Κανείς δεν ξέρει καλύτερα από τους Ιταλούς την τέχνη του να τραβάς την προσοχή και οι άνθρωποι το απέδειξαν με την επιλογή τους να επιστρέψουν στα γήπεδα τακτοποιώντας αρχικά τις εκκρεμότητες, που υπήρχαν με το κύπελλο Ιταλίας. Γιατί; Γιατί γνώριζαν ότι κάνοντας νωρίς τον τελικό του κυπέλλου τους, θα υποχρέωναν όλο τον κόσμο να ασχοληθεί μαζί τους. Χθες βράδυ όλοι είδαν τη Νάπολι να πανηγυρίζει την κατάκτηση του κυπέλλου – του τρίτου τρόπαιου στην ιστορία της στο οποίο δεν εμπλέκεται ο Ντιέγκο Μαραντόνα. Είδαν επίσης ότι παρόλο που η απόδοση των ομάδων δεν είναι ούτε στο 60% αυτού που μπορούν και οι δυο φιναλίστ έδειξαν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους. Η Νάπολι κέρδισε με τον τρόπο της (έστω και στα πέναλτι) και η Γιούβε έχασε με τον τρόπο της (δηλαδή γιατί παρά τη μεγάλη κατοχή μπάλας που έκανε ήταν ακίνδυνη). Οι Ιταλοί σε τρία ματς κυπέλλου είδαν τρεις ισοπαλίες, ωστόσο πρέπει να είναι ευτυχισμένοι γιατί το ποδόσφαιρό τους πραγματικά επέστρεψε, όχι μόνο ως σπορ, αλλά και ως αγαπημένη συνήθεια. Ολοι τώρα θα στήσουν στον τοίχο τον ηττημένο της χθεσινής βραδιάς προπονητή της Γιουβέντους Μαουρίτσιο Σάρι.
Ο προφήτης έχει υποχρεώσεις
«Ενοχλούμαι όταν ακούω ότι δεν έχω κερδίσει κάτι στην Ιταλία, γιατί έχω πανηγυρίσει οκτώ ανόδους σε πρωταθλήματα επαγγελματικών κατηγοριών. Πιθανόν να είναι μικρό πράγμα συγκριτικά με το Τσάμπιονς λιγκ και το Πρωτάθλημα, αλλά δεν είναι εύκολο» έλεγε ο Σάρι πριν το ματς. Οι Ιταλοί, κυρίως οι δημοσιογράφοι, λατρεύουν όσους έχουν γίνει προπονητές μολονότι δεν έχουν παίξει ποδόσφαιρο σε υψηλό επίπεδο, γιατί αποτελούν την απόδειξη ότι προπονητής μπορεί να γίνει ο καθένας αρκεί να έχει την απαραίτητη θεωρητική κατάρτιση. Ο Σάκι, ο Τζέμαν, ο Ερικσον που στην Ιταλία αγαπήθηκε, ο Μουρίνιο που στην Ιντερ λατρεύτηκε, ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τον Σάρι: ο καθένας από αυτούς είναι αυτό που οι Ιταλοί αποκαλούν «θεωρητικός» ή «προφήτης». Αλλά ο προφήτης έχει μια υποχρέωση εκ φύσεως: να μην πέφτει έξω.
Όταν ο Σάρι ήταν στη Νάπολι οι Ιταλοί παθιάστηκαν μαζί του και δεν αναφέρομαι μόνο στους οπαδούς της ομάδας. Οι Ιταλοί δημοσιογράφοι έγραφαν ότι θύμισε στους Ιταλούς το ωραίο ποδόσφαιρο – ένα ποδόσφαιρο όπου κανόνας ήταν οι πολλές γρήγορες πάσες, οι συνεργασίες των κυνηγών, η κάθετη ανάπτυξη, η δημιουργία. Εγραφαν ότι η Νάπολι έπαιζε καλύτερα από την Μπαρτσελόνα και μάλιστα χωρίς το Μέσι, τον Νεϊμάρ και τον Σουάρες και λαχταρούσαν το ποδόσφαιρό του να γίνει η νέα μόδα στη χώρα. Οσοι τον αγάπησαν θεωρούν ότι το ποδόσφαιρό του είναι κάτι νέο – μιλούσαν για «σαρισμό», σαν να πρόκειται για ιδεολογικό ρεύμα. Μόνο που αυτό το ποδόσφαιρο δεν το ξανείδαν ποτέ: ούτε στην Τσέλσι, που ήταν ομάδα με σολίστες που έκαναν το κομμάτι τους, αλλά ούτε και στη Γιούβε, που όπως έγραψε πριν λίγο καιρό η Ρεπούμπλικα «παίζει χειρότερα στην επίθεση από πέρυσι, χειρότερα στην άμυνα από πέρυσι, αλλά τουλάχιστον έχει ένα προπονητή που δεν ήταν πέρυσι».
Ο Σάρι μέχρι τώρα ήταν σαν τον μαθητή που προετοιμάζεται για εξετάσεις: και η εξεταστική έφτασε. Μόνο που πριν από αυτή ήρθε ο ιός, που προκάλεσε στο καμπιονάτο μια τρίμηνη διακοπή. Η απουσία προπονήσεων είχε ως αποτέλεσμα αυτό που είδαμε χθες βράδυ. Η Νάπολι κάνοντας τα απολύτως απλά (παίζοντας καλή άμυνα πρώτα από όλα) φάνηκε καλύτερη ομάδα: ήταν ανθεκτική στο πρώτο ημίχρονο και πιο επικίνδυνη στο δεύτερο – είχε μάλιστα δυο δοκάρια, μολονότι κράτησε τη μπάλα λιγότερο. Η Κυρία από την άλλη, υποχρεωμένη να παίξει ένα ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας, με μεγάλη κατοχή μπάλας, πάσες και συγχρονισμούς, έμοιαζε φλύαρη και ακίνδυνη: δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί ούτε καν κάποιο από τα λάθη που η Νάπολι έκανε στην άμυνα – οι τελικοί νικητές χωρίς τον Μανωλά δεν ήταν σε αυτό τον τομέα αψεγάδιαστοι. Ο Σάρι αν κάνει ένα λάθος από την αρχή είναι ότι προσπαθώντας να χρησιμοποιήσει μαζί τον Ρονάλντο και τον Ντιμπάλα παρουσιάζει μια ομάδα χωρίς σέντερ φορ: σε κάθε παιγνίδι της σχεδόν η ερώτηση είναι που βρίσκεται ο Ιγκουαϊν. Όταν η Γιούβε τρέχει, μασκαρεύει αυτή της την δυσκολία παίρνοντας γκολ από τους χαφ (ο Μαντουιτί κι ο Πιάνιτς ξέρουν την τέχνη) αλλά και από τους ακραίους (η συμβολή του Ντούγκλας Κόστα, του Μπερνταντέσκι και του Κουαδράδο είναι σημαντική). Αλλά όταν η Γιούβε, όπως χθες, δεν μπορεί να τρέξει, με το Ρονάλντο στο πλάι και τον Ντιμπάλα κάπου στο ύψος της μεγάλης περιοχής να ψάχνει τη σπόντα, γίνεται προβλέψιμη. Κι ο Σάρι κινδυνεύει να γίνει ένας νέος ψευτοπροφήτης, όπως ο Μαϊφρέντι, ο Ορίκο, ο Γκαλεόνε κι άλλοι πολλοί, που είχαν όπως αυτός πολλές ανόδους, αλλά σε μεγάλες ομάδες τους πήρε ο κατήφορος.
Ο Γκατούζο και ο φίλος του
Η βραδιά τελείωσε με τον Ρίνο Γκατούζο να πανηγυρίζει το πρώτο του τρόπαιο. Όταν ήταν στη Μίλαν είχε πει πως η πίεση που ένοιωθε στον πάγκο του ΟΦΗ ήταν μεγαλύτερη! Οταν δούλευε στον ΟΦΗ, τον ενοχλούσε πολύ ότι οι Ελληνες δημοσιογράφοι σπανίως ζητούσαν τη γνώμη του για θέματα που τον αφορούσαν. Θυμάμαι ακόμα μια έκρηξή του για ένα ρεπορτάζ που είχε να κάνει με το ότι είχε διώξει δυο παίκτες από την προπόνηση. Ο Γκατούζο ήταν αδύνατο να καταλάβει πως εδώ ό,τι μας μοιάζει αληθοφανές δημοσιεύεται, κι ο προπονητής την ιστορία την μαθαίνει από τις εφημερίδες! Περνούσε ωραία στην Κρήτη, αλλά όταν έφυγε ο Μάνθος Πουλινάκης (που νομίζω τον έφερε) έφυγε κι αυτός. Λίγοι θυμούνται το φινάλε του. Είχε πάει στην Ιταλία για να πείσει κάποιους Ιταλούς επενδυτές να αναλάβουν τον ΟΦΗ. Οι Ιταλοί επενδυτές, που θα έφερνε, δεν εμφανίστηκαν ποτέ τελικά και ο ίδιος ο Γκατούζο δήλωσε από την Ιταλία, όπου έκανε χριστουγεννιάτικα διακοπές ότι δεν θα επιστρέψει. Του χρωστούσαν χρήματα. Νομίζω τα χάρισε. Δεν τα είχε ανάγκη. Το όνομά του θα του επέτρεπε έτσι κι αλλιώς να κάνει καριέρα στην χώρα του.
Χθες για να πάρει ένα τίτλο έπρεπε να παρατάξει μια ομάδα ικανή να κρατήσει το μηδέν – την προηγούμενη φορά που βρέθηκε σε τελικό η ομάδα του από τη Γιούβε είχε δεχτεί τέσσερα γκολ, αλλά η Νάπολι έχει πιο τσαγανό από τη Μίλαν του καιρού μας. Ο Ρίνο έπρεπε να βρει ένα παίκτη να βάλει ένα γκολ στον κολλητό του και συμπαίκτη του κάποτε Τζίτζι Μπουφόν. Η Νάπολι στην άμυνα έκανε τα βασικά – τη δεδομένη στιγμή έφταναν. Παίκτη να λυγίσει τον Μπουφόν όμως δεν είχε: ο τερματοφύλακας της Κυρίας όποτε χρειάστηκε, έκανε τη δουλειά του και με το παραπάνω. Αλλά στα πέναλτι τα 42 του χρόνια φάνηκαν: ο Γκατούζο χρησιμοποίησε ως εκτελεστές κυρίως όσους έριξε στο γήπεδο ως αλλαγές – σκόραραν όλοι λυγίζοντας τον Τζίτζι.
Τα πανηγύρια στην πόλη κράτησαν ως το πρωί: χωρίς μάσκες, χωρίς αποστάσεις, χωρίς μυαλό όλοι ήταν στη Νάπολι πάλι στους δρόμους. Ο Ρονάλντο έχασε για πρώτη φορά δυο συνεχόμενους τελικούς, η Νάπολι μπορεί να λέει ότι στους τελικούς με τη Γιούβε έχει μόνο νίκες. Κι ο Σάρι έχει μπροστά του ένα πρωτάθλημα, που αν το χάσει, χάνεται κι ένα ματς με τη Λιόν που αν δεν το κερδίσει μάλλον θα γυρίσει να δουλεύει πάλι στην τράπεζα, όπως όταν προπονούσε την Εμπολι. Οι Ιταλοί επέστρεψαν με νέες ιστορίες.