Με την ευκαιρία του δεύτερου παιγνιδιού του Ολυμπιακού με την Μπάγερν ο ελληνικός Τύπος έγραψε πολλά για τους Βαυαρούς, μόνιμους πρωταθλητές Γερμανίας. Διαβάζοντας πολλά από αυτά που γράφτηκαν, κυρίως για τους καυγάδες που υπάρχουν στη διοίκηση της Μπάγερν ανάμεσα σε δυο υπερήλικες θρύλους της, τον Ούλι Χένες και τον Καρλ Χάινς Ρουμενίγκε, θυμήθηκα για μια ακόμα φορά ότι στην Ελλάδα η Μπάγερν είναι μια μεγάλη άγνωστη: το είδος της ομάδας για την οποία νομίζουμε ότι ξέρουμε πολλά, ενώ γνωρίζουμε απλώς τα στοιχειώδη, δηλαδή τους τίτλους της και κάποιους από τους μεγάλους παίκτες της. Στην Ελλάδα ασχολούμαστε πολύ με το διεθνές ποδόσφαιρο και καλά κάνουμε. Υπάρχουν ομάδες για τις οποίες στην Ελλάδα ξέρουμε τα πάντα (όπως π.χ η Λίβερπουλ), άλλες για τις οποίες νομίζουμε ότι ξέρουμε τα πάντα (όπως η Μπάρτσα και η Ρεάλ) και άλλες τεράστιες για τις οποίες δεν ξέρουμε τίποτα – η Μπάγερν Μονάχου είναι μια από αυτές. Στις πιο πολλές περιπτώσεις, τη δύναμη, τη λάμψη και την αίγλη μιας ομάδας τη δημιουργεί η ιστορία – όμως η Μπάγερν έχει μια ιστορία τίτλων μικρή: το πρώτο της πρωτάθλημα στη Γερμανία το κατέκτησε το 1970 και ήταν έκπληξη. Τι κάνει τόσο σπουδαία μια ομάδα χωρίς μεγάλες παραδόσεις; Εδώ σε θέλω…
Ιστορία και πριν το 1970
Εχω κάποιους φίλους στην Ελλάδα που αγαπούν την Μπάγερν πολλοί και μου ‘χαν ζητήσει παλιά, πριν από καμιά δεκαριά χρόνια αν θυμάμαι καλά, να γράψω κάτι για την άγνωστη ιστορία της μόνιμης πρωταθλήτριας Γερμανίας – το είχα κάνει. Αν ψάξει κανείς την ιστορία της θα βρει πολλά και ενδιαφέροντα. Νομίζουμε στην Ελλάδα ότι η ιστορία της είναι μικρή γιατί απλά κοιτάμε πότε κατάκτησε το πρώτο της πρωτάθλημα: στην πραγματικότητα η Μπάγερν ιδρύθηκε πολύ παλιά, το 1900 για την ακρίβεια, άλλο αν δεν έκανε σπουδαία πράγματα τα πρώτα εβδομήντα χρόνια της. Θρυλείται ότι στο διοικητικό της συμβούλιο υπήρχαν Εβραίοι και ότι για αυτό τη διέλυσε το ναζιστικό καθεστώς – πράγμα πιθανό αν σκεφτεί κανείς την ιστορία του πολυπολιτισμικού Μονάχου, που μόνο πρωτεύουσα κρατιδίου της γερμανικής επαρχίας δεν θυμίζει. Είναι βέβαιο ότι το πρώτο της γήπεδο, το Γκουνβάλντεν του Μονάχου, καταστράφηκε από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς και χτίστηκε πάρα πολύ αργότερα. Οι άνθρωποί της πάντως, δεν προσπάθησαν επ’ ουδενί να χτίσουν μια ταυτότητα πάνω σε τέτοιες μελό μνήμες: οι ιστορίες αυτές μπήκαν κάτω από το μαξιλάρι μετά τον μεγάλο πόλεμο όταν η Γερμανία άφησε στην άκρη το ενοχλητικό παρελθόν της. Φυσικά η αγωνιστική πρόοδος της Μπάγερν οφείλεται στον Ούντο Λάτεκ (τον προπονητή της στις αρχές της δεκαετίας του ‘70) και κυρίως στον Φρανς Μπέκενμπάουερ, που ως παίκτης άλλαξε την ιστορία της βάζοντας την στο χάρτη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Στιβαρή γερμανική επιχείρηση
Το ωραίο με την Μπάγερν είναι ότι η ιστορία της είναι σε μια συνεχή εξέλιξη: το τελευταίο της κεφάλαιο, αυτό που κατά τη γνώμη μου ξεκινά μετά το 2013 και την τελευταία κατάκτηση του Τσάμπιονς λιγκ είναι πολύ ενδιαφέρον γιατί θυμίζει την ίδια την οικονομική ιστορία της Ευρώπης των ημερών μας: κατά κάποιο τρόπο ποδόσφαιρο, οικονομία και επιχειρηματικότητα γίνονται ένα. Η Μπάγερν μέχρι το 2013 ήταν εντυπωσιακό παράδειγμα επιχειρηματικότητας – ένα πρότυπο ομάδας - επιχείρησης. Όταν στο Λονδίνο κατέκτησε το Τσάμπιονς λιγκ ανακοίνωσε ότι έκλεισε για 19η συνεχόμενη χρονιά τους ισολογισμούς της με κέρδη: κανείς στην ποδοσφαιρική Ευρώπη αυτό δεν το χει κάνει, ούτε καν ο Αγιαξ! Τα κέρδη αυτά δεν ήταν τεράστια (κυρίως γιατί ήταν βαρίδι στον ισολογισμό της (και μόνο…) το κόστος του επιβλητικού Αλιανζ Αρένα…) ήταν όμως απόδειξη της εύρυθμης λειτουργίας της. Θυμάμαι τότε ότι η Corriere Della Sera είχε γράψει ότι «η Μπάγερν είναι μια στιβαρή γερμανική επιχείρηση από αυτές που δεν αντιγράφονται και δυστυχώς δεν υπάρχουν παρά μόνο στη Γερμανία».
Η επιχείρηση Μπάγερν έχει πάντα σκοπό το κέρδος, αλλά διοικείται χωρίς ψυχρότητα: η παρουσία αρκετών πρώην ποδοσφαιριστών στα διοικητικά της (από τον Μπεκενμπάουερ και τον Ρουμενίγκε μέχρι το Χένες) θυμίζει πάντα σε όλους ότι μιλάμε για ποδοσφαιρική ομάδα και για οικογένεια. Αν η Μπάγερν σε διαλέξει, κάνεις για τη Μπάγερν πάντα. Όχι τυχαία αρκετοί προπονητές (ο Λάτεκ, ο Τραπατόνι, ο Χίτσφελντ, ο ίδιος ο Μπεκενμπάουερ) έχουν επιστρέψει στη Μπάγερν δυο τουλάχιστον φορές! Ο δε Γιουπ Χάινκες (με το μονίμως κόκκινο πρόσωπο, λόγος για τον οποίο οι Γερμανοί τον αποκαλούν Osram – όπως τις γνωστές λάμπες φωτισμού!) έχει περάσει τέσσερις φορές από τον πάγκο της. Κάποτε ρώτησαν τον Τραπατόνι γιατί ενώ είχε αρκετές προτάσεις ξαναγύρισε στη Βαυαρία: «όταν έχω όρεξη για δουλειά πάω εκεί που αυτή την όρεξη την εκτιμούν» είχε πει. Φυσικά στις αξιολογήσεις δε χωράει και κανένα άλλο κριτήριο πλην της ικανότητας: ο Χάινκες, ακριβώς επειδή έχει υπάρξει αρχηγός της Γκλάντμπαχ, ήταν ως ποδοσφαιριστής ένας μεγάλος εχθρός, αλλά στον πάγκο της Μπάγερν επέστρεψε όσες φορές χρειάστηκε! Τηρουμένων των αναλογιών είναι σαν να πάει τέσσερις φορές προπονητής στον Παναθηναϊκό ο Νίκος Αναστόπουλος!
Για να αποδείξουν ότι δεν φταίνε
Το 2013 η Μπάγερν έδωσε το τιμόνι της ομάδας της στον Πεπ Γκουαρντιόλα, ενώ ήταν στο θρόνο της Ευρώπης. Ο τότε πρόεδρος της UEFA Μισέλ Πλατινί έβαζε μπροστά τους μηχανισμούς ελέγχου των οικονομικών των ομάδων που γνωρίζουμε ως Financial Fair Play. Η Μπάγερν, που ποτέ δεν έψαχνε Κροίσους και επενδυτές ήταν η πιο προετοιμασμένοι ομάδα στην Ευρώπη για να κινηθεί με βάση αυτούς: για χατίρι του Γκουαρντιόλα έγιναν και μεγάλες και ακριβές (για τα μέτρα των Γερμανών) μεταγραφές. Κανονικά έπρεπε να βαρεθούμε να τη βλέπουμε να σηκώνει το Τσάμπιονς λιγκ, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε. Ο γερμανικός ντετερμινισμός στο ποδόσφαιρο νικήθηκε τελικά αρχικά από τους σπάταλους αλλά ικανούς Ισπανούς και στη συνέχεια από τα λεφτά των Αράβων και των Αμερικάνων που μπήκαν στην Πρέμιερ λιγκ. Η Μπάγερν-επιχείρηση ηττήθηκε τη στιγμή που οι συνθήκες έμοιαζαν για αυτή ιδανικές – βέβαια η δουλειά του Γκουαρντιόλα στη Γερμανία έδωσε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο στους Γερμανούς: το κέρδος ήταν μεγάλο, αλλά το είχε η χώρα, όχι η Μπάγερν.
Βέβαια από τις πιο πολλές ευρωπαϊκές ομάδες χάρη και στο επιχειρηματικό της μοντέλο η Μπάγερν παραμένει απλησίαστη: η διάθεση της ομάδας να προσφέρει στον κόσμο της θέαμα παραμένει σταθερά ο λόγος των γερμανικών κυρίως επιτυχιών της - ο σκοπός της Μπάγερν είναι πάντα να βάλει όσο πιο πολλά γκολ μπορεί: για τη νοοτροπία της είναι άξια συγχαρητηρίων πάντα. Ο Ολυμπιακός το βράδυ θα υποφέρει καθώς η αλλαγή του προπονητή αποτελεί λόγο για τους παίκτες των Βαυαρών να δώσουν πολλά παραπάνω για να πείσουν τον κόσμο τους ότι το πρόβλημα ήταν ο Νίκο Κόβατς και μόνο αυτός. Ο Ολυμπιακός πάει να παίξει με μια ομάδα που ενώ περιγράφεται σε κρίση έχει χάσει όλο κι όλο ένα ματς τον τελευταίο μήνα: αυτό με την Αϊντραχτ, στο οποίο έπαιζε από το δεκάλεπτο με παίκτη λιγότερο. Η ευχή μου στον Ολυμπιακό είναι να παίξει ποδόσφαιρο. Μπροστά σε ένα εξαιρετικό κοινό που αυτό το εκτιμάει…