναι «ένας είδος παράφορης αγάπης που προκαλεί ενθουσιασμό, ολοκληρωτική αφοσίωση, μεγάλη ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα για την επίτευξη κάποιου στόχου» - αυτό ως ορισμός είναι πληρέστερος, πλην όμως πάλι ημιτελής. Η αγάπη π.χ είναι ένα συναίσθημα φύσει ευγενικό – το πάθος στέλνει πολλές φορές την ευγένεια στα τάρταρα. Επίσης ακόμα κι αν δεχτούμε ότι μπορεί ως συναίσθημα να δημιουργήσει ενθουσιασμό, είναι άλλο τόσο βέβαιο ότι προκαλεί και πόνους ανείπωτους. Οσο για την αφοσίωση, πολύ φοβάμαι πως θα ήταν ορθότερο να μιλούσαμε για εξάρτηση – αλλά από τι ακριβώς; Κι όσο για την «επίτευξη του στόχου» κι εδώ υπάρχουν ενστάσεις: όταν πετυχαίνω ένα στόχο σταματώ γιατί τα κατάφερα – το πάθος δεν σου επιτρέπει να σταματήσεις ποτέ και συχνά είναι κι αθεράπευτο.
Οσο και να το έψαξα ομολογώ ότι ένα σωστό ορισμό δεν βρήκα. Χωρίς να μπορείς με ακρίβεια να το περιγράψεις το πάθος, η μόνη σου λύση για να το γνωρίσεις, αν δεν το κουβαλάς, είναι να θυμάσαι ανθρώπους που αυτό το τίμησαν. Κι ένας τέτοιος υπήρξε αναμφίβολα ο Σάββας. Για αυτό και φίλοι κι εχθροί, ολυμπιακοί και αντιολυμπιακοί, ήταν δύσκολο να μην ασχολούνται μαζί του. Ολοι σχεδόν έβλεπαν σε αυτόν το δικό τους πραγματικό ή ανομολόγητο πάθος. Και δεν έχει σημασία αν το ζήλευαν ή αν το σέβονταν ή αν αυτό τους τρόμαζε: σημασία είχε ότι κατανοούσαν την ύπαρξή του σε καιρούς που αυτό έχει δαιμονοποιηθεί – λες και δεν είναι συναίσθημα ανθρώπινο.
Κάποιοι το έχουν καταφέρει
Η ματαιοδοξία πολλών πολιτικών αρχηγών και όλων σχεδόν των θρησκευτικών ηγετών είναι ότι πιστεύουν πως μπορεί να καλλιεργήσουν στον απλό άνθρωπο το πάθος και να το εκμεταλλευτούν προς όφελός τους: κάποιοι το χουν καταφέρει. Αυτό το πάθος θα θελαν να το βλέπουν στους φαντάρους και οι στρατηγοί, να το νοιώθουν οι επικεφαλής επιστημονικών προγραμμάτων και θα το πλήρωναν τα αφεντικά σε εργαζόμενους. Θα θελαν να το κουβαλάνε στο αίμα τους όλοι σχεδόν οι δημιουργοί γιατί πιστεύουν πως παράγει αριστουργήματα. Αν κι εγώ προτιμώ από αυτό την έμπνευση κατανοώ πως για πολλούς ίσως και να είναι έτσι.
Ο δρόμος του πάθους είναι συχνά αποδοτικός, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα: το πάθος δεν προκύπτει κατά παραγγελία και έχει και το κακό να εξασθενεί. Συμβαίνει συχνά και στις σχέσεις των ζευγαριών: το πάθος γίνεται κώδικας επικοινωνίας, αλλά κυρίως είναι τρόπος άμυνας – πολλοί νομίζουν ότι το πάθος είναι ο ασφαλέστερος τρόπος δεσίματος με ένα σύντροφο κι όταν αυτό εξασθενεί τρομάζουν γιατί καταλαβαίνουν πως έχουν κάνει λάθος επένδυση. Γενικά τους ανθρώπους τους τρομάζει το πάθος κι όσοι το ζουν έντονα μαθαίνουν και να το κρύβουν, ενώ θα πρεπε να είναι το πρώτο από τα στοιχεία του βιογραφικού τους. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί το πάθος συχνά σε καθορίζει και παρότι καμιά φορά κουβαλά μια σκούρα απόχρωση αφού είναι κοντά στην τρέλα, η φύση του είναι απολύτως αληθινή και η διάστασή του τεράστια. Για αυτό και συχνά, όσο κι αν κρυβόμαστε από τα πάθη μας, δεν μπορούμε από αυτά να γλυτώσουμε – εκτός αν προτιμάμε τη φθορά που το κρυφτούλι από την αλήθεια προκαλεί.
Σε ένα κόσμο υποκριτικό
Ο κόσμος των σπορ είναι γεμάτος από ανθρώπους που καταπιέζουν το πάθος τους και πολλούς πως νομίζουν πως μπορεί να το δαμάσουν. Ουρλιάζουν πανηγυρίζοντας, αλλά μετά ισιώνουν τη γραβάτα τους. Είναι έτοιμοι να επιτεθούν σε διαιτητές και αντιπάλους (και συχνά το κάνουν…), αλλά μετά παριστάνουν τους κυρίους που είναι διαφορετικοί από τους άλλους τους κακούς. Βάζουν την ομάδα στη δέκατη θέση των ενδιαφερόντων τους, ενώ ζουν για να δουν τους αντιπάλους της να διαλύονται. Αυτοαποκαλούνται διαφορετικοί, ενώ το αίμα τους βράζει. Θα έτρεχαν στο γήπεδο να πανηγυρίσουν οποιοδήποτε ματς γνώριζαν πως είναι στημένο, αρκεί σε αυτό η ομάδα να κέρδιζε και την ίδια στιγμή παριστάνουν τους απογοητευμένους από την πορεία του σπορ ή δηλώνουν πως σε μια άλλη χώρα όλα είναι όλα καλύτερα κι «εδώ δεν αξίζει να ασχολείσαι». Ο Σάββας όλες αυτές τις υποκρισίες τις έκανε να μοιάζουν γελοιότητες: αυτός ήταν πρώτα από όλα Ολυμπιακός – το βιογραφικό της ζωής του ξεκινούσε με το πάθος του. Δεν λέω πως ήταν παράδειγμα προς μίμηση διότι η μίμηση είναι μια λογική διαδικασία. Απλά προσπαθώ να εξηγήσω γιατί παρά το πάθος του ο θάνατός του σκόρπισε συγκίνηση: όσοι δεν τον άντεχαν, έχουν κατά βάση το ίδιο πάθος με αυτόν. Ομως ζουν σε ένα κόσμο υποκριτικό, φαρισαϊκό και κομμάτι δήθεν που δεν τους επιτρέπει το πάθος τους να το χαρούν όσο θα θελαν.
Κάνει και θαύματα
Σε αυτό πρέπει να προσθέσω και κάτι ακόμα: την ανιδιοτέλεια του Σάββα. Σε μια εποχή που ο κόσμος του αθλητισμού έχει γεμίσει από ανθρώπους που προσδοκούν κέρδη (που δεν έχουν να κάνουν πάντα και μόνο με τα χρήματα, αλλά και με την αναγνωσιμότητα, την δημοφιλία ακόμα και την ίδια την εξουσία), ο Σάββας δεν ήθελε τίποτα άλλο πέρα από το να ζει στον Ολυμπιακό και για τον Ολυμπιακό. Η μοναδική ανταπόδοση υπήρξε το ότι αυτό το πάθος για την ομάδα, του έδωσε τουλάχιστον πέντε χρόνια έντονης και πραγματικής ζωής. Γιατί το πάθος προκαλεί καταστροφές. Αλλά καμιά φορά κάνει και θαύματα.