Μετά το τέλος του πασχαλινού διαλείμματος επιστρέψαμε στα δικά μας με τον Ολυμπιακό να ανακοινώνει ένα νέο προπονητή, τον Πορτογάλο Πέδρο Μαρτίνς. Είναι 48 χρονών, έχει ένα καλό βιογραφικό και μεγάλες φιλοδοξίες – μοιάζει με διάφορους άλλους προπονητές, που έχει φέρει ο Ολυμπιακός τα τελευταία χρόνια. Θα έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την ομάδα στις τελευταίες αγωνιστικές, να κάνει τις εκθέσεις του κι ας ελπίσουμε και την ομάδα που θέλει. Τύχη που δεν είχε ο προκάτοχός του Οσκαρ Γκαρσία, που στον Ολυμπιακό δεν δούλεψε ποτέ. Ηρθε, υπήρξε πρωταγωνιστής σε διάφορες περιπέτειες, αλλά δεν δούλεψε. Αν κάποιος θέλει να δώσει μια ευχή στον Μαρτίνς ας του ευχηθεί να δουλέψει για τον Ολυμπιακό. Το ότι θα υπογράψει ένα καλό συμβόλαιο δεν σημαίνει και πολλά.
Μόνος εναντίον σχεδόν όλων
Η ιστορία του Γκαρσία είναι η πλέον ενδεικτική για τη δυσκολία που έχει πλέον ένας προπονητής να δουλέψει, όπως θέλει, στον Ολυμπιακό. Θεωρητικά η ομάδα στον εκάστοτε προπονητή παρέχει τα πάντα: κανείς δεν επεμβαίνει στην δουλειά του, οι εγκαταστάσεις που δουλεύει είναι καλές, ο ίδιος έχει δικαίωμα να έχει όσους συνεργάτες θέλει, ο τεχνικός διευθυντής, αν υπάρχει, γνωρίζει ότι πρέπει να τον στηρίζει – αλλά ο προπονητής χρόνο στη διάθεσή του έχει μόνο αν κερδίζει. Αν η ομάδα δεν κερδίσει ένα, δυο αγώνες, όπως η ιστορία του Γκαρσία απέδειξε, αρχίζει ο έντονος προβληματισμός. Οι τεχνικοί διευθυντές, που είναι κάμποσοι και που δεν έχουν και αρκετά διακριτούς ρόλους, παίρνουν αποστάσεις από τον προπονητή, εξηγώντας τι λάθη μπορεί να έχει κάνει στα συγκεκριμένα ματς: δεν λένε «δεν κάνει», λένε για ποιο λόγο φταίει. Στη συζήτηση, που γίνεται πίσω από την πλάτη του προπονητή, παίρνουν μέρος τελικά και παίκτες – το είπε ο ίδιος ο Βαγγέλης Μαρινάκης στην τελευταία του εμφάνιση στο Ρέντη όταν κατσάδιασε την ομάδα, αλλά συμβαίνει χρόνια τώρα και συνέβαινε σίγουρα και πριν ο Μαρινάκης βρεθεί στον Ολυμπιακό. Οι παίκτες ρίχνουν όλη την ευθύνη των αποτελεσμάτων στους προπονητές – ειδικά αν αυτοί κάνουν και λίγο πιο βαριές προπονήσεις. Σύντομα ο προπονητής καταλήγει «μόνος εναντίον σχεδόν όλων» – τον υπερασπίζονται, αν το κάνουν, οι παράγοντες που μπορεί να ζουν την ομάδα καθημερινά, αλλά τα δικά τους καλά λόγια σπανίως αρκούν. Ένα ωραίο πρωί ο προπονητής φεύγει μόνος του, γιατί καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να αλλάξει το σε βάρος του κλίμα που έχει δημιουργηθεί ή τον διώχνει ο Μαρινάκης γιατί πείθεται ότι αυτή είναι η μόνη λύση.
Ο προπονητής πληρώνει συνήθως ότι δεν ήρθε μια νίκη που έμοιαζε σίγουρη, ένα αποκλεισμό, ένα χαμένο κρίσιμο ματς. Στον Γκαρσία έτυχαν και τα τρία – ήταν αδύνατο να αντέξει. Όμως προσοχή: κανένας προπονητής στον κόσμο δεν είναι ο ένας και μοναδικός υπαίτιος τέτοιου είδους αποτελεσμάτων. Ο προπονητής πρέπει να δουλεύει: οι νίκες και οι ήττες είναι σπανίως δικές του. Σε μια ιδανική κατάσταση θα μπορούσε την ημέρα του αγώνα να μην πηγαίνει καν στο γήπεδο. Μέχρι την δεκαετία του ΄70, όταν οι προπονητές δεν μπορούσαν να κάνουν και αλλαγές, ο ρόλος τους στο ματς ήταν αρκετά διακοσμητικός. Ο Μπράιν Κλάφ που κέρδισε δυο κύπελλα πρωταθλητριών έφευγε από τον πάγκο πριν τα παιγνίδια τελειώσουν. Ενας εξίσου καλός προπονητής, που δουλεύει όλη την εβδομάδα, αυτό θα μπορούσε να το κάνει και σήμερα. Το θέμα είναι να έχει δουλέψει – αν δεν το κάνει, το μόνο που μπορεί να παρακολουθεί κι αυτός κι όποιος άλλος ενδιαφέρεται, είναι η φθορά της ομάδας. Την ιστορία του εφετινού Ολυμπιακού π.χ με άλλα λόγια.
Μια νταντά ποδοσφαιριστών
Δεν μπορώ να είμαι ούτε αισιόδοξος, ούτε απαισιόδοξος για τον νεοφερμένο Μαρτίνς. Ημουν αισιόδοξος όταν ήρθε ο Γκαρσία για λόγους που σας έχω κατά καιρούς παρουσιάσει, αλλά δεν περίμενα πως δεν θα δούλευε, αφήνοντας νωρίς και γρήγορα την ομάδα στην φθορά της: δεν έχω τόση φαντασία. Η σχέση του Ολυμπιακού με τον Γκαρσία είναι φανερό ότι τελείωσε στο ματς του Ολυμπιακού με την ΑΕΚ στο πρωτάθλημα. Ο Ολυμπιακός είχε προηγηθεί με 1-0 μέχρι το 85΄και έχασε το ματς στις καθυστερήσεις. Η ήττα αποδόθηκε στον προπονητή, που ποτέ δεν δέχτηκε την κατηγορία: στο μυαλό του όλα εκείνη τη μέρα είχαν γίνει σωστά και ήταν ευθύνη των παικτών του να κρατήσουν τη νίκη. Οι παίκτες κατάλαβαν ότι μετά από αυτό το αποτέλεσμα ο προπονητής δεν είχε μέλλον. Ο Γκαρσία πείστηκε ότι μια ομάδα που δεν μπορεί να διαχειριστεί ένα τόσο σημαντικό ματς θέλει φτιάξιμο από την αρχή. Συγχρόνως κατανόησε ότι η τύχη του Βαλβέρδε, που τον προξένεψε και τον έπεισε να ρθει, ήταν οι νίκες του: χωρίς αυτές εδώ δεν γίνεται τίποτα – δύσκολα θα εκτιμηθεί η δυσκολία της δουλειά σου, η θεωρητική σου κατάρτιση, το όποιο ποδοσφαιρικό σχέδιό σου. Όταν ο Γκαρσία άκουσε τον μεγαλομέτοχο του Ολυμπιακού να κατσαδιάζει τους παίκτες, θυμίζοντάς τους ότι η εταιρία άκουσε τις γκρίνιες και τις παραινέσεις τους, τα μάζεψε κι έφυγε. Κατάλαβε επίσης αυτό που δεν είχα καταλάβει κι εγώ όταν ήρθε, ότι δηλαδή ο Ολυμπιακός δεν έψαχνε ένα προπονητή αλλά μια ακόμα «νταντά ποδοσφαιριστών», που θα πρόσεχε τα παιδιά, θα τα άκουγε, δεν θα τα πίεζε. Εγώ (και μάλλον και ο Γκαρσία) νόμιζα ότι ο Ολυμπιακός ήθελε ένα προπονητή να τον μάθει να παίζει το ποδόσφαιρο που έχει ξεχάσει να παίζει, ο Ολυμπιακός όμως ήθελε απλά κάποιον να κερδίζει – ένα σούπερ Λεμονή π.χ, που θα έκανε τα απολύτως απαραίτητα, αλλά θα φρόντιζε και να μην γκρινιάζουν οι παίκτες. Αν και από τον Μαρτίνς ζητάνε το ίδιο, ή αν ακόμα χειρότερα πιστεύουν πως βρήκαν κάποιον που θα κερδίζει νταντεύοντας τα παιδιά, τότε είναι θέμα χρόνου στην πρώτη στραβή ν’ αρχίσουν πάλι γκρίνιες και να φταίει ο προπονητής για όσα ευθύνη δική του δεν είναι.
Οι μόνοι που νοσταλγώ
Δεν ξέρω τι θα κάνει ο Μαρτίνς. Για να έχει μια τύχη πρέπει στον Ολυμπιακό ν’ αλλάξουν πολλά από τα τριγύρω. Να έχει ένα προϊστάμενο και όχι δυο τρεις, να διαλέξει τους παίκτες στους οποίους θα στηριχθεί, να επιβάλει στο Ρέντη την κουλτούρα της σκληρής δουλειάς, που λείπει από τον καιρό που έφυγε ο Μίτσελ. Εμένα μου αρέσουν οι προπονητές, που φτιάχνουν ομάδες που παίζουν κανονικό μοντέρνο ποδόσφαιρο, δηλαδή ποδόσφαιρο μεγάλης έντασης με παίκτες που στην προπόνηση λειώνουν για να μπορούν την Κυριακή να τρέχουν (κι όχι να περπατάνε), να πρεσάρουν (κι όχι να παρακολουθούν από απόσταση), να συνεργάζονται γιατί έτσι απαιτεί το πλάνο (κι όχι να κάνουν κόλπα για να δείξουν πόση μπάλα ξέρουν). Αν ήμουν πρόεδρος του Ολυμπιακού και το μπορούσα θα απαγόρευα σε όλους τους δημοσιογράφους να γράφουν ή να αναφέρουν το όνομα του προπονητή. Αυτό θα το επέτρεπα να γίνει μόνο αν ο κόσμος, ευχαριστημένος από αυτό που βλέπει, άρχιζε να ρωτάει σε ποιον το ωραίο αυτό ποδόσφαιρο οφείλεται: τότε θα έκανα παρουσίαση της δουλειάς του, θα εξηγούσα τους τρόπους του, θα φρόντιζα να πάρει όλο το χειροκρότημα. Όχι για τα αποτελέσματα, που δεν είναι ποτέ δικά του, αλλά για την δουλειά του, που δεν μπορεί να την κάνει ούτε ποδοσφαιριστής του, ούτε διοικητικός παράγοντας.
Ο Ολυμπιακός λοιπόν πήρε ένα προπονητή. Το πώς τον λένε δεν έχει σημασία. Το αν θα δουλέψει, θα το δούμε. Το με ποιους θα δουλέψει, για την ώρα, έχει μεγαλύτερη σημασία από τον ερχομό του. Το να χαίρεσαι γιατί ήρθε ένας προπονητής αποδείχτηκε πως δεν έχει σημασία. Επιτυχία για τον προπονητή είναι να παίρνει το χειροκρότημα για την δουλειά που έκανε, όταν φύγει για να πάει σε μια ομάδα, που εκτίμησε όσα στην Ελλάδα είδε από δαύτον. Λίγους τέτοιους θυμάμαι. Και είναι οι μόνοι που νοσταλγώ.