Είδαμε πλέον όλες τις ομάδες της Σουπερλίγκ και δύο φορές. Όλες έχουν διαφορετικά προβλήματα. Είναι εντυπωσιακό ότι και οι τέσσερις που δηλώνουν πως διεκδικούν το πρωτάθλημα μας έχουν δείξει όλες πολλές αδυναμίες. Το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η ανετοιμότητά τους. Υπάρχει για διαφορετικούς λόγους. Αλλά ένας κοινός είναι ότι κανείς από τους τέσσερις δεν μοιάζει να έχει στοχεύσει την πιθανότητα να ξεκινήσει πατώντας το γκάζι τρομάζοντας τον ανταγωνισμό. Πριν δυο χρόνια ο ΠΑΟ έκανε12 νίκες και μια ισοπαλία σε 13 ματς. Πέρυσι ο Ολυμπιακός πέτυχε τέσσερις φορές 4 γκολ στα έξι πρώτα παιγνίδια του. Μου μοιάζει απίθανο φέτος να τα δούμε αυτά. Και γιατί οι ομάδες αυτές παρά τα καλά ξεκινήματα δεν κέρδισαν το πρωτάθλημα.
Δεν είναι παράξενο οι ομάδες που θέλουν να διεκδικήσουν το πρωτάθλημα να είναι τέτοια εποχή ανέτοιμες. Το βλέπουμε όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στα ξένα πρωταθλήματα. Ακόμα και η Ρεάλ Μαδρίτης στα πρώτα παιχνίδια της στην Ισπανία ζορίστηκε, όπως και η πρωταθλήτρια στην Ιταλία Ίντερ και η Μπάγερν Μονάχου που θέλει να επιστρέψει στην κορυφή του γερμανικού πρωταθλήματος κι άλλες πολλές. Φέτος είναι μάλλον εξαιρέσεις η Γιουβέντους, που άρχισε κερδίζοντας εντυπωσιακά στο πρωτάθλημα με μια νέα ομάδα, η Παρί που τρέχει και χωρίς τον ΕμΠαπέ και η πάντα σταθερή Μάντσεστερ Σίτυ. Αλλά ας αφήσουμε αυτές που «σκοτώνονται» μακριά στα ξένα και ας δούμε τις δικές μας και το γιατί αγκομαχούν.
Οι δυο επιπλέον λόγοι
Ο ΠΑΟΚ, η ΑΕΚ, ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός δεν γοητεύουν στο ξεκίνημά τους. Η ερώτηση είναι γιατί. Σε κάποιες περιπτώσεις η απάντηση έχει να κάνει με τον μεταγραφικό σχεδιασμό. Ο Ολυμπιακός δεν είχε προκριματικά ευρωπαϊκών διοργανώσεων να δώσει και δεν βιάστηκε. Ο ΠΑΟΚ ήθελε να δει σε ποια ευρωπαϊκή διοργάνωση θα πάρει μέρος και αντιμετώπισε επί της ουσίας τα ευρωπαϊκά προκριματικά με την περσινή ομάδα από την οποία μάλιστα έλειπε ο Μεϊτέ: τώρα τρέχει να ενισχυθεί. Ο Παναθηναϊκός προσπαθεί εν μέσω ευρωπαϊκών προκριματικών (και έχοντας μάλιστα δύσκολους αντιπάλους) να φτιάξει μια καινούργια ομάδα. Η ΑΕΚ έκανε γρήγορα τις μεταγραφές της, αλλά κουβαλάει το μετατραυματικό σοκ της περσινής απώλειας του πρωταθλήματος. Όλα αυτά εξηγούν εν μέρει γιατί οι ομάδες αυτές δεν είναι έτοιμες: ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟ αλλάζουν πρωταγωνιστές, ο ΠΑΟΚ και η ΑΕΚ ψάχνουν τις περσινές τους αρετές. Αλλά υπάρχουν και δυο λόγοι ακόμα. Ο πρώτος είναι ότι όλοι φαίνεται να πιστεύουν ότι το ελληνικό πρωτάθλημα πλέον κρίνεται στο τέλος, καθώς έτσι έχει συμβεί τα δύο τελευταία χρόνια. Κι ο δεύτερος λόγος είναι ότι ο ένας κοιτάζει τον άλλον.
Το εθνικό μας σπορ
Είναι αλήθεια ότι πέρσι και πρόπερσι το πρωτάθλημα κρίθηκε στα πλέι οφ και μάλιστα στις τελευταίες αγωνιστικές τους. Πρόπερσι το έχασε ο Παναθηναϊκός μετά την ήττα από τον Ολυμπιακό στο Καραϊσκάκη και πέρσι το έχασε η ΑΕΚ κάνοντας μόλις ένα βαθμό σε δύο ματς με τον ΠΑΟΚ κι ενώ στην Τούμπα προηγούταν με 1-2 και στην Opap Arena με 2-0. Είναι λογικό να έχει δημιουργηθεί η αντίληψη ότι στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό. Aλλά προσοχή γιατί κάτι έχει αλλάξει φέτος. Φέτος στα πλέι οφ για την κατάκτηση του πρωταθλήματος θα πάρουν μέρος τέσσερις και όχι έξι ομάδες. Οι βαθμοί που μπορεί να κάνει μια ομάδα κερδίζοντας όλα τα παιχνίδια φέτος είναι μόλις 18 γιατί τα ματς είναι όλα κιόλα 6, ενώ πέρσι οι βαθμοί ήταν 30 γιατί τα ματς ήταν 10. Αυτό από μόνο του σημαίνει ότι η κανονική περίοδος έχει φέτος αναβαθμιστεί: όποιος μπει στα πλέι οφ με ένα προβάδισμα 6-7 βαθμών είναι πολύ πιθανό να χρειάζεται δυο νίκες για να βγει πρωταθλητής, αν δεν ηττηθεί από αυτόν που τον κυνηγάει στη βαθμολογία. Επομένως η κανονική περίοδος είναι πιο σημαντική από πέρυσι: μπορεί πραγματικά να σου δώσει αβαντάζ κατάκτησης τίτλου.
Για να ξεφύγεις στην κανονική διάρκεια του πρωταθλήματος χρειάζεται να αναπτύξεις δυναμική και δυναμική αποκτάς όταν πείθεις τους μικρότερους ότι τα παιχνίδια μαζί σου είναι κατά βάση χαμένα παιχνίδια. Έτσι όπως εμφανίστηκαν ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός, η ΑΕΚ και ο ΠΑΟΚ η εντύπωση που έχουν δημιουργήσει μετά από δύο αγωνιστικές στους υπόλοιπους είναι όταν είσαι απλά σοβαρός στην άμυνα μπορείς να τους κάνει ζημιά. Η σοβαρότητα στην άμυνα είναι παραδοσιακά το σήμα κατατεθέν των περισσότερων ομάδων που παίρνουν μέρος στο ελληνικό πρωτάθλημα. Όλες παίζουν έχοντας ως στόχο, εκτός από το να κάνουν αποτέλεσμα, και το να χάσουν δύσκολα. Διότι όταν χάσεις δύσκολα μπορείς άνετα να τα ρίξεις την διαιτησία. Πράγμα που αποτελεί και το εθνικό μας σπορ.
«Σιγά τι έχουν οι άλλοι…»
Το ακόμα χειρότερο είναι ότι ο ένας κοιτάει τον άλλον. Δεν ακούς τίποτα άλλο παρά μόνο την φράση (που δεν σημαίνει τίποτα) «και σιγά δηλαδή τι έχουν οι άλλοι». Στην πραγματικότητα πρόκειται για παρηγοριά. Βλέπεις ότι ομάδα σου δεν ικανοποιεί και προσπαθείς από κάπου να κρατηθείς οπότε σ’ αυτή την περίπτωση το να πείσεις τον εαυτό σου ότι οι αντίπαλοι της είναι η χειρότεροι είναι μία λύση. Αλλά είναι μια λύση που δημιουργεί μόνο ένα δεδομένο: την βεβαιότητα ότι, αν αυτή είναι και η λογική των διοικούντων της ομάδας, η ομάδα σου θα γίνει χειρότερη. Είναι δεδομένο ότι θα καταλήξεις να παρακαλάς οι άλλοι να γίνουν ακόμα χειρότεροι - πιθανότητα γιατί δεν πιστεύεις ότι η ομάδα σου μπορεί να βελτιωθεί. Αλλά ακόμα κι αν κάποιος γίνει χειρότερος, είναι αδύνατον να γίνουν όλοι χειρότεροι.
Πως υιοθετήθηκε αυτή η λογική; Εχει να κάνει με κάτι πολύ απλό: με την περίφημη «ανταγωνιστικότητα του ελληνικού πρωταθλήματος» για την οποία τόσος μεγάλος λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια. Όπως βλέπω εγώ το πράγμα από τη στιγμή που το πρωτάθλημα μας θεωρείται ανταγωνιστικό γιατί το διεκδικούν κάθε χρόνο τέσσερις ομάδες γεμάτες αδυναμίες το μόνο βέβαιο είναι ότι αυτές οι ομάδες θα γίνουν χειρότερες. Διότι η μία κοιτάζει τις αδυναμίες της άλλης και επειδή αυτές είναι υπαρκτές νομίζει ότι αρκούν για να προκαλέσουν την αυτοκαταστροφή της. Ετσι όλες επενδύουν στην γκρίνια των άλλων, εύχονται ο αντίπαλος να πνιγεί στην εσωστρέφεια και δεν κοιτάζουν τι χρειάζονται. Βράζουν – κατά κάποιο τρόπο – στο ζουμί τους.
Πότε γίνονται καλύτεροι
Ξέρετε πότε οι ομάδες γίνονται καλύτερες ειδικά στην Ελλάδα; Όταν η ομάδα που κερδίζει το πρωτάθλημα είναι πραγματικά δυνατή, τόσο μάλιστα δυνατή ώστε να επιβάλει σε όλους τους υπόλοιπους να βελτιωθούν σημαντικά για να την ξεπεράσουν. Βελτίωση στην προκειμένη περίπτωση δεν σημαίνει μόνο ακριβότερες και πιο στοχευμένες μεταγραφές, αλλά και καλύτερη εταιρική οργάνωση, δημιουργία μεγαλύτερων εσόδων και φυσικά επένδυση στην σοβαρότητα. Αν κάποιος πέρυσι κατακτούσε το πρωτάθλημα με 10 βαθμούς διαφορά, οι ανταγωνιστές του θα προβληματίζονταν για το τι έκαναν λάθος και θα έψαχναν τρόπους το καλοκαίρι να γίνουν καλύτεροι. Όμως το πρωτάθλημα πέρσι το κέρδισε ο ΠΑΟΚ γράφοντας εκείνο το καταπληκτικό σερί με τέσσερις νίκες στα ντέρμπι στο φινάλε, και μπράβο του ΠΑΟΚ. Αλλά έχω την εντύπωση ότι όλοι ονειρεύονται πια να κάνουν κάτι ανάλογο: να κερδίσουν δηλαδή αυτά τα παιχνίδια τη στιγμή που πρέπει. Δύναμαι να τους διαβεβαιώσω ότι παίζοντας όπως παίζουν αυτές τις πρώτες αγωνιστικές δεν πρόκειται να το κάνουν. Και το ότι δεν θα το κάνει κανείς φέτος, δεν σημαίνει ότι θα βγουν όλοι πρωταθλητές…