Στο βραζιλιάνικο Μουσείο του Ποδοσφαίρου στο Σάο Πάολο υπάρχει ένας ολόκληρος όροφος αφιερωμένος στον Πελέ και στα κατορθώματα του: οι Βραζιλιάνοι θεωρούν ως πιο μεγάλο από αυτά, όχι την κατάκτηση τριών Παγκοσμίων Κυπέλλων με τη Σελεσάο (κάτι που δεν έχει πετύχει κανείς…), αλλά την ανάδειξη της ασήμαντης, πριν τον ερχομό του Σάντος, σε παγκόσμια ποδοσφαιρική υπερδύναμη. Στην είσοδο του σχετικού ορόφου υπάρχει μια επιγραφή που λέει «μην πιστεύετε όσους λένε ότι το ποδόσφαιρο γεννήθηκε στην Αγγλία, το ποδόσφαιρο γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1940 στο χωριό Τρες Κορασόες του Σάο Πάολο. Ο προφήτης του λέγεται Αράντες ντο Νασιμέντο Εντισον, όπως ο μεγάλος εφευρέτης. Αλλά αυτός υπήρξε μεγαλύτερος».
Το 1990, όταν στην Ιταλία η συζήτηση για το ποιος είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία είχε ανάψει και όλοι έπαιρναν θέση στο δίλημμα «Πελέ η Μαραντόνα», ο μεγάλος Ομαρ Σίβορι, Αργεντινός, κάποτε υπερπαίκτης και σπουδαίος τηλεσχολιαστής με γλώσσα πραγματικό λεπίδι, είχε πει ότι «ο Μαραντόνα είναι ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, αλλά ο Πελέ είναι το ποδόσφαιρο και κάτι περισσότερο». Η ταύτιση του Πελέ με το ποδόσφαιρο είναι τελικά η ίδια η ιστορία του Πελέ, μια ιστορία μυθιστορηματική, πραγματικά απερίγραπτη και θεαματική όσο το ποδόσφαιρο στις ωραιότερες στιγμές του.
Μια ηγετική φυσιογνωμία
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξηγήσεις τι ήταν ο Πελέ σε όποιον δεν τον έχει δει. Στην προσπάθεια αυτό να γίνει κατανοητό χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς διηγήσεις συμπαικτών του και αντιπάλων – έχουν ακουστεί μοναδικά πράγματα. Ο Ιταλός Μάριο Μπούρνιτς για παράδειγμα έλεγε πως στον τελικό του μουντιάλ του 1970 ο Πελέ ήταν τόσο ηγετική φυσιογνωμία, ώστε στο γήπεδο, από την πλευρά των Βραζιλιάνων μιλούσε μόνο αυτός κι όλοι οι συμπαίκτες του ήταν απολύτως σιωπηλοί και είχαν ως αποστολή απλά να ακούνε τις οδηγίες του! Ενας από τους συμπαίκτες του, που ο ίδιος ο Πελέ αγάπησε πολύ, ο κάποτε συμπαίκτης του στην Εθνική Βραζιλίας και στη Σάντος τερματοφύλακας Ζιλμάρ ορκιζόταν ότι έχει δει τον Πελέ να ντριμπλάρει τρεις αντιπάλους περνώντας τη μπάλα ψηλοκρεμαστά πάνω από το κεφάλι τους πριν σκοράρει κάνοντας το ίδιο και στον αντίπαλο τερματοφύλακα – μιλάμε για πράγματα που δεν γίνονται. Ο δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας Νέλσον Ροντρίγκες, ο άνθρωπος που όταν αυτός ήταν μόλις 18 χρόνων τον βάφτισε «Βασιλιά – (O Rei)», ισχυρίζεται πως αυτό συνέβη όταν σε ένα ματς της Σάντος τον είδε να ντριπλάρει όλους τους αντίπαλους σε μια ατομική προσπάθεια την οποία δεν ολοκλήρωσε σκοράροντας, γιατί οι συμπαίκτες του, όταν αυτός «άδειασε» και τον τερματοφύλακα έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν εντυπωσιασμένοι από αυτό που είδαν. Σε μια άλλη ιστορία, στην Κολομβία, σε ένα ματς της Σάντος για το Λιμπερταδόρες οι οπαδοί μιας ομάδας από την Μπγκοτά, μπήκαν στο γήπεδο κι επιτέθηκαν στον διαιτητή γιατί τον απέβαλε, υποχρεώνοντάς τον να του ζητήσει συγνώμη και να επιστρέψει.
Παραγωγός ιστοριών και συγκινήσεων
Είναι αδύνατο να καταλάβεις τι είναι και τι δεν είναι αλήθεια διότι ο ποδοσφαιριστής Πελέ ήταν ένας απίστευτος παραγωγός ιστοριών: για την ακρίβεια έσπρωχνε όσους τον αγαπούσαν στο να αφηγηθούν φάσεις που εξηγούσαν την λατρεία τους και που κανείς, πέρα από τους παρόντες στο γήπεδο δεν είχε δει ποτέ. «Ο Πελέ υπήρξε ένας απόλυτος πρωταγωνιστής ενός ποδοσφαιρικού έπος που μπορεί να συγκριθεί με την Ιλιάδα ή την Οδύσσεια» λέει ο Εδουάρδο Γκαλεάνο που είναι φυσικά κι αυτός θαυμαστής του υπογραμμίζοντας έτσι ότι η φήμη του μεταδιδόταν για δεκαετίες από στόμα σε στόμα.
Όταν μπήκαμε στην εποχή της εικόνας η φήμη αυτή δυνάμωσε ακόμα πιο πολύ διότι ο κόσμος άρχισε να βλέπει πράγματα από τον Βασιλιά, που δικαιολογούσαν όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή άκουγε ή διάβαζε. Οι περιοδείες της Σάντος στην Ευρώπη ήταν συνήθως «ματς επίδειξης» των ικανοτήτων του Πελέ: όποιος τον έβλεπε, μπορούσε να πιστέψει τα πάντα. Η απόλυτη αποδοχή του, ένα είδος Θεοποίησης, ήρθε βέβαια στο μουντιάλ του 1970 – κι όχι μόνο γιατί το κέρδισε. Στο Μεξικό πήγε 30 χρονών: για την εποχή ήταν μεγάλος. Οι Βραζιλιάνοι ειδικοί έλεγαν πως οι καλές του μέρες έχουν περάσει. Το μουντιάλ αυτό είναι το πρώτο που μεταδόθηκε τηλεοπτικά σχεδόν στο σύνολο του και σε απευθείας μετάδοση: ο κόσμος δεν είδε απλά τις καλύτερες φάσεις στα «Επίκαιρα» που μεταδίδονταν στα σινεμά το 1958 και το 1962 – είδε τα πάντα. Και εκστασιάζεται γιατί διαπιστώνει πως ό,τι έχει ακουστεί είναι πραγματικό: ο Πελέ ξεχωρίζει σε μια ομάδα πραγματικών all star. Είναι ο καλύτερος γιατί είναι ιδιοφυής, προικισμένος, άπιαστος και κυρίως ικανός να ικανοποιήσει απόλυτα την παγκόσμια προσδοκία που τον συνοδεύει: όχι μόνο δεν προδίδει τις απαιτήσεις, αλλά κάνει τον πλανήτη να φαντασιώνεται όσα αυτός έχει κάνει προηγουμένως κι έχουν δει μόνο λίγοι τυχεροί.
Η εικόνα του 1970
Η τηλεοπτική εικόνα χρησιμοποιήθηκε μετά το μουντιάλ του ’70 πάρα πολύ προς υποστήριξη του μύθου του: προέκυψαν εντυπωσιακά βίντεο με τα ωραιότερα γκολ του ή τις πιο χαρακτηριστικές κινήσεις του. Υπάρχει ένα, πολύ καλοφτιαγμένο, που δείχνει πως πολλές από τις κινήσεις των μετέπειτα μεγάλων του σπορ, ο Πελέ τις έχει κάνει πρώτος. Ο Πελέ πρόλαβε να αγωνιστεί σε δυο εποχές – και σε αυτή που όλα γίνονται εντός γηπέδου αργά (οπότε τα περιθώρια του τεχνίτη να κάνει τη διαφορά είναι τεράστια) και σε αυτή που όλα αρχίζουν να γίνονται πιο γρήγορα (οπότε και τα αθλητικά του προσόντα τον βοηθούν καταλυτικά). Το παιγνίδι του Πελέ είναι ένα μεθυστικό κοκτέιλ τεχνικής, ταχύτητας, αντοχής και ιδιοφυίας – ο Αλταφίνι έλεγε ότι ήταν ένας χορευτής του μπαλέτου με δύναμη λιμενεργάτη, που θα μπορούσε να τρέχει σε αγώνες στίβου!
Ωστόσο ούτε οι διηγήσεις, ούτε οι εικόνες (θολές αρχικά κι έγχρωμές στη συνέχεια) δεν φτάνουν για να κάνουν κατανοητή την μεγαλοσύνη του. Όλα αυτά απλά υποστηρίζουν αυτό που τον καθιστά μοναδικό: το γεγονός ότι υπήρξε ο πρώτος παγκόσμιος σουπερ σταρ του ποδοσφαίρου – κι αυτό δεν θα του το στερήσει ποτέ κανείς.
Ο πρώτος παγκόσμιος σταρ
Σκεφτείτε το λίγο. Το 1958 που γίνεται θέμα συζήτησης γιατί κερδίζει 18 χρονών το παγκόσμιο κύπελλο της Σουηδίας (τότε έλεγαν ότι είναι 16 δυναμώνοντας το μύθο του…), το ποδόσφαιρο είναι ήδη ένα σπορ με δεκαετίες ιστορίας. Το πρώτο μουντιάλ έχει διοργανωθεί το 1930. Η κάθε ποδοσφαιρικά αναπτυγμένη χώρα έχει τα είδωλά της. Κι όμως δεν υπάρχει μέχρι τότε κανείς ποδοσφαιριστής που να είναι παγκόσμιο ίνδαλμα, εννοώ που να έχει καταφέρει να δημιουργήσει όχι την αίσθηση, αλλά την υποψία ή τη συζήτηση πως είναι ο καλύτερος του κόσμου. Ο Πελέ είναι ο πρώτος που το κάνει. Η φήμη του εξαπλώνεται σε μια στιγμή που δεν υπάρχει καν τηλεόραση. Η ετικέτα του καλύτερου στον κόσμο τον ακολουθεί για δεκαετίες. Στο μουντιάλ του 1962 παίζει λίγο αλλά αντιμετωπίζεται πάντα ως κορυφαίος – αυτο δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση ούτε κι όταν ουσιαστικά απουσιάζει από το μουντιάλ του 1966 ως τραυματιας.Κουβαλαει την ετικέτα του O Rei μια ετικέτα που αντέχει ακόμα και σήμερα – ο Βασιλιάς υπήρξε ένας απόλυτος μονάρχης που κατέκτησε συνειδήσεις, δημιούργησε πίστη, έγινε πρεσβευτής της ομορφιάς του ποδοσφαίρου: για τρεις μέρες στο Σάο Πάολο θα γίνει λαϊκό προσκύνημα. Και θα τον κλάψουν εκατομμύρια άνθρωποι που δεν τον έχουν δει να αγωνίζεται. Γιατί απλά υπήρξε. Κι έκανε όλο τον κόσμο να ζηλεύει τη Βραζιλία που τον είχε στις τάξεις της.
Χάρηκε και τον χάρηκαν
Γεννήθηκε στις Τρεις Καρδιές του Σάο Πάολο. Ολη η οικογένειά του αποτελούταν από άρρωστους με τη μπάλα. Το 1950 όταν είδε τον μπαμπά του και τον θείο του να κλαίνε ακούγοντας στο ραδιόφωνο το «Μαρακανάτσο» (την ήττα της Σελεσάο από την Ουρουγουάη του Σκιαφίνο μπροστά σε 200 χιλιάδες ανθρώπους) τους είπε ότι θα κερδίσει το μουντιάλ για χάρη τους: κέρδισε τρία. Στη Βραζιλία λένε πως βοήθησε τη χώρα να ξεπεράσει το «σύνδρομο του σκύλου»: οι πολλές αποτυχίες στα μουντιάλ έκαναν τους Βραζιλιάνους να πιστεύουν πως η Εθνική τους (και η χώρα τους) είναι ένα καλό σκυλάκι που όλοι θέλουν να παίζουν μαζί του γιατί δεν το φοβούνται. Πέτυχε χίλια γκολ με τη Σάντος (οι στατιστικές λένε λιγότερα, αλλά ποιος νοιάζεται…) και δεν ήρθε στην Ευρώπη παρόλο που η Ιντερ απέσπασε την υπογραφή του και ομάδες όπως η Ρεάλ Μαδρίτης, η Μπαρτσελόνα, η Γιουβέντους, η Μίλαν ακόμα και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του πρόσφεραν εκατομμύρια. Δεν ήταν απλό να φύγει: το 1958 όταν η Ιντερ ανακοίνωσε την απόκτηση του, οπαδοί της Σάντος έδειραν τον πρόεδρο και έκαψαν τα γραφεία του συλλόγου. Το 1961, η κυβέρνηση του προέδρου Ζάνιου Κουάντρους τον ανέδειξε σε «Εθνικό Θησαυρό» απαγορεύοντας οποιαδήποτε πιθανή μεταγραφή του στην Ευρώπη.
Όταν έφυγε από τη Βραζιλία πήγε στον Κόσμος της Νέας Υόρκης που διαλύθηκε μετά τη φυγή του, γιατί δεν είχε λόγο ύπαρξης. Εκανε τη «Μεγάλη Απόδραση των 11» παγκόσμιο σουξέ στα σινεμά, έγινε Υπουργός των Σπορ, είπε το 1970 ότι το Κύπελλο που κέρδισε στο Μεξικό ανήκει στα παιδιά που πεινάνε, όπως πεινούσε αυτός όταν γυάλιζε παπούτσια στο Σάο Πάολο. Ηταν βαθιά θρησκευόμενος: το προσωνύμιο Πελέ δεν του άρεσε γιατί σήμαινε «δέρμα», το αποδέχτηκε όταν ένας πάστορας τον έπεισε ότι η λέξη αυτή υπάρχει στη Βίβλο και στα εβραϊκά σημαίνει «Θαύμα». Δεν ήταν διανοητής, δεν έλεγε ψαγμένες ατάκες, γελούσε καλόβολα, υπήρξε πηγή έμπνευσης. Χάρηκε τη ζωή του και βοήθησε εκατομμύρια ανθρώπους να χαρούν και στη δική τους, απλά γιατί τον είδαν να τρέχει με μια μπάλα στα πόδια. Γιατί όπως έχει πει ο Σίβορι ο Πελέ ήταν το ποδόσφαιρο. Και κάτι παραπάνω.