Οι «πατάτες» που βλέπει κανείς στα σινεμά είναι όπως οι «χυλόπιτες» που τρώει κανείς από γκόμενες: και τα δυο πρέπει να τα φας μικρός για να μάθεις να διαλέγεις προσεχτικότερα. Μεγαλώνοντας γλυτώνεις τις «χυλόπιτες» γιατί, αν δεν είσαι μαζόχας, κάπου κατασταλάζεις, αλλά τις «πατάτες» στο σινεμά δύσκολα τις γλυτώνεις – καμιά φορά πας και γυρεύοντας γιατί σου θυμίζουν τα παιδικά σου χρόνια, τότε που όλα τα έβλεπες με τη βεβαιότητα πως εσένα θα σου αρέσουν, μολονότι όλοι σε προειδοποιούσαν για το αντίθετο. Με τον καιρό αποκτάς και τη συνήθεια της «πατάτας»: δεν σε χαλάει και ας λες ότι πέταξες τζάμπα κάτι ώρες. Δυο «πατάτες» βγήκαν στα σινεμά πρόσφατα: η μία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί κάτι από το σύμπαν των ηρώων της DC Comic και η άλλη να δώσει συνέχεια στη μεγάλη saga των πρωταγωνιστών της Marvel – αναφέρομαι στο βαρβουριάρικο και πομπώδες Justice League και στο κομμάτι μαύρο και αμήχανο Thor: Ragnarok. Πρέπει να πω ότι και τα δυο στην Ελλάδα δεν έσκισαν εμπορικά: πιτσιρικάδες που να τρώνε «πατάτες» βρίσκεις ολοένα και λιγότερα και εμείς οι μεγαλύτεροι είμαστε μονίμως σε δίαιτα.
Ηρωες χωρίς σκηνοθέτες
ΟΙ ταινίες που βασίζονται σε ήρωες της DC είναι σπανίως καλές, αν δεν αναλάβει τη δουλειά κάποιος πραγματικά μεγάλος σκηνοθέτης. Η DC έχει ένα μεγάλο αβαντάζ και ένα μεγάλο μειονέκτημα. Το αβαντάζ είναι ότι οι δυο γνωστότεροι και δημοφιλέστεροι σουπερήρωες όλων των εποχών, δηλαδή ο Μπάτμαν και ο Σούπερμαν, είναι δικά της παιδιά. Το μειονέκτημα είναι ότι οι ιστορίες και οι χαρακτήρες των δυο είναι λίγο πολύ γνωστά πράγματα σε όλους. Για να υπάρξει πραγματικό ενδιαφέρον πρέπει να βρεθεί ένας μάστορας να τις διηγηθεί με τον δικό του τρόπο. Αν είναι ο Τιμ Μπάρτον προκύπτει κάτι πολύ καλό, αν είναι ο Κρίστοφερ Νόλαν προκύπτει κάτι εξαίσιο. Αυτοί οι δυο, ασχολούμενοι με τον Μπατμαν, βασίστηκαν πολύ στα άλμπουμ (ο Μπάρτον στα παλιότερα, ο Νόλαν σε αυτά του Φρανκ Μίλερ) και τους έδωσαν ζωή: έβαλαν στο χάρτινο ήρωα ψυχή, πρώτα από όλα. Η αφήγηση, αν και τελείως διαφορετική, ανέδειξε τον ήρωα και το σύμπαν του: οι κακοί π.χ (ο Τζόκερ, ο Πιγκουίνος, ο Μπέιν κτλ) ήταν εξίσου ενδιαφέροντες με τον ήρωα και οι εκπλήξεις, ειδικά στις ταινίες του Νόλαν, αρκετές. Όταν, όμως, ένα σοβαρός σκηνοθέτης λείπει, οι ταινίες που στηρίζονται σε ήρωες της DC σχεδόν δεν βλέπονται. Αυτές με ήρωα τον Σούπερμαν είναι συχνά κωμικές: οι κακοί π.χ είναι καρικατούρες – ακόμα κανείς δεν βρέθηκε να μας δώσει ένα πραγματικά ενδιαφέρον Λεξ Λούθορ. Οι άλλες, με πρωταγωνιστή τον Μπάτμαν, είναι μια συρραφή από εφέ και εξυπνάδες που δεν σώζουν το πράγμα. Οι δυο τελευταίες, όπου τον Μπάτμαν υποδύεται ένας κουρασμένος Μπεν Αφλεκ, είναι μετριότατες και ειδικά το Justice League πραγματικά για τα πανηγύρια. Οι πληροφορίες για τους υπόλοιπους σουπερήρωες που εμφανίζονται είναι ελάχιστες, καθώς πλην του Μπάτμαν γνωστή πραγματικά είναι μόνο η Γουόντερ Γούμαν. Το χιούμορ ανύπαρκτο. Η πλοκή θα μπορούσε να βασίζεται στο παραλήρημά ενός 8χρονου παιδιού και ο κακός της ταινίας έρχεται από τις Αποκριές. Όλα είναι για γέλια και για κλάματα. Η σωστότερα για κλάματα από τα γέλια.
Μια ενιαία αισθητική
Η τελευταία περιπέτεια του Θωρ ήταν κομμάτι καλύτερη, απλά γιατί οι Μαρβελοταινίες έχουν κοινή αισθητική και κάποια ενιαία χαρακτηριστικά, που σώζουν και τις χειρότερες από δαύτες. Πρώτα από όλα έχεις πάντα πολλές πληροφορίες για τον κεντρικό χαρακτήρα και τον γνωρίζεις: βλέπεις ένα παλιόφιλο. Οι παραγωγοί και οι σεναριογράφοι των ταινιών της Marvel αξιοποιούν στο σινεμά πολύ καλά το στοκ των ιστοριών που υπάρχουν στα κόμικς, διαλέγοντας τις πιο θεαματικές από δαύτες: ακόμα κι αν κάποιος ήρωας σου μοιάζει διαφορετικός από αυτό που είχες φανταστεί, η ιστορία του πάντα κάπου πατάει. Το περασμένο καλοκαίρι θυμάμαι είχα γράψει ότι δεν μου είχε αρέσει καθόλου η επανέκδοση του Σπάιντερμαν: διάφοροι πιτσιρικάδες, πραγματικά φανατικοί με τον ήρωα, μου επεσήμαναν μια σειρά από άλμπουμ της δεκαετίας του ’90, τα οποία η ταινία χρησιμοποιεί, ζητώντας μου να τα διαβάσω για να καταλάβω που βασίστηκε ο (νέος) χαρακτήρας του «ανθρώπου αράχνη». Είχαν δίκιο.
Στις ταινίες της Marvel οι αυθαιρεσίες είναι ελάχιστες κι ο σεβασμός στους ήρωες μεγάλος. Επίσης οι ηθοποιοί έχουν ταυτιστεί σχεδόν με τους ήρωες. Όταν σκέφτεσαι τον Μπάτμαν, σου έρχονται στο μυαλό πολλοί. Ομως ο Θωρ, ο Κάπτεν Αμέρικα, ο Αϊρον μαν, ακόμα κι ο Χουλκ έχουν πλέον ο καθένας το πρόσωπό του: αυτό που έχει δει και ξαναδεί στις πρόσφατες ιστορίες τους. Οι Μαρβελοταινίες έχουν χιούμορ, ακόμα και μέσα στη μαυρίλα τους. Αυτό βέβαια δεν κάνει τον τελευταίο Θωρ μια καλή ταινία: απλώς η ταινία αντέχεται γιατί ακολουθεί μια πεπατημένη. Την σώζει ότι θυμίζει τις προηγούμενες: η Marvel έχει επιβάλει εικόνες, χρώματα και τρόπο αφήγησης. Σε πολλούς π.χ η ταινία για την Γουόντερ Γούμαν άρεσε γιατί τους θύμισε τον πρώτο Καπτεν Αμέρικα της Marvel.
Το αντίθετο στην τηλεόραση
Πρέπει να πω ότι στις τηλεοπτικές σειρές μου συμβαίνει το αντίθετο: αυτές τις Marvel τις βλέπω ανόρεχτα και σχεδόν τις βαριέμαι, ενώ αυτές τις Dc τις απολαμβάνω. Ο Daredevil και η Τζέσικα Τζόουνς ήταν τηλεοπτικά ανεκτοί – οι άλλες σειρές της Marvel (Λουκ Κέιτζ, Aron Fist, Punisher κτλ) απλά με κούρασαν. Αντιθέτως με ξεκουράζουν απίστευτα και ο Φλας, και ο Αροου και οι απόλυτοι χαβαλέδες Legends of Tomorrow: όλα μου θυμίζουν τις εικογραφημένες ιστορίες στο Μπλεκ και στο Αγόρι, που διάβαζα μικρός. Είναι παράξενο, αλλά η Marvel που στα σινεμά πουλάει απλή διασκέδαση, στην τηλεόραση έχει κολλήσει τον υιό της σοβαροφάνειας, αυτόν που καταστρέφει στον κινηματογράφο τους ήρωες της DC!
Ανακεφαλαιώνω. «Πατάτα» το ανερμάτιστο «Justice League» που έμοιαζε βγαλμένο από τις χειρότερες παραδόσεις της Αποκριάς. «Πατάτα» και ο Θωρ, που προσπαθούσε να σε κάνει να γελάσεις με αστεία που είχα ν ακούσω από το ΚΨΜ. Αλλά πατάτα με πατάτα έχει διαφορά. Υπάρχει η κακοτηγανισμένη πατάτα, που μοιάζει με πλαστική – ίσως να είναι κιόλας. Και υπάρχει και η ωραία πατατοσαλάτα, που με λίγο άνηθο και λίγο κρεμμύδι τρώγεται. Και σε κάνει ν αναρωτιέσαι που έχεις φάει μια τέτοια που ήταν καταπληκτική.