Η περίπτωση του Νίκου Παππά

Η περίπτωση του Νίκου Παππά


Ομολογώ ότι βρήκα υπερβολική τη φασαρία που προκάλεσε η γνωστή ανάρτηση του Νίκου Παππά κατά των δημοσιογράφων και των υπόλοιπων εχθρών του, ενώ δεν βρήκα τίποτα το ενδιαφέρον και  στην επίθεση που έκανε στους ομοσπονδιακούς προπονητές για την μη κλήση του στην Εθνική, στην οποία σημειωτέων δεν θα πήγαινε και να τον καλούσαν, αφού ο ΠΑΟ έχει ματς στην Ευρωλίγκα – όλα γίνανε για το τίποτα. Καταλαβαίνω τον θυμό του, διότι κλήθηκαν καμιά εικοσιπενταριά παίκτες κι αυτός απουσίαζε. Πιστεύω επίσης ότι νοιώθει πως θέλουν να του φορτώσουν την αποτυχία της Εθνικής στο πρόσφατο Πανευρωπαϊκό και για αυτό βγαίνει από τα ρούχα του. Όλα αυτά, όμως, τα βρίσκω κομμάτι βαρετά: συγχωρείστε με. Ο Παππάς δεν είναι ο πρώτος που κάνει καριέρα ως μουρμούρης, ούτε ο τελευταίος που (θα) νοιώθει αδικημένος όσο αγωνίζεται. Ο Παππάς δεν θέλει να  είναι καλός με όλους, γουστάρει λιγάκι το ρόλο του αντισυμβατικού και του παράξενου, το χει εύκολο να τσακωθεί με τους πάντες, έχει αποφασίσει ότι δεν χρειάζεται τα μπράβο κανενός,  τουλάχιστον για την συμπεριφορά του. Περισσότερο έχει ενδιαφέρον ότι όλη αυτή η επιδεκτικότητα του εκδηλώνεται στα social media κυρίως. Είναι απόδειξη ότι ακόμα και η γκρίνια των αθλητών άλλαξε.  

 

Οι έξυπνοι τα χειρίζονται σωστά  

Ο τρόπος που οι επαγγελματίες αθλητές χρησιμοποιούν τα social media θα πρεπε να γίνει αντικείμενο μελέτης από ειδικούς. Υπάρχουν φυσικά αθλητές που απλά μοιράζονται με τους φίλους τους τις ωραίες ή τις δύσκολες στιγμές τους και δείχνουν ότι βρήκαν, χάρη στα social, ένα τρόπο επικοινωνίας που πραγματικά τους έλλειπε. Ο αθλητής θέλει και συμπαράσταση και δημοφιλία: του αρέσει ό,τι τον βοηθά να απευθυνθεί σε όσους τον αγαπάνε. Επίσης τα social επιτρέπουν και μια σχέση κομμάτι πιο προσωπική που ξεπερνά την ίδια την ομάδα: άλλο είναι η Ρεάλ Μαδρίτης π.χ κι άλλο ο Κριστιάνο Ρονάλντο. Παρατηρώ ότι μερικοί από τους αθλητές χρησιμοποιούν τα συγκεκριμένα επικοινωνιακά εργαλεία για να μας δείξουν και πολλές, όχι τόσο φανερές, πτυχές του εαυτού τους. Άλλος μας δείχνει ότι έχει χιούμορ, άλλος ότι έχει κι άλλα ενδιαφέροντα – πρόσφατα ο Κωλοβέτσιος, αν θυμάμαι καλά, ανέβασε μια φώτο με το βιβλίο του Γιάννη Βαρουφάκη. Φυσικά οι αθλητές, όταν χειρίζονται οι ίδιοι τα social και δεν έχουν κάποιον που το κάνει για χάρη τους, μας θυμίζουν συχνά με τις αναρτήσεις τους ότι είναι παιδιά που περνάνε ωραία ή ότι είναι γονείς με παιδιά ή ότι έχουν αγάπες κι έρωτες, ζητώντας μας να συμμεριστούμε τους ενθουσιασμούς τους. Όλα αυτά είναι απολύτως προβλέψιμα: τα συγκεκριμένα μέσα έτσι κυρίως χρησιμοποιούνται από όλους κι απλά είναι η δημοτικότητα των αθλητών, που συχνά δημιουργεί συζητήσεις για τις αναρτήσεις τους. Οι πιο έξυπνοι γνωρίζουν ότι η ανάρτηση μεγαλώνει τη δημοφιλία κι αυτό συχνά συνεπάγεται καλύτερη αντιμετώπιση από την εξέδρα, τον Τύπο, την ίδια την ομάδα – σε κάποιες περιπτώσεις φουσκώνει και λιγάκι τα συμβόλαια: μπράβο στα παιδιά που το χουν καταλάβει. Αλλά αυτό που πραγματικά έχει αλλάξει χάρη στα social media είναι η μουρμούρα και η γκρίνια τους.

   

Ολη μέρα στα social…

Ο τρόπος που μουρμουράει πλέον ο αθλητής έχει αποκτήσει διάσταση επιστήμης. Κάποτε αυτός που δεν αγωνιζόταν και πίστευε ότι αδικείται, έλεγε τα παράπονά του σε ένα καλόβουλο δημοσιογράφο ζητώντας λίγη στήριξη – και τώρα το κάνει. Μόνο που τώρα, επιπροσθέτως, κάνει ένα σωρό ακόμα. Ανεβάζει φωτογραφίες με τη φανέλα της ομάδας του για να δείξει ότι τον αδικούν στην Εθνική, όπως έκανε π.χ ο Αγραβάνης το καλοκαίρι. Παίρνει, ο Πάρντο π.χ, το δημοσίευμα ενός Ισπανού δημοσιογράφου που τον εκθειάζει, το κοινοποιεί και γράφει ότι «ο Θεός βλέπει», δίνοντάς μας αποδείξεις ότι υπάρχει Θεός και είναι και δημοσιογράφος. Ο αθλητής μπορεί να βάζει φωτογραφίες στο Instagram και να δείχνει τα αχαμνά του, όπως ο Παππάς ή να δημοσιεύει ρητά και φράσεις αινιγματικές, του στυλ «όλα γίνονται στη ζωή για κάποιο λόγο», όπως έκανε ο Νίνης π.χ, ζητώντας από μας να τα μεταφράσουμε. Εφερα αυτά τα ενδεικτικά παραδείγματα για να κάνω κατανοητό ότι ο αθλητής αναπτύσσει σιγά σιγά μια νέα γλώσσα: μαθαίνει να μην είναι ευθύς, ώστε να μην έχει προβλήματα με τον εσωτερικό κανονισμό του συλλόγου στον οποίο ανήκει, αλλά την ίδια στιγμή ψάχνει και τρόπους, ώστε να κάνει γνωστή την αντίθεσή του με τον προπονητή, τον συμπαίκτη, τους δημοσιογράφους, τον κόσμο ολόκληρο. Δίνοντας πάντα τροφή στους δημοσιογράφους να μιλήσουν για αυτόν – αυτό είναι ο βασικός στόχος.

 

Μερικές φορές σκέφτομαι πως εμείς οι παλιότεροι είμαστε άτυχοι που δεν υπήρχε το Facebook τον καιρό που μεσουρανούσε ο Νίκος Αλέφαντος, ώστε η σελίδα του να κάνει ρεκόρ επισκεψημότητας.   Αναρωτιέμαι επίσης τι είδους αναρτήσεις θα έκαναν, αν είχαν στα χρόνια που αγωνιζόντουσαν Instagram, μεγάλοι χαβαλέδες όπως ο Νίκος Βαμβακούλας ή ο Τάκης Φύσσας, αλλά και μεγάλοι μουρμούρηδες όπως ο Βασίλης Τσιάρτας, ο Ντέμης Νικολαϊδης, ο Στέλιος Μανωλάς, ο Κώστας Κατσουράνης, κι άλλοι πολλοί. Από την άλλη λέω ότι ευτυχώς που δεν είχαν: γιατί αντί να ασχολούνται με τα social media και με το πώς θα μας εκφράσουν την καταπιεσμένη τους ψυχοσύνθεση, ασχολήθηκαν με το πώς θα γίνουν καλύτεροι και θα μας κλείσουν τα στόματα. Πράγμα που συχνότατα κατάφεραν.

Θα του έλεγα «γίνε καλύτερος»

Τα social media είναι χρήσιμα – είναι μια από τις καλύτερες πλατφόρμες επικοινωνίας που είχε ποτέ στην διάθεσή του ο άνθρωπος. Είναι, όμως, και μια μεγάλη παγίδα. Αν δεν πατάς πολύ γερά στα πόδια σου, ώστε να διακρίνεις τις διαφορές του πραγματικού κόσμου από τον ψηφιακό, σε απορροφούν τόσο πολύ που στο τέλος η πραγματικότητά σου παραμορφώνεται: πολύ φοβάμαι πως κάποιοι αθλητές, όπως φυσικά και κάμποσοι καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, μοντέλες κτλ, δεν ζουν και ποστάρουν τις στιγμές τους, αλλά ψάχνουν επιβεβαίωση μέσω αναρτήσεων – ζουν για αυτές. Αυτό τείνει να γίνει σιγά σιγά πρόβλημα, όχι για όσους δέχονται τις επικρίσεις ή τις γκρίνιες τους, αλλά για τους ίδιους – κι αυτό δυστυχώς είναι η περίπτωση του ταλαντούχου κύριου Παππά. Θα του έλεγα φιλικά, επειδή σέβομαι το ταλέντο του και επειδή δεν με χαλάει η τρέλα και η εξωστρέφεια του, ότι θα ήταν για τον ίδιο καλύτερο να τον θυμόμαστε για το μπάσκετ που παίζει και τις επιτυχίες του, παρά για τις αναρτήσεις του στο Instagram. Μπορεί τέτοιες να κάνει όσες θέλει: ο κόσμος αρχικά θα ασχολείται μαζί του και μετά θα τον βαρεθεί. Ενώ αν γίνει ακόμα καλύτερος παίκτης και τους ομοσπονδιακούς που δεν τον καλούν θα εκθέτει και ο κόσμος θα προσέχει πιο πολύ τι λέει και τι κάνει. Το υπογραμμίζω γιατί μου δίνει την εντύπωση, πως παρόλο που προσπαθεί να μας πείσει για το αντίθετο, μοιάζει να ενδιαφέρεται και πολύ μάλιστα μόνο για το τι λένε οι δημοσιογράφοι…