Στις 6 Ιουλίου του 2021, μετά από ένα μήνα από την έναρξη του Euro2020, επέστρεψε η Ιταλία που ο κόσμος έχει αγαπήσει. Το έκανε για να πάρει από την καλύτερή της στο ματς Ισπανία μια πρόκριση στα πέναλτι μετά από μια μάχη που κράτησε 120 λεπτά και ήταν σαν να έχει βγει από τις ωραίες σελίδες της παγκόσμιας ποδοσφαιρικής ιστορίας στην οποία πλέον ανήκει. Οι Ισπανοί έπαιξαν με τον τρόπο τους, στρίμωξαν τους Ιταλούς, ήταν περισσότερο απειλητικοί κι έχασαν πιο πολλές ευκαιρίες για γκολ: όλα αυτά συνέβησαν για όποιον αγαπάει το ποδόσφαιρο, το παρακολουθεί και το χαίρεται. Για τους Ιταλόφιλους και τους Ιταλούς, οι Ισπανοί ήταν απλά οι καλοί παρτενέρ σε ένα δράμα που οι ίδιοι σκηνοθέτησαν, οι ίδιοι έφεραν εις πέρας, και οι ίδιοι (και μόνοι τους) στο τέλος χάρηκαν.
Κι αλλοι το έκαναν
Η μεταμόρφωση και η μετεξέλιξη της Εθνικής Ιταλίας τον καιρό του Ρομπέρτο Μαντσίνι κάποτε θα αναλυθεί σοβαρά από τους ιστορικούς του ποδοσφαίρου κι όσους αγαπούν να καταγράφουν εξελίξεις και διαφορές. Οι Ιταλοί δεν είναι οι μόνοι που υποχρεώθηκαν να αλλάξουν πολύ την παραδοσιακή εικόνα τους. Το έχουν κάνει κι άλλοι και μάλιστα εξίσου ριζικά. Οι Βραζιλιάνοι το 1994 στις ΗΠΑ στο μουντιάλ έπαιξαν ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο και πήραν το τρόπαιο – βοήθησε πολύ και ο μακαρίτης ο Χαβελάνζ που έβαλε όλους τους υπόλοιπους να παίζουν στη ζέστη και στην υγρασία της Ανατολικής ακτής ενώ οι ίδιοι έπαιζαν στις δροσούλες του Λος Αντζελες. Η επικράτησή τους εκείνη σημάδεψε το ποδόσφαιρό τους για πάντα: έκτοτε ζουν ελπίζοντας να μάθουν να παίζουν όπως οι Ευρωπαίοι που τους έχουν πάρει τον αέρα.
Φυσικά τρομερή είναι μέσα στα χρόνια και η διαφοροποίηση των Αγγλων: πρώτα ο Σβεν Γκόραν Ερικσον και μετά σιγά σιγά όλοι οι ομοσπονδιακοί προπονητές άφησαν κατά μέρους το 4-4-2 και το kick end run και παρουσίασαν ομάδες με τακτική παιδεία. Σήμερα ο Σάουθγκέιτ έχει στα χέρια του ποδοσφαιριστές, που έχουν μάθει στις ομάδες τους την αξία της τακτικής, δουλεύοντας με τους καλύτερους Ευρωπαίους: η Αγγλία δεν έχει δεχτεί γκολ – όχι τυχαία. Αλλά είναι άλλο πράγμα να αρνηθείς τις επιθετικές σου διαθέσεις, να τραβήξεις χειρόφρενο και να μάθεις να παίζεις έχοντας στο μυαλό σου ένα πλάνο που πάντα έχει να κάνει με την άμυνα, κι άλλο να κάνεις αυτό που έκαναν οι Ιταλοί τον καιρό του Μαντσίνι. Η δική τους μεταμόρφωση είχε να κάνει με την απόλυτη άρνηση μιας λογικής και μιας νοοτροπίας που έφερε τίτλους και διακρίσεις. Και που βασιζόταν σε αυτό που λίγο πολύ μετά τους Ιταλούς προσπάθησαν να μάθουν όλοι οι υπόλοιποι. Δηλαδή την αξία της άμυνας.
Χωρίς αμυντικές πολυτέλειες
Το ακόμα περισσότερο παράδοξο σε αυτή την ιστορία είναι ότι οι Ιταλοί αποφάσισαν να αφήσουν κατά μέρους τις παραδώσεις και την ταυτότητα τους σε μια στιγμή που ξέμειναν από μεγάλους αμυντικούς! Το να έχεις τον Μπαρέζι, τον Μαλντίνι, τον Κοστακούρτα, και να δηλώνεις πως θες να παρουσιάσεις μια ομάδα που να παίζει επιθετικό ποδόσφαιρο (όπως δήλωνε αλλά δεν έκανε ο Αρίγκο Σάκι τον καιρό του…) το καταλαβαίνω: όλοι αυτοί (όπως και οι Νέστα και οι Καναβάρο) δίνανε τόση σιγουριά στα μετόπισθεν, που το να θες να φτιάξεις κάτι στην επίθεση ήταν υποχρέωση.
Όμως ο Μαντσίνι δεν είχε τέτοιες αμυντικές πολυτέλειες. Όταν ανέλαβε βρήκε μια ομάδα που είχε ένα αριστερό μπακ που δεν έπαιζε με το αριστερό πόδι, όπως ο Σπινατσόλα και βασιζόταν σε ένα δίδυμο κεντρικών αμυντικών, που ηλικιακά μπορούσαν να είναι μόνο παγκίτες: ο Κελίνι και ο Μπονούτσι (με τους τραυματισμούς τους και τα χρονάκια τους) βασικοί δεν παίζουν πια ούτε στη Γιούβε. Η λογική έλεγε πως αυτή την άμυνα θα πρεπε να την προστατεύσει, αλλά η χώρα μετά τον αποκλεισμό από το μουντιάλ απαιτούσε κάτι άλλο: να παρουσιάσει μια ομάδα που να παίζει ποδόσφαιρο.
Κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν το έκανε. Μάλιστα του πιστώνεται ότι το προσπάθησε και χωρίς να έχει στην επίθεση Πάολο Ρόσι, Αλτομπέλι, Μπρούνο Κόντι, Μπάτζιο, Ντελ Πιέρο, Βιέρι, Βιάλι ή έστω ένα Στέφανο Φιόρε, ένα Ιντζάγκι ή ένα Μασάρο. Η Ιταλία του είναι μια ομάδα τίμιων προθέσεων, καλών παιδιών και μεγάλων πεισματάρηδων – αρκεί να δεις τις καριέρες τους. Αλλά την Ιταλία που ο κόσμος αγάπησε τη θύμιζαν μόνο οι φανέλες κι όχι γιατί έλειπαν οι προσωπικότητες: αυτό που κυρίως έλειπε (ακόμα και στις νίκες) ήταν αυτή η διάθεση ότι «μπορεί να πάμε κόντρα σε όλα αρκεί να νικήσουμε» – το χαρακτηριστικό δηλαδή μιας ομάδας που δεν αναγνωρίζει ότι έχει απέναντί της καλύτερους αντιπάλους, αλλά βλέπει μόνο υποψήφια θύματα της πονηριάς των παικτών της, της ανθεκτικότητας τους και της πίστης τους. Με το Βέλγιο κάτι από τα παλιά φάνηκε, αλλά οι Βέλγοι ήθελαν κι αυτοί να γίνουν Ιταλοί (οι μεταλλάξεις σαρώνουν και στο ποδόσφαιρο…) και τους άφησαν τη μπάλα. Και μετά ήρθαν οι Ισπανοί.
Τι έλεγαν και τι έγραφαν
Είχε μεγάλη πλάκα να διαβάζεις τι έλεγαν και οι μεν και οι δε πριν το ματς. Οι ισπανικές εφημερίδες και οι Ισπανοί παλαίμαχοι (σοφά παιδιά όπως ο Φάμπεργκας π.χ) παρακαλούσαν σχεδόν τον Λουίς Ενρίκε να δείξει λίγη προσοχή στην άμυνα και τόνιζαν την υπεροπλοία των Ιταλών στη μεσαία γραμμή: τους λείπουν τόσο ο Τσάβι, ο Ινιέστα, ο Αλόνσο, ο Φάμπεργκας που βλέπουν παντού τέτοιους. Και οι Ιταλοί; Οι Ιταλοί περίμεναν το ματς σαν το μεγάλο πάρτι: ένα είδος ιστορικής ευκαιρίας για να δείξουν στους Σπανιόλους ότι οι πρεσβευτές του ωραίου ποδοσφαίρου είναι αυτοί. Και μετά το ματς άρχισε. Κι ο χρόνος σταμάτησε. Και είδαμε πάλι ένα Ιταλία – Ισπανία, όπως είναι πάντα αυτό το ματς. Με τους Ισπανούς να κρατάνε μπάλα, να κυριαρχούν συχνά, να πιέζουν έστω και κομμάτι ανορθόδοξα – παίζοντας δηλαδή χωρίς φορ για μια ώρα όπως τα εγχειρίδια του Πεπ Γκουαρντιόλα θέλουν. Και τους Ιταλούς να βρίσκουν ένα ιταλικό γκολ σε μια αντεπίθεση στην τρίτη κατεβασιά τους και κυρίως να παίζουν άμυνα με την ψυχή τους – όχι άψογα, γιατί παίκτες για να το κάνουν δεν έχουν, αλλά ιταλικά. Τόσο όσο χρειάστηκε για να πάνε το ματς στα πέναλτι. Που στο μυαλό τους ήταν βέβαιο πως θα τα έπιανε ο Τζιτζιόνε Ντοναρούμα όπως κάποτε ο Τόλντο ή ο Μπουφόν, που, αντίθετα από τον Ζένγκα και τον Παλιούκα, την τέχνη την ξέρουν.
Και ξαφνικά γύρισαν
Για ένα βράδυ το ποδόσφαιρο του Μαντσίνι έμεινε στα αποδυτήρια για να βγει στο γήπεδο κάτι από τους παλιούς καιρούς, τους καιρούς «που εμείς θα κερδίζουμε κι όλος ο κόσμος θα μας σιχαίνεται» - για να θυμηθώ τη μεγάλη φράση του Μπίλι Κοστακούρτα, όταν πήρε αγκαλιά τον γέρο Τσέζαρε Μαλντίνι στο Γουέμπλεϊ μετά από μια νίκη επί των Αγγλων με 0-1.
Ο Ντι Λορέντσο, γεννημένος εξτρέμ και αμυντικός για να βγάλει το μεροκάματο, αφού άφησε τα σημάδια από τις τάπες του στον Φεράν Τόρες άρπαξε τον Μορένο και δεν τον άφησε να αναπνεύσει. Ο Κελίνι έμοιαζε για ένα βράδυ κράμα Μπαρέζι – Καναβάρο: έκανε και πλάκα στον Ζόρντι Αλμπα στην επιλογή της εστίας για τα πέναλτι. Ο Κιέζα έβαλε ένα γκολ που πιο πολύ από αυτά που έβαζε ο μπαμπάς του θύμιζε τα γκολ του Βιάλι. Ο Τολόι μπήκε στο ματς για να δείρει τον Ολμο, μπας και σταματήσει. Ο Τζιτζιόνε νικήθηκε μόνο μια φορά, από τον ξεκούραστο Μοράτα, αλλά στα πέναλτι φάνηκε πόσο καλά τον γνωρίζει λόγω της κοινής τους παρουσίας στο καμπιονάτο. Κι ο Ζορζίνιο, στο τελευταίο και κρίσιμο πέναλτι, θέλησε να δείξει ότι με μαεστρία και φινέτσα πέναλτι νίκης μπορεί να χτυπήσει κι αυτός κι όχι μόνο ο Τότι, που το 2000 νίκησε κοτζάμ Φαν Ντε Ζααρ, εκτελώντας αλά Πανένκα.
Γραπωμένη από τη δύναμη να αποδείξει ότι η Ιταλία παραμένει Ιταλία, η Ιταλία φτάνει σε ένα τελικό θυμίζοντας ότι στο ποδόσφαιρο δεν κερδίζει πάντα ο καλύτερος – αν ήταν έτσι ο βασιλιάς των σπορ θα ήταν απίστευτα βαρετός και η μοναρχία του θα είχε ξεπέσει. Οι Ισπανοί φεύγουν με ψηλά το κεφάλι: το μέλλον τους ανήκει - χθες δεν κατάλαβαν τι έγινε τελικά. Δεν έγινε τίποτα το παράξενο: επέστρεψε η Ιταλία. Για να την αγαπάει όποιος την αγαπάει για ό,τι είναι και ό,τι πρεσβεύει.
«Εμεις είμαστε η Ιταλία», που λέει και η Γκαζέτα. Και πάλι καλά που ποιοι είσαστε δεν το ξεχάσατε, λέω εγώ. Που τους ξέρω και τους χάρηκα μόνο χθες. Όταν τους ξαναείδα. Αυτάρεσκους και αυτοκαταστροφικούς, διαβολάκους και πονηρούς. Μαχητές και νικητές. Ιταλούς, όπως πάντα και όσο ποτέ…