Το παιχνίδι της Εθνικής με την Γαλλία - και κυρίως το αποτέλεσμα που η ομάδα του Γουστάβο Πογέτ έφερε με την δευτεραθλήτρια κόσμου - επανάφεραν στην επικαιρότητα των ημερών συζητήσεις που έχουν να κάνουν με το πόσα χρήματα μπορεί να φέρουν οι διεθνείς μας στο ταμείο των ομάδων που αγωνίζονται. Πρόκειται για συζητήσεις υπέροχες κυρίως γιατί δεν βασίζονται πουθενά. Μπορεί να λες ό,τι θες χωρίς πρόβλημα.
Θα το κάνω πιο συγκεκριμένο. Διαβάζω κάθε μέρα δεξιά και αριστερά εκτιμήσεις για το πόσα χρήματα μπορεί να φέρει στο ταμείο του Παναθηναϊκού ο Φώτης Ιωαννίδης. Ακούγονται τόσα πολλά για τον νεαρό φορ των Πρασίνων που άρχισε ήδη να κυκλοφορεί ως είδηση ότι ο Παναθηναϊκός αρνείται προσφορές - προσφορές που παρεμπιπτόντως ακόμα δεν υπάρχουν. Ακούω επίσης πως υπάρχουν προσφορές για τον Κωνσταντέλια και τον Κουλιεράκη – αν ήμουν ο ΠΑΟΚ και τους πουλούσα το πρώτο που θα με ενδιέφερε είναι να εξασφαλίσω ένα ποσοστό στην επόμενη πώλησή τους. Πήρε επίσης το μάτι μου ότι ξετρελάθηκαν οι Γάλλοι με τον Ρέτσο και την απόδοση του και ότι η εμφάνιση του Γιαννούλη υπήρξε τέτοια που το καλοκαίρι ομάδες θα πέσουν στα πόδια του, αφού λήγει το συμβόλαιο του με την Νόριτς. Συνιστώ σε όλους ψυχραιμία.
Δέκα φορές καλύτερος κανείς
Υπάρχει κάποιος τρόπος που να επιτρέπει ασφαλέστατο υπολογισμό της αξίας των Ελλήνων ποδοσφαιριστών; Δυστυχώς όχι. Στην περίπτωση των Ελλήνων παικτών κι όσα αναφέρει κατά καιρούς το Tranfertmarkt δεν γίνεται να τα πάρεις στα σοβαρά. Ο ορισμός της τιμής πώλησης ενός ποδοσφαιριστή εξαρτάται από ένα σωρό πράγματα. Αφήνω στην άκρη το σε ποιο πρωτάθλημα αγωνίζεται ο παίκτης και υπενθυμίζω το πιο απλό: η τιμή καθορίζεται πάντοτε από την ζήτηση. O Χάλαντ πήγε από την Μόλντε στην Σάλτσμπουργκ για 5 εκατ ευρώ και από την Σάλτσμπουργκ στην Μπορούσια Ντόρντμουντ για 45 εκατομμύρια μετά από δέκα μήνες! Μεγάλωσε δέκα φορές η τιμή του γιατί αγωνίστηκε στο αυστριακό πρωτάθλημα ένα χρόνο; Δεν νομίζω - δεν είναι δα πολύ λαμπερότερο από το δικό μας. Την τιμή του παίκτη την μεγάλωσε η αυστριακή ομάδα. Όλοι γνώριζαν ότι Σάλτσμπουργκ πουλάει και πουλάει ακριβά, αλλά κι ότι πουλάει καλούς παίκτες διότι έχει ένα πολύ καλό σκάουτινγκ που της επιτρέπει να ανακαλύπτει ταλαντούχους ποδοσφαιριστές σε πολύ μικρή ηλικία και στη συνέχεια να τους αναδεικνύει: είναι μια σπουδαία βιτρίνα παικτών. Αν ο Ιωαννίδης αγωνιζόταν στην Σάλτσμπουργκ η τιμή του θα ήταν πολύ συγκεκριμένη. Αγωνίζεται όμως στον Παναθηναϊκό κι αυτό δεν επιτρέπει ένα εύκολο προσδιορισμό της αξίας του. Την τιμή του, με απλά λόγια, αν ποτέ ο παίκτης βγει προς πώληση, θα την καθορίσει η ίδια η αγορά.
Πως μεγαλώνει η τιμή
Πως μεγαλώνει η τιμή ενός παίκτη; Πολλοί νομίζουν ότι αυτό συμβαίνει αυτόματα αν ο ποδοσφαιριστής διακριθεί στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις ή αν κερδίσει ένα τίτλο στην Ελλάδα ή αν ξεχωρίσει στο ελληνικό πρωτάθλημα. Εγώ λέω ότι όλα αυτά ισχύουν, αλλά είναι μάλλον δευτερεύοντα. Η τιμή ενός ποδοσφαιριστή ανεβαίνει όταν υπάρχουν γι’αυτόν ομάδες που ενδιαφέρονται να τον αποκτήσουν. Όσο πιο πολλές είναι οι ομάδες, τόσο πιο μεγάλη τιμή. Αυτός είναι ο ένας και βασικότερος κανόνας. Τον Μήτρογλου και τον Μανωλά κάποτε εμφανίστηκαν και τους ζήτησαν από τον Ολυμπιακό τέσσερις- πέντε ομάδες. Και η τιμή τους μεγάλωσε. Και υπάρχει κι ένας δεύτερος κανόνας: να ξέρεις να διαπραγματεύεσαι.
Η ικανότητα να διαπραγματευθείς όπως πρέπει μια πώληση έρχεται με το χρόνο. Σε κάθε περίπτωση βασίζεται σε κάτι απλό: το βασικό που χρειάζεται – και δεν είναι δεδομένο – είναι η ομάδα κι ο παίκτης να συνεργαστούν. Μια ελληνική ομάδα μπορεί να πουλήσει ένα ποδοσφαιριστή ακριβά, μόνο αν ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής την βοηθήσει. Τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν θα συζητήσει πρώτος αυτός με τον υποψήφιο αγοραστή το συμβόλαιό του, αλλά θα επιτρέψει στην ομάδα πρώτα αυτή να διαπραγματευτεί την τιμή πώλησης του. Αν το πράγμα γίνει ανάποδα, αν δηλαδή ένας ποδοσφαιριστής συμφωνήσει με το καινούργιο του αφεντικό και μετά αυτό μπει σε διαπραγματεύσεις με την ομάδα στην οποία ο παίκτης ανήκει, η δυνατότητα της ελληνικής ομάδας να επιβάλει τιμή στην διαπραγμάτευση είναι μικρή. Και γιατί καμιά ελληνική ομάδα δεν μπορεί να προσφέρει σε έναν ποδοσφαιριστή της ένα συμβόλαιο με ετήσιες αποδοχές της τάξης των 2,5 εκατομμυρίων ευρώ, ποσό που στα μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα δεν θεωρείται τεράστιο. Αλλά που για τους περισσότερους παίκτες που αγωνίζονται στην Ελλάδα είναι όνειρο. Τις πιο πολλές φορές μάλιστα, όταν μια μεταγραφή δεν γίνεται, είναι γιατί αυτός που πλησιάζεθι ένα παίκτη δεν καταφέρνει να του πάρει τα μυαλά: συνέβη στην καλοκαιρινή ιστορία του Λιβάι Γκαρσία. Οι Γάλλοι έδιναν 20 εκατ για να τον αποκτήσουν, αλλά στον ίδιο πρόσφεραν μόνο 1,3 εκατ ευρώ ετήσια αποζημίωση – με την εφορία θα τους στοίχιζε τα διπλά. Κι ο Γκαρσία ποτέ δεν πίεσε για να φύγει. Αλλά η περίπτωση είναι σπάνια: εννιά στις δέκα φορές όποιος θέλει ένα παίκτη που αγωνίζεται στην Ελλάδα μπορεί εύκολα να τον δελεάσει.
Οι πρώτοι που δεν το πιστεύουν
Ακούγεται συχνά η φράση «αυτός ο ποδοσφαιριστής θα φέρει προτάσεις της τάξης των 10 και επιπλέον εκατομμυρίων ευρώ» - βάλτε όποιο νούμερο θέλετε. Κανένας ποδοσφαιριστής δεν έχει φέρει καμιά πρόταση ποτέ. Προτάσεις για ποδοσφαιριστές έχουν φέρει πολλές, καλές ή κακές, οι ατζέντηδες των παικτών. Για να έχεις ως ομάδα την ελπίδα να σου φέρουν μια πρόταση πραγματικά μεγάλη, θα πρέπει να συνεργαστείς μαζί τους και να τους επιτρέψεις να πάρουν μια μεγάλη προμήθεια οι ίδιοι. Οι ελληνικές ομάδες δίνουν συνήθως σε αρκετούς ατζέντηδες το δικαίωμα να ψάξουν αγοραστές για τους παίκτες τους. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος. Αν ένα ποδοσφαιριστή τον προτείνουν στην ίδια ομάδα τρεις διαφορετικοί άνθρωποι η ομάδα θα αρχίσει να προβληματίζεται, όχι για την σοβαρότητα του ποδοσφαιριστή, αλλά για το ποιο είναι το πρόβλημά του και υπάρχουν τόσοι πολλοί που προσπαθούν να του βρουν συμβόλαιο.
Το λέω χρόνια η πώληση είναι τέχνη. Επειδή στην Ελλάδα λίγοι την ξέρουν λένε δεν πουλάμε κτλ. Και οι παίκτες συνήθως αυτά είναι οι πρώτοι που δεν τα πιστεύουν…