Μαργαρίτες να μαδάω...

Μαργαρίτες να μαδάω...


Μια από τις τελευταίες κατάρες του αθλητισμού μας είναι πως όλα, σημαντικά ή ασήμαντα, κρατάνε το πολύ τρείς μέρες. Κάτι συμβαίνει (καλό ή κακό), γίνεται πάντα πολύς θόρυβος και μετά όλα σβήνουν – σαν να μην έγιναν ποτέ. Πάρτε για παράδειγμα την περίπτωση της ανανέωσης του συμβολαίου του ομοσπονδιακού προπονητή Τζον Φαν τ’ Σκίπ. Μια κανονική ομοσπονδία θα έπρεπε να έχει ήδη αξιολογήσει τη δουλειά του και μετά το τέλος των προκριματικών του μουντιάλ να μας ανακοινώσει τι θα κάνει. Εδώ νομίζεις ότι όλοι μαδάνε μαργαρίτες. Πριν τα ματς με την Ισπανία και το Κόσοβο η ανανέωση του συμβολαίου έμοιαζε δεδομένη. Μετά την ισοπαλία με το Κόσοβο λένε ότι δεν είναι και τόσο βέβαιη. Στην ΕΠΟ αυτοί που προβληματίζονται είναι πολλοί. Τώρα λέει θέλουν χρόνο για να αποφασίσουν. Συνήθως ο χρόνος είναι καλός σύμβουλος, αλλά όχι στην συγκεκριμένη περίπτωση. Γιατί, με ή χωρίς χρόνο, δεν υπάρχει κανένα σοβαρό κριτήριο για την απόφαση και δεν υπάρχουν και άνθρωποι με κατάρτιση για να την πάρουν.

Ένα ανεπίτρεπτο λάθος

Η αθλητικογραφία μας κάνει ένα λάθος – συχνά ανεπίτρεπτο. Συχνά πυκνά παρουσιάζει σημαντικές αποφάσεις, ως αποφάσεις οργάνων ή ομάδων. Γράφουμε πχ ότι η ΕΠΟ θα κρατήσει τον Φαν τ΄Σκιπ ή ότι η ΑΕΚ (φέρνω ένα παράδειγμα) έδιωξε τον Βλάνταν Μιλόγεβιτς. Στην πραγματικότητα αυτές τις αποφάσεις τις παίρνουν άνθρωποι. Και συνήθως, ακριβώς επειδή πρόκειται για αποφάσεις ανθρώπων, υπάρχουν λόγοι που εξηγούν το γιατί αποδεικνύονται επιτυχημένες και λόγοι που σε οδηγούν στο να καταλάβεις γιατί αποδείχτηκαν λάθος. Ας πάρουμε τις περιπτώσεις του Οττο Ρεχάγκελ και του Φερνάντο Σάντος, δηλαδή των δυο τελευταίων ομοσπονδιακών που στην Εθνική μας δούλεψαν με επιτυχία. Ηταν περαστικοί από την ομοσπονδία και είδαν φως και μπήκαν; Πήγαν μια μέρα στα γραφεία της ΕΠΟ και πήραν τη δουλειά με το έτσι θέλω; Όχι φυσικά.

https://www.newsbeast.gr/files/1/2020/07/000_245379.jpg

Ερευνα και καλή μάλιστα

Ας πούμε κάποιες παλιές ιστορίες. Το 2002 στην ΕΠΟ, πριν τον ερχομό του Ρεχάγκελ, υπήρχε η βεβαιότητα ότι η Εθνική μας μπορεί να έχει καλά αποτελέσματα μόνο με ξένο προπονητή – κι αυτό μολονότι ο τελευταίος πριν τον Ρεχάγκελ ήταν ξένος και είχε αποτύχει παταγωδώς: τον έλεγαν Ανχελ Ιορτντανέσκου και δεν τα είχε καταφέρει παρά το σπουδαίο του όνομα. Για την επιλογή του διαδόχου του είχε γίνει μια επιτροπή με πρόεδρο τον τότε σύμβουλο της ομοσπονδίας (και μετέπειτα διοικητή της πάλαι ποτέ Ολυμπιακής Αεροπορίας) κ. Δημήτρη Κούκη. Λόγο σε αυτή την Επιτροπή είχαν όσοι εντός της ΕΠΟ ασχολούνταν τότε με το διεθνές ποδόσφαιρο: υπήρχαν υπάλληλοι της ομοσπονδίας που ασχολούνταν με τις διεθνείς σχέσεις, παράγοντες που ήταν και παρατηρητές της UEFA, ακόμα και στελέχη ΠΑΕ, με θέση στην ΕΠΟ μέσω της Λίγκας, που είχαν φέρει στην Ελλάδα ξένους προπονητές. Συζήτησαν και ασχολήθηκαν τουλάχιστον δέκα. Οι άνθρωποι αυτοί κατέληξαν στο τι είδους προπονητή χρειάζεται η Εθνική, προκρίνοντας ως πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του όποιου νεοφερμένου την αυστηρότητα. Συνέλεξαν βιογραφικά και κατέληξαν σε τρεις: ο ένας ήταν ο Ρεχάγκελ, που πήρε τη δουλειά και οι άλλοι δυο ο Ιταλός Νέβιο Σκάλα και ο Αγγλος Τέρι Βέναμπλς. Ολοι είχαν έρθει στην Αθήνα, μίλησαν με μέλη της Επιτροπής και τελικά προκρίθηκε η λύση του Οττο, ίσως και γιατί ήταν τότε αυτός που είχε ζητήσει τα λιγότερα χρήματα και τους λιγότερους συνεργάτες. Αλλά μια έρευνα είχε γίνει. Και σοβαρή.

Συνεισφορά στην οργάνωση

Όταν αποφασίστηκε η αντικατάσταση του Ρεχάγκελ το 2010 και πάλι υπήρξε και μέθοδος και κριτήριο. Πρόεδρος της ομοσπονδίας ήταν τότε ο Σοφοκλής Πιλάβιος. Ο Πιλάβιος ήθελε ένα ομοσπονδιακό προπονητή που να ασχολείται με το σύνολο των Εθνικών ομάδων ξεκινώντας από αυτή των Νέων. Ηθελε κάποιο ικανό να διαλέξει και να καθοδηγήσει συνεργάτες,  να έχει την απόλυτη εποπτεία όλων των Εθνικών ομάδων, να φτιάξει ένα οργανόγραμμα – πράγματα που τον Ρεχάγκελ δεν τον ενδιέφεραν ποτέ. Για να καταλήξει στον Σάντος ο Πιλάβιος μίλησε με πολλούς. Με παίκτες της φουρνιάς του 2004 πρώτα από όλα που είχαν σταματήσει το ποδόσφαιρο, με τον Ντέμη Νικολαϊδη και τον Θοδωρή Ζαγοράκη που είχαν συνεργαστεί μαζί του, αλλά και με ανθρώπους που είχαν ζήσει την πορεία του Ρεχάγκελ από κοντά δουλεύοντας στην Εθνική. Ολοι συμφώνησαν ότι ο Σάντος γνωρίζοντας το ποδόσφαιρό μας θα προσαρμοστεί γρήγορα και όλοι γνώριζαν πως για να πετύχει θα χρειαστεί κι ένα σοβαρό μηχανισμό ανθρώπων ικανών να τον βοηθήσουν: οι καιροί είχαν αλλάξει κι ο ομοσπονδιακός δεν ήταν δυνατόν να δουλεύει με ένα μόνο συνεργάτη όπως ο Ρεχάγκελ. Ετσι πχ προέκυψε ως τζένεραλ μάνατζερ ο Τάκης Φύσσας, οργανώθηκε ένα καλό γραφείο Τύπου, ανέλαβαν συγκεκριμένες δουλειές νέα - κατά βάση – παιδιά με όρεξη για ένα νέο ξεκίνημα.

https://www.fosonline.gr/media/news/2020/04/01/89452/main/fernado-santos.jpg

Ατζέντηδες και πρόεδροι

Τι έγινε στη συνέχεια; Τίποτα από όλα αυτά! Όταν ο Σάντος αρνήθηκε την πρόταση της ΕΠΟ να ανανεώσει τη θητεία του τον Φεβρουάριο του 2014, η ομοσπονδία άρχισε να ψάχνει τον αντικαταστάτη του απευθυνόμενη στους εγχώριους αντζέντηδες. Μόνο που οι Ελληνες αντζέντηδες δεν εκπροσωπούν ξένους προπονητές: στην καλύτερη των περιπτώσεων έχουν φίλους ξένους αντζέντηδες, που μπορεί να τους προτείνουν κάποιους τεχνικούς για να πάρουν κι αυτοί το ποσοστό τους. Μας προέκυψε ο Κλάουντιο Ρανιέρι, προπονητής με βιογραφικό, αλλά του οποίου το χαρακτήρα, τις μεθόδους και τις συνήθειες άπαντες αγνοούσαν: η συνεργασία τελείωσε γρήγορα διότι ο Ρανιέρι δεν είχε και καμία κάψα για τη δουλειά. Μετά βέβαια έγιναν ακόμα χειρότερα. Ο Αγγελος Αναστασιάδης πχ δεν επιλέχτηκε γιατί πίστευαν στις δυνατότητές του, αλλά γιατί ήταν «παιδί του ΠΑΟΚ» κι ο τότε πρόεδρος της ΕΠΟ κ. Βαγγέλης Γραμμένος ήθελε μέσω της πρόσληψής του να δείξει τη δύναμη του Δικέφαλου του Βορρά στην ομοσπονδία. Ο δε Φαν τ’ Σκιπ προέκυψε χάρη σε μια πρωτοβουλία του προέδρου της ΕΠΣ Ηπείρου κ. Βρακά: το πώς βρήκε άκρη με τον Ολλανδό δεν το γνωρίζω, ωστόσο πιστεύω πως επειδή ο γιός του αγωνιζόταν τότε στον ΠΑΟΚ οι άλλοι σύμβουλοι δεν ήθελαν να του φέρουν αντίρρηση – άλλωστε ήταν οι ίδιοι που είχαν ευλογήσει τον ερχομό του Αναστασιάδη.  Αν κάποιος δεν καταλαβαίνει γιατί οι επιλογές αυτές δεν βγήκαν ας σκεφτεί το εξής απλό: όταν δεν υπάρχει κριτήριο επιλογής, πόσες άραγε πιθανότητες υπάρχουν η επιλογή να μην αποδειχτεί λανθασμένη; Τώρα λέει μίλησαν με τον Φαν τ’ Σκιπ ο αντιπρόεδρος Δημητρίου κι ο Κώστας Κωνσταντινίδης. Εχουν ποτέ τους προσλάβει κάποιο προπονητή; Και με ποιο κριτήριο; Τωρα σκέφτονται, λένε τα ρεπορτάζ, να περιμένουν μήπως φύγει ο Σάντος απο την Πορτογαλία μετά τα μπαράζ. Αν δεν φύγει, μπορεί να κρατήσουν τον Ολλανδό, αν δεν έχει βρει ομάδα. Και μη χειρότερα... 

Τίποτα χειρότερο

Τελείως λάθος είναι να μπαίνουν στη συζήτηση για τους προπονητές και οι παίκτες. Κανείς εν ενεργεία ποδοσφαιριστής δεν θα πει ποτέ κάτι κακό για τον προπονητή του, γιατί γνωρίζει πως ό,τι πει μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του. Ο Σωκράτης Παπασταθόπουλος, ως αρχηγός της ομάδας, είπε τον καιρό του Αναστασιάδη ότι κάτι δεν πάει καλά – το πλήρωσε με αποκλεισμούς, μολονότι η ΕΠΟ απολύοντας τον Αναστασιάδη δέχτηκε ουσιαστικά τη θέση του.

Όταν για αποφάσεις παραμονής προπονητών οι παράγοντες επικαλούνται τους παίκτες το κάνουν πάντα για να κρυφτούν από τις ευθύνες τους. Τι νόημα έχει να ρωτάς ένα ποδοσφαιριστή αν θέλει ή όχι την παραμονή ενός προπονητή; Δεν είναι δουλειά του ποδοσφαιριστή να αξιολογεί τον προπονητή: είναι να σέβεται τις εντολές του. Αν τον βάλεις σε αυτή τη διαδικασία τον κάνει σημαντικότερο του προπονητή. Κι όσοι γνωρίζουν κάτι ελάχιστο από ομαδικά σπορ, ξέρουν πως δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από τη διάλυση της εσωτερικής ιεραρχίας που σε κάθε ομάδα είναι απαραίτητη…