Φυσικά θα ήταν αδύνατον στην Ελλάδα να αποφύγουμε τις υπερβολές μετά την δεύτερη στη σειρά νίκη της Εθνικής μας για το UEFA Nations League και μάλιστα εκτός έδρας. Τις δικαιολογεί (έστω και μόνο έν μέρει) ότι δυο εκτός έδρας νίκες στη σειρά είχε να κάνει η Εθνική μας οκτώ ολόκληρα χρόνια. Από τον καιρό δηλαδή που είχε ομοσπονδιακό προπονητή τον Φερνάντο Σάντος. Στον οποίο ο νέος ομοσπονδιακός σε μερικά πράγματα μοιάζει.
Ο Γουστάβο Πογιέτ, όπως ακριβώς και ο Φερνάντο Σάντος, είναι ένας ξένος προπονητής με γνώση, όμως, της ελληνικής πραγματικότητας - πράγμα που δεν είχε ο Ρεχάγκελ πχ. Η γνώση της ελληνικής πραγματικότητας βοηθά τον Πογιέτ να διαφέρει από προκατόχους του όπως ο Κλάουντιο Ρανιέρι ή ο Μίκαελ Σκίμπε ή και ο Τζόνι Φαν’ τ Σκιπ. Ο κόουτς ξέρει σε ποια χώρα βρίσκεται του και κατα συνέπεια έχει καταλάβει δυο πράγματα γρήγορα: το πρώτο ότι στην Ελλάδα αν κερδίζεις, συνήθως δεν έχεις την παραμικρή σκοτούρα και το δεύτερο ότι το πιο σημαντικό, αν θες να κάνεις τη δουλειά του προπονητή με επιτυχία στην Ελλάδα, είναι να προσαρμόζεις τα θέλω σου σε αυτά των παικτών και να μην τους βάζεις δύσκολα.
Δυο όμοια ματς
Τα πρώτα δυο ματς της Εθνικής με τον Πογιέτ στον πάγκο της υπήρξαν όμοια: και στα δυο σκόραρε ο Τάσος Μπακασέτας (στον οποίο ο πρωταθλητισμός με την Τραμπζονσπόρ στην Τουρκία έκανε καλό γιατί «έστρωσε» χαρακτήρα) και στα δυο ο σκοπός ήταν η νίκη δια μέσου μιας καλής συνολικής αμυντικής προσπάθειας (και τίποτα πιο πολύ), και στα δυο το γκολ μπήκε στην πρώτη σοβαρή επιθετική προσπάθεια και περίπου στο ίδιο λεπτό – με την Βόρεια Ιρλανδία ο Μπακασέτας σκόραρε στο 38΄ενώ με το Κόσοβο σκόραρε στο 36΄. Άλλαξε μόνο ο πασέρ: στο Μπέλφαστ ήταν ο Λημνιός ενώ στην Πρίστινα ήταν ο Μάνταλος, που έκανε μάλιστα και ωραία προσπάθεια πριν βρει τον σκόρερ. Ωστόσο η πιο μεγάλη ομοιότητα των παιγνιδιών ήταν ότι έχουμε να κάνουμε με ματς στα οποία το τελικό νικηφόρο αποτέλεσμα θα μπορούσε να ήταν 1-0 και μόνο – αυτό κυρίως θυμίζει τον καιρό του Σάντος. Υπάρχει ξανά η απλοϊκή προσέγγιση του παιγνιδιού: αυτό δηλαδή που αγαπάνε οι Ελληνες παίκτες.
Τα θέλω των παικτών
Βλέποντας αυτά τα ματς καταλαβαίνεις τα θέλω τους. Οι Ελληνες παίκτες θέλουν να κερδίζουν χωρίς η ομάδα που αγωνίζονται να πάρει κάποιο ιδιαίτερο ρίσκο αλλά και χωρίς να γίνει κάποιο ιδιαίτερο ξόδεμα ενέργειας. Πιστεύουν πως είναι πιο εύκολο να φτάσεις στη νίκη ακυρώνοντας τον αντίπαλο κι όχι απαραίτητα δημιουργώντας. Και θέλουν όλα αυτά ο προπονητής να τα ευλογεί χωρίς να γκρινιάζει για την απόδοση τους και χωρίς να έχει καμία επιπλέον απαίτηση: η δουλειά του είναι απλά να προστατεύει αυτό το 1-0 όσο μπορεί. Κάνοντας πχ τις αλλαγές που πρέπει για να μην αλλάξει το σκορ του αγώνα.
Και στο Μπέλφαστ και στο Κόσσοβο αυτό έκανε ο Πογιέτ: έδειξε να καταλαβαίνει τα γούστα των παικτών του που είναι άλλωστε και δικά του. Αυτή είναι μια ακόμα ομοιότητα με τον Σάντος και μια τεράστια διαφορά από τον προκάτοχό του πχ. Η Εθνική μας είχε κάνει στα προκριματικά του Παγκοσμίου κυπέλλου το ίδιο ακριβώς ματς στην Πριστίνα, με προπονητή όμως τον Φαν τ Σκιπ. Ενώ όλα ήταν ίδια στο τέλος όλα ήταν διαφορετικά.
Την προηγούμενη φορά η Εθνική μας είχε ανοίξει το σκορ κόντρα στους Κοσσοβάρους πάλι στην πρώτη της οργανωμένη προσπάθεια: ο σκόρερ ήταν τότε ο Δουβίκας. Και τότε μετά από κάποιες δειλές προσπάθειες να βρει ένα γκολ στην αντεπίθεση στο δεύτερο ημίχρονο η Εθνική μας περιορίστηκε στο να προστατεύσει το υπέρ της 0-1. Αλλά ο Φαν τ’ Σκιπ μολονότι αυτό το καταλάβαινε (του πήρε λίγο καιρό βέβαια) και το είχε αποδεχτεί (γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς) ήταν αδύνατον εξαιτίας της ολλανδικής νοοτροπίας του να το ευλογήσει: με απλά λόγια κοουτσάριζε ανόρεχτα. Η Εθνική μας τότε είχε δεχτεί ένα γκολ στις καθυστερήσεις και είχε χάσει τη νίκη και μαζί (επί της ουσίας, αν όχι και μαθηματικά) τις πιθανότητες πρόκρισης στα τελικά του μουντιάλ του Κατάρ. Τώρα η Εθνική μας κέρδισε και γιατί ο προπονητής της δεν είχε την παραμικρή απαίτηση για λίγο επιθετικό ποδόσφαιρο ακόμα κι όταν η ομάδα του βρέθηκε με δυο παίκτες παραπάνω!
Γενικά βλέπω συχνά τελευταία το εξής: οι ομάδες που έχουν προπονητές που συμβιβάζονται και παίζουν για το αποτέλεσμα, αδιαφορώντας για το θέαμα, ακόμα κι αν φτάνουν στο ποθητό αποτέλεσμα δημιουργούν την εντύπωση ότι παίζουν χειρότερα από όσες παίζουν αποκλειστικά και πάντα για το αποτέλεσμα! Ακόμα κι αν αυτό είναι ίδιο η εικόνα και η αύρα είναι διαφορετική.
Το εθιμοτυπικό φινάλε
Ο Φαν τ’ Σκιπ κουνούσε με δυσφορία το κεφάλι όταν άκουγε τους παίκτες του να λένε «δεν κάναμε το καλύτερό μας παιγνίδι, αλλά σημασία έχει το αποτέλεσμα». Η φράση αυτή είναι ο επίλογος κάθε ανάλογης νίκης με 1-0 – το λέει συνήθως ο σκόρερ και πάντα πρέπει να συμφωνήσει μαζί του ο δημοσιογράφος που του παίρνει τις δηλώσεις στο τέλος, χωρίς ποτέ βέβαια να τον ρωτήσει «γιατί δεν κάνατε ένα καλό ματς» ή «πόσα χρόνια πρέπει να περιμένουμε ένα καλό ματς». Ολο αυτό το εθιμοτυπικό φινάλε έκανε συνήθως τον Φαν τ’ Σκιπ να δυσφορεί ενώ αντιθέτως ο Σάντος πχ το χειροκροτούσε. Ο Πογιέτ, ακόμα περισσότερο, μου δίνει την εντύπωση πως θα μπορούσε να βάλει όλους τους παίκτες του να το λένε ταυτόχρονα: σαν χορός αρχαίας κωμωδίας ή αρχαία τραγωδίας – διαλέγετε και παίρνετε. Μαζί θα το έλεγε κι αυτός. Αν δεν έκανε την καριέρα που ήθελε στην Αγγλία ή στην Ισπανία κι αν αντιμετώπιζε γκρίνιες ακόμα και στη Λατινική Αμερική αυτές είχαν να κάνουν με το (μη) παιγνίδι των ομάδων του. Που για μας όμως είναι ιδανικό.
Η αγάπη για τη Βουλιαγμένη
Κάπου διάβασα ότι η γρήγορη προσαρμογή του Πογιέτ έχει να κάνει και με το ότι είναι ενθουσιασμένος για το γεγονός ότι βρήκε δουλειά μετά από μήνες και μάλιστα στην Ελλάδα που αγαπάει και πολύ. Είναι σωστό, αλλά μόνο εν μέρει. Η δική μου εντύπωση είναι ότι η ευτυχία του Πογιέτ οφείλεται στο ότι βρήκε δουλειά σε μια ομάδα στην οποία νίκες με 1-0 κόντρα σε αντιπάλους περίπου ανύπαρκτους θεωρούνται τεράστιες (και γιατί από την Εθνική μας λείπουν χρόνια τώρα). Ο Πογιέτ σίγουρα ήταν στρεσαρισμένος από τις απαιτήσεις που είχε να αντιμετωπίσει στις τελευταίες δουλειές του: δεν νομίζω ότι κάπου αλλού θα υπήρχαν ποδοσφαιρόφιλοι (;) με διάθεση να χειροκροτήσουν τέτοιες εμφανίσεις – εδώ μπορεί να ευτυχίσει και να αγαπηθεί. Τώρα όσο για το ότι ο ίδιος αγαπάει την Ελλάδα επιτρέψτε μου μια παρατήρηση: αν αυτό ήταν εφόδιο για να πετύχει κανείς ο Φαν τ΄ Σκιπ θα είχε κερδίσει με την Εθνική μας το Παγκόσμιο Κύπελλο. Λίγοι έχουν αγαπήσει την Γλυφάδα και κυρίως τις πλαζ της Βουλιαγμένης πιο πολύ από τον προηγούμενο ομοσπονδιακό μας τεχνικό που άρχιζε τα μπάνια από τον Απρίλιο και τα τελείωνε τον Νοέμβρη. Στην Ελλάδα ο άνθρωπος θα έρχεται συνέχεια και εδώ ψάχνει ομάδα μήνες τώρα – νομίζω είχε πιστέψει πως θα πάει στην ΑΕΚ. Ισως να το πιστεύει κι ακόμα: η παραμονή του εδώ είναι όνειρο. Και μην με ξυπνάτε τώρα, που λέει και μια ψυχή.
Είναι κρίμα που η διαφαινόμενη πρωτιά στον όμιλο του UEFA Nations League δεν φέρνει και κάτι ουσιαστικό: επειδή η Εθνική μας έχει πέσει στο τρίτο γκρουπ είναι αδύνατο να πάρει εισιτήριο για μπαράζ για το Euro του 2024 δια μέσου αυτής της διοργάνωσης. Απλά κερδίζοντας τον όμιλο θα ανεβεί κατηγορία. Το αν θα αποκτήσει καλή ψυχολογία ή μεγάλη έπαρση ενόψει τον προκριματικών του Euro δεν το ξέρω. Αυτό ωστόσο είναι το βασικό για να δούμε αν ο Πογιέτ θα αποδειχτεί Σάντος: με τον Πορτογάλο η Εθνική μας κέρδιζε πάντα 1-0 (το πολύ κι ανεξάρτητα από το ποιος ήταν ο αντίπαλος…) αλλά όλοι ήταν ταπεινοί και κανείς δεν καβαλούσε καλάμι. Ενώ όταν ο Πορτογάλος έφυγε, η Εθνική μας πάλι προσπαθούσε να κερδίσει κάθε ματς με 1-0 με τη διαφορά ότι από τα καλάμια δεν κατέβαινε κανείς: έφτανε μια νίκη με την Εσθονία ή το Λουξεμβούργο για να γίνουν οι πιο πολλοί πιλότοι καλαμιού επιπέδου Τοp Gun. Και να δυαλυθεί ότι με κόπο χτίζανε...