Στον παράξενο κόσμο του ελληνικού μπάσκετ μπορεί να συμβούν τα πάντα. Να χαιρόμαστε για την συμμετοχή του Αντετοκούνμπο στο All Star Game του ΝBA και την ίδια στιγμή, εντός Ελλάδας, να παρακολουθούμε το σήριαλ της αναζήτησης προπονητή για την Εθνική ομάδα, ένα από τα πιο κακοπαιγμένα στην ιστορία της ΕΟΚ του Βασιλακόπουλου.
Ανεξήγητη άρνηση στο προφανές
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Η ιστορία της πρότασης να αναλάβει ο Δημήτρης Ιτούδης την Εθνική Ελλάδος είναι τραγελαφική, όχι γιατί ο Ιτούδης δεν είναι καλός προπονητής, αλλά γιατί δεν υπήρχε καμία απολύτως πιθανότητα η ΤΣΣΚΑ να του έδινε την άδεια να δουλέψει παράλληλα στην Εθνική μας. Ο Ιτούδης το ήθελε και είναι λογικό, αλλά στην ζωή δεν γίνονται όλα: το τεράστιο συμβόλαιό του προβλέπει αποκλειστική απασχόληση και οι Ρώσοι για αυτό του το πρότειναν. Οι Ρώσοι είναι εξαιρετικά πρακτικοί άνθρωποι και πιστεύουν απόλυτα στο «ό,τι πληρώνεις παίρνεις». Του έδωσαν πολλά γιατί θέλουν το μυαλό του να είναι μόνο στην ομάδα: αυτό αγόρασαν. Απορώ πως αυτό η ΕΟΚ δεν το σκέφτηκε κι έμπλεξε σε μια συζήτηση με τον προπονητή, ενώ η συζήτηση θα έπρεπε να γίνει με την ΤΣΣΚΑ και μόνο. Αυτής την πόρτα έπρεπε να χτυπήσουν και είναι ανεξήγητο ότι δεν το έκαναν. Όπως ανεξήγητο είναι και ότι ο Γιώργος Βασιλακόπουλος επιμένει να αρκείται το προφανές, δηλαδή να φωνάξει πίσω στην Εθνική τον Παναγιώτη Γιαννάκη.
Δυο κύκλοι υπέροχοι
Αν δεν υπήρχε στην ομοσπονδία ο Βασιλακόπουλος και υπήρχε μια άλλη διοίκηση κι έκανε έρευνα για προπονητή, θα εκλιπαρούσε να ενδιαφερθεί για τη θέση ο Γιαννάκης. Το βιογραφικό του Δράκου δεν είναι απλώς εντυπωσιακό: είναι ολόκληρη η ιστορία της Εθνικής ομάδας μπάσκετ. Τόσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής, ο Γιαννάκης εμπλέκεται σε όλες τις ελληνικές επιτυχίες της Εθνικής Ανδρών από το 1976 και έπειτα. Ηταν αρχηγός της ομάδας το 1987 όταν κατέκτησε το Πανευρωπαϊκό στην Αθήνα, αλλά και το 1989 όταν απέκλεισε τους Σοβιετικούς και κατετάγη δεύτερη στο Βελιγράδι. Ηταν στυλοβάτης της ομάδας σε παγκόσμια πρωταθλήματα και Ολυμπιάδες στις οποίες αυτή πήρε μέρος μέχρι το 1996, που ο ίδιος σταμάτησε. Ως προπονητής ήταν ο αρχιτέκτονας του θαύματος της Σαϊτάμα, αλλά κι αυτός που οδήγησε την ομάδα στο χρυσό στο Βελιγράδι το 2005. Μαζί του η ομάδα έφτασε σε μια πέμπτη θέση στους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004, αλλά και σε αυτούς της Κίνας το 2008. Με αυτόν προπονητή η Εθνική μας τερμάτισε δυο φορές τέταρτη σε Ευρωπαϊκά πρωταθλήματα (το 1997 και το 2007) αλλά και σε ένα Μουντομπάσκετ, το 1998, οκτώ χρόνια πριν πάρει σε αυτό το πιο μεγάλο ίσως μετάλλιο στην ιστορία της στην Ιαπωνία. Η δική του ομάδα, με τον Καζλάουσκας στον πάγκο, πήρε στην Πολωνία το 2009 το τελευταίο της μετάλλιο σε πανευρωπαϊκό τερματίζοντας στην τρίτη θέση. Αλλά έκανα ένα λάθος και σαν παρακαλώ να με συγχωρήσετε: μπήκα στο τρυπάκι να προσπαθώ να εξηγήσω το αυτονόητο, δηλαδή αυτό που αρνούνται να τα σκουριασμένα μυαλά που διοικούν την ΕΟΚ – θύμισα δηλαδή τους τίτλους του Παναγιώτη Γιαννάκη, πράγμα που δεν χρειάζεται, αφού ο Γιαννάκης δεν είναι οι τίτλοι του, αλλά η προσωποποίηση της προόδου και της επιτυχίας του ελληνικού μπάσκετ. Σε οποιαδήποτε χώρα η θέση του ομοσπονδιακού θα ήταν δική του κι ας μην είχε πετύχει ως προπονητής τίποτα. Το κύρος, η αναγνωρισημότητα, ο σεβασμός που προκαλεί η γιγάντια παρουσία του δεν αντικατοπτρίζονται σε κανένα απολύτως βιογραφικό.
Χωρίς αυτόν μόνο αποτυχίες
Αν ντε και καλά θα θέλαμε να βασιστούμε σε αριθμούς και επιτεύγματα για να γίνει κατανοητό γιατί ο Γιαννάκης είναι απαραίτητος θα ήταν μάλλον προτιμότερο να θυμίσουμε τι έχει κάνει η Εθνική χωρίς αυτόν, παρόλο που στο τιμόνι της ομοσπονδίας ήταν όσοι νομίζουν πως τα μετάλλια και τις επιτυχίες τα κέρδισαν οι ίδιοι. Ο Δράκος έφυγε για πρώτη φορά από την Εθνική μετά το 1998. Βρέθηκε έκπτωτος από το σπίτι του μετά από εικοσιδύο χρόνια, αλλά η ομάδα είχε μεγαλύτερα προβλήματα από ό,τι αυτός. Χωρίς την καθοδήγησή του απέτυχε στα Ευρωμπάσκετ του 1999 και του 2001 και δεν προκρίθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2000 στο Σίδνεϋ και στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2002. Η ομάδα άλλαξε ριζικά για το Ευρωμπάσκετ του 2003, αλλά παρότι στο τιμόνι είχε τον Γιάννη Ιωαννίδη που έκανε και ανανέωση, κατετάγη μόλις πέμπτη! Ο Γιάννάκης γύρισε για να φύγει το 2008 αφήνοντας στον Καζλάουσκας μια ομάδα πρωταθλήτρια Ευρώπης, της οποίας τα αποτελέσματα στη συνέχεια είμαι σίγουρος πως παρακολουθεί με πόνο ψυχής.
Κατρακύλα μετά τη δεύτερη φυγή
Στο Μουντομπάσκετ 2010 η Ελλάδα αποκλείστηκε στη φάση των ''16'' με καθαρή ήττα από την Ισπανία. Στο Ευρωμπάσκετ του 2011, στη Λιθουανία η Εθνική τερμάτισε 6η και το αποτέλεσμά της το πανηγυρίσαμε γιατί υπήρχαν επτά μεγάλες απουσίες (Διαμαντίδης, Σπανούλης, Περπέρογλου, Σχορτσιανίτης, Μαυροκεφαλίδης, Τσαρτσαρής και Παπαλουκάς έλειψαν), αντί να προβληματιστούμε για το πώς γίνεται χωρίς τον Γιάννάκη στον πάγκο να έχουν ξεκινήσει τα εύκολα αντίο και τα εύκολα όχι. Στο Ευρωμπάσκετ του 2013 βγάλαμε άσχετο τον Τρινκέρι για να δικαιολογήσουμε (;) την ενδέκατη θέση. Το 2014 στο Μουντομπάσκετ έρχεται αποκλεισμός στη φάση των 8, μολονότι πήγαμε αγοράζοντας την συμμετοχή. Το 2015 πάμε στη Γαλλία για μετάλλιο και η ομάδα δεν φτάνει ούτε μέχρι τα ημιτελικά. Δεν έχει σημασία ποιοι ήταν οι προπονητές και οι παίκτες σε αυτές τις αποτυχίες. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο όμως ότι όλη αυτή η κατρακύλα ξεκινά από τη στιγμή που λείπει ο Γιαννάκης. Τον έδιωξαν γιατί δεν του συγχωρέσαν κάποτε ότι θέλησε να δουλέψει παράλληλα στον Ολυμπιακό – δεν του του συγχωρέσαν οι ίδιοι, που τώρα δεν είχαν κανένα πρόβλημα ο Ιτούδης να δουλεύει στην Εθνική part time! Μιλάμε για παγκόσμιο ρεκόρ υποκρισίας.
Άλλος δεν θα συζητούσε καν
Η νέα Εθνική Ελλάδος δεν αγωνίστηκε φυσικά στους Ολυμπιακούς του Ρίο, δεν ήταν άλλωστε και στο Λονδίνο. Είναι μια δύσκολη ομάδα, αφού δεν έχει πια μεγάλους περιφερειακούς σκόρερ – ο Σλούκας τώρα ωριμάζει, ο Καλάθης είναι απλά καλός οργανωτής, ο Μάντζαρης σπουδαίος ρολίστας, ο Αντετοκούνμπο δεν ξέρει καλά το ευρωπαϊκό μπάσκετ. Αυτή η ομάδα πιο πολύ από κάθε προηγούμενη χρειάζεται ένα ηγέτη στον πάγκο, κάποιον που να θυμίζει στους παίκτες την ιστορία της και την ευθύνη τους. Είναι τυχεροί στην ομοσπονδία που ο Γιαννάκης ακόμα συζητά την πιθανότητα της επιστροφής του: άλλος στη θέση του δεν θα δεχόταν καμία πρόταση και δεν θα έκανε καμία συζήτηση. Αλλά ο Γιαννάκης έκανε την αγάπη του για το μπάσκετ επάγγελμα. Και στην αγάπη δεν λες όχι…