Η τελευταία απορία του Νίκου Ζαχαριάδη

Η τελευταία απορία του Νίκου Ζαχαριάδη


Διάβασα την ανάρτηση με την οποία ο Πέτρος Τατσόπουλος περνά γενναίες δεκατέσσερις την Ραχήλ Μακρή για την άθλια επίθεση που έκανε στον Νίκο Ζαχαριάδη, ενώ αυτός δεν έχει ακόμα κηδευτεί. Ο Τατσόπουλος θυμίζει στην Μακρή την Αντιγόνη: το πράγμα είναι μάλλον τραγικά ανώφελο, αφού ανάθεμα κι αν η Μακρή μπορεί να καταλάβει το συσχετισμό, αλλά ως καυγάς μάλλον θα διασκέδαζε το Νίκο: θα μπορούσε να είναι μια ακόμα ιστορία για το Mufanet της Athens Voice. Οποιος τον Ζαχαριάδη τον ήξερε, γνώριζε ότι η αγάπη του για το χιούμορ είχε να κάνει με την παρατήρηση της παραδοξότητας: το να ζητάς από τη Μακρή να θυμηθεί τα μηνύματα μιας αρχαίας τραγωδίας είναι το απόλυτο παράδοξο. Η Ραχήλ Μακρή και η «Αντιγόνη» δεν συντάσσονται στην ίδια πρόταση. Ούτε κι αν το θέμα της θα ήταν οι Απόκριες – πόσο μάλλον ο θάνατος ενός νέου, πανέξυπνου και ωραίου ανθρώπου.  

Εγραψε ιστορία

Ο Ζαχαριάδης ήταν ένας ωραίος μπλαμπλάς κι ένας ωραίος γραφιάς: και τα δυο είδη οδηγούνται σε εξαφάνιση. Είχε εξαιρετικές σπουδές, ήταν μακράν ο πιο χαβαλές διευθυντής που είχα ποτέ σε περιοδικό, ήταν η περίπτωση του ανθρώπου που καταλάβαινες ότι διασκέδαζε με τη ζωή, γιατί είχε μάθει να την παρατηρεί. «Οι απορίες ενός ζαλισμένου Αθηναίου», η στήλη με την οποία πολύς κόσμος τον γνώρισε και που κράτησε χρόνια ολόκληρα, ήταν η επιτομή της παρατήρησης: ο Νίκος έβλεπε και μπορούσε να αναδείξει όσα εμείς οι υπόλοιποι προσπερνούσαμε πνιγμένοι από διάφορα άγχη που μας δημιουργούσαν ραντεβού που πάντοτε χάναμε.

https://www.athensvoice.gr/sites/default/files/styles/default/public/article/2021/04/15/nikos-zaxariadis1.png?itok=YCTUoPSR

Ο Ζαχαριάδης ήταν χιουμορίστας DOC : οι ατάκες του στις απίστευτες εκείνες απορίες του ήταν βραδυφλεγείς – ένα μείγμα επιτηδευμένης άγνοιας, πραγματικής εξυπνάδας και στοχευμένης επινόησης. «Που κατουράνε οι περιπτεράδες;». «Γιατί τα ρολόγια στις διαφημίσεις δείχνουν πάντα ότι η ώρα είναι δέκα και δέκα;». «Ο Κινγκ Κόνγκ με αυτό το όνομα δεν θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον Κινέζος;». «Πόσες προσπάθειες χρειάζονται για να έχεις μια δεύτερη ευκαιρία;». «Ποια επιτέλους είναι η σωστή πλευρά στο αλουμινόχαρτο;». «Ποιο κόλπο ακριβώς κάνει ο Μάρτης και δεν λείπει ποτέ από την Σαρακοστή;». Ο Ζαχαριάδης μπορούσε να φτιάχνει λογοπαίγνια με την ίδια ευκολία που τα διέλυε: το ίδιο εύκολα καταδείκνυε και την ασημαντότητα διάφορων που έπαιρναν πολύ στα σοβαρά τον εαυτό τους, ενώ ήταν άθλιες φούσκες.  

Αυτή η ικανότητα του ενοχλούσε: το χιούμορ του ήταν διεισδυτικό κι έβγαζε στην επιφάνεια μικρές και μεγάλες αλήθειες χωρίς ουρλιαχτά σε μια εποχή που όλοι ούρλιαζαν. Ο Ζαχαριάδης, με μια φυσική απλότητα στην παρατήρηση και στην περιγραφή και μια αυτοκριτική ικανότητα, που δεν σου άφηνε περιθώριο να τον κατηγορήσεις για ελιτισμό, μπορούσε να είναι εντός και εκτός του πραγματικού μας κόσμου. «Εντός», ώστε να αναδεικνύει τον παραλογισμό του, και «εκτός», ώστε να μπορεί εύκολα να πετυχαίνει την αποδόμηση του κάθε λαϊκιστή απογυμνώνοντάς τον από την σοβαροφάνεια του, χωρίς να πέφτει στο επίπεδό του. Γιατί ο Νίκος ήταν άνθρωπος με επίπεδο, χωρίς να παριστάνει τον «ψαγμένο», τον «σπάνιο», τον «μοναδικό», τον σνομπ. Κι ας ήταν ταυτόχρονα και όλα αυτά.

Να τα ζεις όλα

Ο Ζαχαριάδης ερχόταν από μια εποχή που οι άνθρωποι με ενδιαφέροντα έτρεχαν πίσω από αυτά για να τα βάλουν στη ζωή τους: δεν ήταν απλοί καταναλωτές, ούτε προσπαθούσαν να βγάλουν χρήματα επικεντρώνοντας την προσοχή τους σε αυτό το ένα κάτι που έκαναν καλά – ήθελαν να τα ζήσουν όλα. Εγραφε για σινεμά στην Αυγή και στον Ελεύθερο Τύπο, ενώ πήγαινε ακόμα στη Νομική. Εγινε διευθυντής σε περιοδικά που πουλούσαν χιλιάδες τεύχη σε μια ηλικία που άλλοι δεν έχουν τελειώσει ακόμα με το στρατιωτικό. Εγινε φίρμα με το γραπτό του κι όχι γιατί έβγαινε στα τηλεπαράθυρα και ούρλιαζε αγανακτισμένος. Αντιλαμβάνονταν την σάτιρα ως δημιουργία: το Μufanet, που έγραφε στην Athens Voice ήταν ένα απολαυστικό κολάζ από fake news, τα όποια, όμως, είχαν αυτή τη μικρή δόση αλήθειας που τα έκαναν τσουχτερά. «Η Φώφη Γεννηματά είδε το πρόσωπο του Αντρέα σε ένα κομμάτι κρέπα» -«έξαλλος ο Παύλος Γερουλάνος ισχυρίζεται ότι η κρέπα ήταν δική του και η Φώφη την άρπαξε απο το πιάτο του». «Γράφτηκε ήδη το πρώτο σύνθημα σε βαγόνι του Μετρό Θεσσαλονίκης από οπαδούς του ΠΑΟΚ». «Ξενόφερτος σκύλος άλλαξε την φύση του γαυγίσματός του, εγκαταλείποντας το ξενόφερτο «Αρφ» για το εξ’ ολοκλήρου ελληνικό «Γαβ» που δεν μιλιέται πουθενά αλλού στον κόσμο, μετά από σεμινάριο του Αδωνι Γεωργιάδη». Εχοντας δει το πρόσωπο του Νίκου να φωτίζεται πολλές φορές όταν έβρισκε την κατάλληλη απορία, γελούσα πάντα όταν διάβαζα όσα έγραφε, σίγουρος ότι γελάει κι αυτός! Και σκεφτόμουν ότι θα ήταν πάντα έτοιμος να προσθέσει και κάτι ακόμα, μιλώντας μαζί σου, όταν του  επισήμανες την πικρή αλήθεια της ιστορίας του.

https://www.tanea.gr/wp-content/uploads/2021/04/zachariadis.jpg

Ένα ωραίο πρωί έγινε ζωγράφος

Η πιο απίθανη από όλες τις μεταμορφώσεις του παρέμεινε για μένα η απόφασή του ένα ωραίο πρωί ν αρχίσει να ζωγραφίζει. Την εξήγησε μιλώντας με τον τρόπο του λίγο καιρό πριν. «Φθάσαμε στην εποχή που όπως συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους γύρω στα 50, αρχίζουν οι αναθεωρήσεις. Το επάγγελμά μου έπαψε να είναι πλέον γόνιμο. Τα γραφεία των περιοδικών και των εφημερίδων δεν είναι πλέον κατάμεστα από κόσμο που γελάει και βρίσκεται σε μια διαρκή δημιουργική αλληλεπίδραση. Η ζήτηση εύκολων και γρήγορων κειμένων για το διαδίκτυο, με διάρκεια ζωής μιας ημέρας, κυριαρχεί. Δεν το λέω με παράπονο. Έτσι συμβαίνει στη ζωή. Οπότε αναγκάζεσαι να προσαρμοστείς. Και κάπου εκεί, κατά τη διαδικασία «προσαρμογής», όπως λέγεται κομψά η «επιβίωση», αναγκάζεσαι να απαντήσεις και στο ερώτημα «τι μου αρέσει πραγματικά να κάνω;». Κάπως έτσι, οι πίνακες και οι μπογιές και τα πινέλα, που ύστερα από μια μετακόμιση κατέληξαν αμπαλαρισμένα στην αποθήκη του πατρικού μου σπιτιού για σχεδόν οκτώ χρόνια, φορτώθηκαν μια Κυριακή του 2018 όπως-όπως σε ένα «ταπεινό» Yaris (το παλιό Wrangler είχε αποσυρθεί με τις πινακίδες του κατατεθειμένες) και ξαναβρήκαν την κυρίαρχη θέση τους στο σπίτι. Και από τότε είναι πάντα εκεί. Για να τα χρησιμοποιώ, όπως και όταν το θέλω». Άλλος για να επιβιώσει και να «προσαρμοστεί» δουλεύει στα πρωινάδικα κι άλλος γίνεται ζωγράφος! Μόνο που για να το κάνεις αυτό πρέπει να είσαι ο Ζαχαριάδης. Κάποιος σπάνιος δηλαδή.

Αποχαιρετάμε πολλά

Πέρυσι αποχαιρετήσαμε πολλούς ήρωες της δεκαετίας του ’70 και του ’80: τον Μαραντόνα, τον Πάολο Ρόσι, τον Μουσαφίρη, κι άλλους λιγότερο ίσως διάσημους αλλά εξίσου αγαπημένους. Στο πρόσωπο του Νίκου αποχαιρετάμε πολύ από τη δεκαετία του 90΄, του 2000, του 2010. Δεν φταίει ότι μεγαλώνουμε: φταίει ότι οι σπάνιοι άνθρωποι φεύγουν γρήγορα για να νιώθουμε ακόμα πιο πολύ την σπανιότητα τους.

Αντίο Νικόλα. Από όλες τις απορίες σου η πιο μεγάλη που μας άφησες είναι αυτή που έχει να κάνει με τη βιασύνη να φύγεις…