Η Ριζούπολη σχεδόν γέμισε χθες από κόσμο που ήθελε να τιμήσει τα παιδιά και τον προπονητή που πριν από δεκαπέντε χρόνια κατέκτησαν το Euro του 2004, την ίδια στιγμή που η επέτειος έγινε αφορμή για να γράψουν πολλοί δημοσιογράφοι ότι ως χώρα δεν εκμεταλλευτήκαμε όσο θα πρεπε εκείνη την επιτυχία. Η συνηθισμένη δημοσιογραφική μίρλα δεν απέτρεψε τον κόσμο από το να δείξει για ένα βράδυ την αγάπη του στα παιδιά του Οτο Ρεχάγκελ. Παρότι και μένα κάθε τέτοια επέτειος με γεμίζει αμηχανία, εν τούτοις δεν μπορώ να κρύψω ότι χαίρομαι για αυτές τις εκδηλώσεις αγάπης που προκύπτουν αυθόρμητα. Θυμίζουν κάτι που σε αυτή τη χώρα δεν ξέρουμε καλά, δηλαδή την ίδια τη δύναμη του ποδοσφαίρου που γεννά καταπληκτικές ιστορίες.
Από σαράντα κύματα
Όταν η Εθνική κέρδισε το Euro νομίζω ότι ο Στέλιος Γιαννακόπουλος είχε πει ότι το μόνο που εξασφάλισαν οι συγκεκριμένοι παίκτες είναι το δικαίωμα να συνεχίσουν να παίζουν ποδόσφαιρο στην Ελλάδα χωρίς να τους βρίζει ο κόσμος, καθώς όλοι κατάλαβαν ότι εκείνο το κατόρθωμα ήταν κάτι έξω από τα συνηθισμένα. Η προσέγγιση, πάνω στη ευφορία της στιγμής, έμοιαζε λογική, όμως τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Η αγάπη για τους παίκτες που έκαναν τη μεγαλύτερη ίσως έκπληξη όλων των εποχών στην ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική ιστορία πέρασε από σαράντα κύματα. Δυο χρόνια μετά την κατάκτηση του Euro, μετά από την αποτυχία της Εθνικής να προκριθεί στα τελικά του Μουντιάλ της Γερμανίας, το 95% των φιλάθλων, σε μια έρευνα της ΜRΒ, δήλωνε ότι επιθυμούσε την παραμονή του Οτο Ρεχάγκελ και την ίδια στιγμή ένα 65% απαντούσε ότι η ομάδα πρέπει να ανανεωθεί, δηλαδή να φύγουν από την Εθνική κάποιοι μόνοι τους, δεδομένο ότι ο απολύτως αποδεκτός κόουτς δεν τους άλλαζε ποτέ! Δεν ξέρω πως γίνεται να επιθυμείς την παραμονή ενός προπονητή και να μην εγκρίνεις τις μεθόδους του, αλλά εδώ όλα μπορεί να συμβούν.
Οι δύσπιστοι και οι κολλημένοι
Η αλήθεια είναι ότι ο θρίαμβος του 2004 είχε κάνει και πολλούς ποδοσφαιρόφιλους να χάσουν τον ύπνο τους: ήταν πολλοί αυτοί που πριν ξεκινήσει το Euro πρόβλεπαν διασυρμούς και τεσσάρες. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον Ιούλιο του 2004 ένοιωσαν άβολα βλέποντας τους συγκεκριμένους παίκτες να γίνονται πρωταθλητές Ευρώπης: τέσσερα χρόνια αργότερα, οι ίδιοι άνθρωποι, όταν τους είδαν να αποκλείονται στα γήπεδα της Αυστρίας από τον πρώτο γύρο, μίλησαν για «τύχη» λες και τα θαύματα επαναλαμβάνονται. Ακολούθησαν προκρίσεις της Εθνικής σε μουντιάλ και νέες συμμετοχές σε Euro, πριν να φτάσουμε στη σημερινή απερίγραπτη κατάσταση της ομάδας, που κάνει κατανοητό πλέον σε κάθε δύσπιστο ότι εκείνα τα παιδιά του 2004 είχαν κάτι εξαιρετικά σπάνιο. Η γεμάτη χθες βράδυ Ριζούπολη μαρτυρά ότι ακόμα κι αν δεν υπήρξε η απόλυτη αγάπη, που ίσως αυτά τα παιδιά περίμεναν, εν τούτοις προέκυψε κάτι σπουδαιότερο: ένας σπάνιος σεβασμός για την ομάδα – ένας σεβασμός που ξεπερνά ίσως και αυτόν που υπάρχει για κάθε ποδοσφαιριστή της μεμονωμένα. Τα παιδιά του 2004, που παιδιά δεν είναι πλέον, θέλουμε να τα βλέπουμε μαζί – ως αιώνια μέλη μιας καταπληκτικής ομάδας που έβγαλε τον κόσμο στο δρόμο.
Σκληρό φινάλε καριέρας
Οι πιο πολλοί από τους πρωταθλητές Ευρώπης είχαν ένα σκληρό φινάλε καριέρας: ελάχιστοι έφυγαν από το γήπεδο παίρνοντας το τελευταίο χειροκρότημα και κάνοντας ένα τελικό γύρο θριάμβου. Ο Θοδωρής Ζαγοράκης και ο Ντέμης Νικολαϊδης σταμάτησαν τη μπάλα κι έγιναν πρόεδροι με λαϊκή εντολή, αλλά μετά από λίγο καιρό δεν ήταν λίγοι αυτοί που, ενώ ως παίκτες τους αποθέωναν, ως παράγοντες τους λοιδορούσαν. Ο Γιώργος Γεωργιάδης ήταν από τους τυχερούς. Αποθεώθηκε στην Τούμπα σε ένα ματς στο οποίο ο ΠΑΟΚ έχανε από την ΑΕΚ 0-3 όταν βγήκε από το γήπεδο: θα συνέβαινε και αν δεν ήταν στην αποστολή της Εθνικής στο Euro γιατί οι οπαδοί του ΠΑΟΚ τον «μπέμπη» τον αγαπούσαν. Χειροκροτήματα για το τέλος της καριέρας τους πήραν κι ο Αντώνης Νικοπολίδης, αλλά κι ο Νίκος Νταμπίζας, που βρήκε στην Λάρισα την καλύτερη Ιθάκη της καριέρας του. Ονειρικό ήταν το φινάλε του Γιώργου Καραγκούνη, που κρέμασε τα παπούτσια του στη Βραζιλία βγαίνοντας από το γήπεδο ως αληθινός αρχηγός στο τέλος ενός τουρνουά στο οποίο πάλεψε για να πείσει τον Σάντος να του δώσει φανέλα βασικού. Η δική του περίπτωση είναι μάλλον η εξαίρεση στον κανόνα.
Οι υπόλοιποι δεν ήταν τυχεροί. Ο Βασίλης Τσιάρτας σταμάτησε νωρίς: τελευταία φορά που τον είδαμε να αγωνίζεται ήταν στη Β΄ Εθνική φορώντας τη φανέλα του ιστορικού Εθνικού. Ο Ζήσης Βρύζας έγινε σε ένα βράδυ τεχνικός διευθυντής του ΠΑΟΚ – κανείς δε θυμάται τα τελευταία παιγνίδια του. Ο Τάκης Φύσσας, γύρισε στον ΠΑΟ για να κλείσει την καριέρα του, αλλά ο Πεσέιρο τον εμπιστεύθηκε ελάχιστα. Ο Φάνης Κατεργιαννάκης, αφού σταμάτησε το ποδόσφαιρο για ενάμισι χρόνο, νομίζω ολοκλήρωσε την καριέρα του στην Καβάλα παίζοντας στη Β΄ Εθνική. Ο Μιχάλης Καψής αγωνίστηκε νομίζω τελευταία φορά στο Λεβαδειακό: ο Μπλάζιτς μου είχε πει ότι είναι ο πιο σοβαρός ποδοσφαιριστής που έχει γνωρίσει ποτέ του! Στην Κύπρο βρήκε καταφύγιο στο τέλος ο Τραϊανός Δέλλας: στην Ανόρθωση τον αγαπήσανε πολύ. Ο Χαριστέας είχε περάσει από τον Παναιτωλικό – μετά δεν θυμάμαι τι έκανε. Δεν θυμάμαι επίσης ποια ήταν και που έγιναν τα τελευταία ματς του Γιαννακόπουλου, του Μπασινά, του Γκούμα, του γίγαντα Κατσουράνη – αυτός νομίζω ολοκλήρωσε την τεράστια καριέρα του στον Ατρόμητο, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Δεν θυμάμαι που και πως σταμάτησαν ο Λάκης, ο Χαλκιάς, ο Καφές. Για κανένα δεν θυμάμαι να διοργανώθηκε κάποιο φιλικό ματς στο οποίο οι φίλαθλοι να είχαν τη δυνατότητα να χαρίσουν ένα τελευταίο χειροκρότημα. Αλλά χθες βράδυ χιλιάδες άνθρωποι γέμισαν τη Ριζούπολη για χάρη τους. Πιστεύω ότι πολλά από αυτά τα παιδιά μπορεί να ένοιωσαν χθες ότι ξανακέρδισαν το Euro κι όχι απλά γιατί κέρδισαν πάλι τους Πορτογάλους: νομίζω ότι μετά από καιρό ένοιωσαν ένα μεγάλο αληθινό υπέροχο σεβασμό – το σεβασμό που αξίζουν.
Η θέληση να παίζουν μαζί
Δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν πως οι παίκτες της ομάδας του 2004 πρέπει να βρίσκονται όλοι στην Εθνική, πως θα ήταν καλό να είναι προπονητές της ή τεχνικοί της διευθυντές ή οτιδήποτε άλλο: νομίζω πως και αυτές οι κρίσεις είναι υπερβολικές. Αν για κάτι είναι πολύτιμοι στη χώρα είναι για αυτό που έκαναν χθες: με κάθε εμφάνισή τους δείχνουν την αγάπη τους για την ομάδα, αλλά και τη θέλησή τους να παίζουν μαζί. Αυτή η θέληση ειδικά είναι το μυστικό της επιτυχίας μερικών από τις μεγαλύτερες ομάδες του κόσμου. Και μια τέτοια ήταν και η δική μας το 2004. Χρειάστηκαν δεκαπέντε χρόνια για να το καταλάβουμε, αλλά πάλι καλά. Αρκεί που χθες που τους βλέπαμε με τη φανέλα της Εθνικής, όσοι τους χαρήκαμε λέγαμε από μέσα μας, σαν να πρόκειται προσευχή, «ξανασήκωσε το»…