Περιμένοντας τον Παναθηναϊκό η Μπαρτσελόνα του μπάσκετ φαινόταν να αντιμετωπίζει, αν όχι την πρώτη μίνι κρίση της χρονιάς, αλλά τουλάχιστον την πρώτη μικρή της δυσκολία. Μετά από ένα καταπληκτικό ξεκίνημα, τόσο στην Ευρωλίγκα όσο και στην ισπανική Λίγκα, η Μπάρτσα είχε γνωρίσει για πρώτη φορά φέτος δυο ήττες, όχι ανεξήγητες, ούτε βαριές αλλά σίγουρα ενοχλητικές: είχε χάσει από τη Ρεάλ Μαδρίτης στην Ευρωλίγκα με 65-64 και από την Βαλένθια για το πρωτάθλημα με 71-68. Και στα δυο αυτά κλειστά ματς είχε πληρώσει την απουσία του καλύτερου περιφερειακού και σκόρερ της του αέρινου Νίκολας Λαπροβίτολα, που τραυματίστηκε ενώ βρισκόταν σε δαιμονισμένη φόρμα και φόρτωνε τα καλάθια των αντιπάλων με πόντους (17 με τον Ολυμπιακό, 20 με την Παρτιζάν, 13 με την Εφές κτλ). Στο ματς με τον ΠΑΟ δεν είχε και τον Γιακουμπάιτις, που προσπαθεί φέτος να κάνει μια αρχή. Παρόλα αυτά οι απουσίες της δεν της απαγόρευσαν να κάνει με τον ΠΑΟ ένα περίπατο: το τελικό 80-72 διαμορφώθηκε μετά από ένα τελευταίο δεκάλεπτο που ο ΠΑΟ κέρδισε με 9-25 (!) γιατί και οι δυο ομάδες έπαιζαν με αναπληρωματικούς. Η Μπαρτσελόνα στο τέλος του τρίτου δεκαλέπτου ήταν μπροστά με 71-47 και οι παίκτες είχαν πάλι τη συμπεριφορά που βλέπουμε από την αρχή της σεζόν: τη συμπεριφορά που έχουν όσοι χαίρονται παίζοντας. Από πού προκύπτει αυτή η χαρά; Πιο πολύ έχει να κάνει με την φυγή του κόουτς Σάρας Γιασκεβίτσιους παρά με τον ερχομό του νέου προπονητή, του ευέξαπτου αλλά μεγάλου γνώστη των παραδόσεων της ομάδας Ρότζερ Γκριμάου.
Παντού λένε τα ίδια
Το καλοκαίρι όταν ανακοινώθηκε το διαζύγιο της Μπαρτσελόνα με τον Γιασκεβίτσιους στην Βαρκελώνη περίμεναν τον Πεναρόγια ή τον Τσάβι Πασκουάλ. Οι αθλητικογράφοι είναι παντού ίδιοι. Όταν ένα μεγάλο όνομα πρέπει να αντικατασταθεί στον πάγκο μια μεγάλης ομάδας η εκτίμησή τους είναι ότι η θα ρθει κάποιος που έχει δουλέψει καλά την τελευταία σεζόν σε μια ομάδα καλή αλλά μικρότερη ή ότι θα επιστρέψει κάποιος που τον σύλλογο τον έχει υπηρετήσει και έχει το status να τον οδηγήσει ξανά με το κύρος της αυθεντίας του.
Υποθέτω πως όταν ο Κάρλος Ναβάρο, είπε ότι θα αναλάβει την ομάδα ο Γκριμάου πολλοί στη Βαρκελώνη είπαν ότι είναι τρελός ή ό,τι απλά θέλει κάποιον να τον ακούει γιατί προτιμά να κινεί τα νήματα χωρίς να είναι προπονητής ο ίδιος. Ο Γκριμάου ήταν στην καριέρα του μάλλον ένας τίμιος εργάτης στην υπηρεσία του Ναβάρο – το είδος του αναπληρωματικού που χαίρεται γιατί βρίσκεται σε μια ομάδα. Στη Μπαρτσελόνα στη σκιά του Ναβάρο (και άλλων πολλών) έπαιξε για 8 ολόκληρα χρόνια φτάνοντας μέχρι και στην Εθνική Ισπανίας, όπου πάλι είχε τον ίδιο ρόλο. Προφανώς ο Ναβάρο εκτιμά το χαρακτήρα του, αλλά η επιλογή του έμοιαζε και πάλι κάτι παραπάνω από ρίσκο: ο Γκριμάο δεν είχε καμία σχεδόν προπονητική πείρα.
Αν στην Βαρκελώνη υποθέτω πως στο άκουσμα της επιλογής του προβληματίστηκαν, στην Ελλάδα από όσα διάβαζα και άκουγα οι εδώ ειδήμονες μάλλον έβαλαν τα γέλια. Στις περισσότερες από τις συζητήσεις με προβλέψεις για το τι θα κάνει η Μπαρτσελόνα φέτος κυριαρχούσε η βεβαιότητα ότι δεν θα κάνει τίποτα απολύτως – μερικοί την έβλεπαν κι εκτός της πρώτης οκτάδας στην Ευρωλίγκα. Η βεβαιότητα αυτή προέκυπτε κι από την ίδια την ανάγκη των (χρεοκοπημένων) Μπλαουγκράνα να κατεβάσουν το μπάτζετ. Η Μπάρτσα καλοκαιριάτικα έδιωξε τους Χίγκινς, Τόμπι, Σανλί, Κούρτιτς και φυσικά τον πανάκριβο Μίροτιτς. Επιπλέον ερχόταν από την κατάκτηση του πρωταθλήματος: πολλοί στην Ελλάδα έβλεπαν την χρονιά της ως ένα είδους διαρκούς τιμωρίας για την απόλυση του προπονητής της. Που είναι φυσικά ο λόγος που οι Μπλαουγκράνα παίζουν αυτή τη στιγμή το ωραιότερο ίσως μπάσκετ στην Ευρώπη.
Ολοι παίζουν και χαίρονται
Δεν ξέρω τι θα κάνει τελικά η Μπάρτσα φέτος: μπορεί τα τελικά της αποτελέσματα να είναι χειρότερα από πέρυσι - άλλωστε η ομάδα της κοστίζει λιγότερο από τα τελευταία χρόνια και πολύ. Αλλά το μπάσκετ που παίζει χωρίς τον Γιασκεβίτσιους είναι αξιολάτρευτο και το σπουδαιότερο στην περίπτωσή της είναι ότι είναι συμβατό με τις παραδόσεις και τα θέλω του κοινού της: αυτά τα θέλω εκπροσωπεί ως θεματοφύλακας κι όχι ως τεχνικός διευθυντής ο Κάρλος Ναβάρο. Η Μπαρτσελόνα είναι γεμάτη πλέον από παίκτες που τους επιτρέπεται να ομορφαίνουν το παιγνίδι κάθε στιγμή. Το καλοκαίρι οι προσθήκες της ήταν όλες κι όλες τέσσερις: ο Μπίλι ΕρνανΓκόμεθ που ήθελε να γυρίσει στην Ισπανία μετά τις μέτριες χρονιές του στο ΝΒΑ, ο παγκίτης των Μπόστον Σέλτικς αλλά καλός Αμερικανός φόργουορντ Τζαμάρι Πάρκερ και δυο έτοιμοι παίκτες που θα έψαχναν τον χρόνο συμμετοχής τους παλεύοντας με πολλούς, ο Πάρα με το καλό σουτ και ο Μπριθουέλα που έχει κουμαντάρει δύσκολα καράβια, δηλαδή ομάδες που δεν είχαν πολυτέλειες.
Είναι αυτοί οι λόγος του όμορφου μπάσκετ που παίζει η ομάδα του Γκριμάου; Ούτε για αστείο. Ο καλός Μπίλι ένα ματς παίζει και δυο δεν παίζει: ακόμα είναι σε φάση προσαρμογής. Ο Πάρκερ εναντίον του ΠΑΟ έκανε το καλύτερό του ματς: για την ακρίβεια βρήκε και τα έκανε, αφού στα πολλά ένας εναντίον ενός που επιχείρησε δεν είχε αντίπαλο. Οι άλλοι δύο στηρίζονται και προσπαθούν: παίζουν πιο πολύ στην ACB παρά στην Ευρωλίγκα. Στην Ευρωλίγκα παίζουν – κι επιτέλους χαίρονται – ο Βέσελι, ο Λαπροβίτολα, ο Αμπρίνες, ο Σατοράνσκι, ο Κάλινιτς, ο Ντα Σιλβα και ο Γιακουμπάιτις που δεν χρειάζεται να σημαδέψουν πάντα τον ψηλό για να ποστάρει, δεν χρειάζεται να παίρνουν άδεια για να σουτάρουν και δεν χρειάζεται να γυρνάνε τη μπάλα χέρι με χέρι για να περάσουν τα είκοσι δευτερόλεπτα και να σουτάρει ο Μίροτις. Ολοι αυτοί οι παίκτες σουτάρουν πια μόλις υπάρχει η προϋπόθεση για να το κάνουν χωρίς να κοιτάζουν το ρολόι. Και ξέρουν πως η άμυνα είναι χρήσιμη, αλλά δεν ζεις πάντα για να πεθάνεις με αυτή.
Να ναι καλά ο Ναβάρο
Ο Γκριμάου, που θα οδηγούσε την Μπάρτσα εκτός οκτάδας κτλ, είναι η μεγαλύτερη ατραξιόν μιας Ευρωλίγκας που για την ώρα έχει πολλά ωραία ματς, ουκ ολίγες εκπλήξεις, μεγάλες ανακατατάξεις, ομάδες που ψάχνονται, αλλά απολύτως άθλιο μπασκετικό θέαμα: ένα θέαμα προσαρμοσμένο στις ανάγκες προπονητών να κερδίζουν για να μην χάσουν τις θέσεις τους. Ο Γκριμάου που μοιάζει να μην έχει τέτοια προβλήματα βρίσκει χρόνο και για πιτσιρικάδες και για παλιούς και για καινούργιους. Δεν αντιμετωπίζει με κανένα προσωπικό άγχος την αποστολή γιατί ξέρει το σύλλογο και έχει την υποστήριξή του. Κυρίως κάνει ό,τι κάνει χωρίς την πίεση ότι είναι μια αυθεντία που πρέπει σε κάθε ματς να βάζει σφραγίδα αποδεικνύοντας πως είναι πάνω από την ομάδα: είναι απλά ο προπονητής των καλών παικτών της Μπάρτσα – αυτό που δεν ήταν ποτέ ο Γιασκεβίτσιους που τους έβλεπε όλους περίπου σαν υπηρέτες του. Για να καταλάβει κανείς την διαφορά της προσέγγισης ας ξαναδεί όχι τα τρία πρώτα δεκάλεπτα του ματς με τον ΠΑΟ, αλλά το τελευταίο, το στα μάτια μας απολύτως καταστροφικό. Ο Γκριμάου αφήνει την ομάδα στην ησυχία της. Εχει την Κυριακή κι άλλο ματς. Δεν παθαίνει καμία απολύτως υστερία όταν κάποιοι παίκτες παίρνουν δυο σουτ αψυχολόγητα ή όταν κάνουν τρεις πάσες λάθος: κάποιοι από αυτούς που παίζουν είναι μικροί και πρέπει να μάθουν και κάποιοι άλλοι να διασκεδάσουν αστοχώντας ή κάνοντας λάθη – σε ένα ματς τελειωμένο αυτό επιβάλλεται, αλλιώς μπαίνει από την πίσω πόρτα η μανία καταδίωξης από τον ίδιο σου τον εαυτό. Οι αυθεντίες είναι χρήσιμες εκεί που υπάρχει ανάγκη διοικητών και θηριοδαμαστών: στις αληθινά μεγάλες ομάδες είναι μεγάλες κατάρες. Πόσους προπονητές του ΝΒΑ ξέρετε; Εγώ όχι πάνω απο δέκα. Στην Ευρώπη τους ξέρουμε σχεδόν όλους. Για αυτό στην Ευρωλιγκα τα ματς τελειώνουν με σκορ που σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν οι ομάδες δεν έπαιξαν το δεύτερο ημίχρονο
Το μπάσκετ είναι ένα υπέροχο άθλημα στο οποίο δεν χωράνε υστερίες, που πρέπει να παρακολουθούν όσοι δεν αισθάνονται υστερικοί με τις νίκες, αλλά αναζητούν πρώτα από όλα λίγη ομορφιά εντός του παρκέ: η ομορφιά του σε κάνει φίλο του, όχι τα αναψοκοκκινίσματα των προπονητών – αυτά είναι η γαρνιτούρα. Κι ο Γκριμάου άλλωστε χτυπιέται, αλλά δεν είναι αυτός το ζητούμενο: το βασικό είναι τι κάνουν οι παίκτες του. Να ναι καλά ο Ναβάρο. Μας ξανάφερε την Μπαρτσελόνα.