Η ταινία «Maria» του Πάμπλο Λαραϊν ξεκινά με τον θάνατο της Κάλλας. Συμβαίνει στο Παρίσι της δεκαετίας του ’70. Δεν βλέπουμε καν την Diva νεκρή: όλα φιλμάρονται από μακριά μολονότι διαδραματίζονται σε ένα σπίτι. Μετά γίνεται ένα μικρό άλμα προς τα πίσω στο χρόνο και η αφήγηση ξεκινά. Ποια αφήγηση; Η αφήγηση του τέλους της.
Οι βιογραφίες των καλλιτεχνών είναι συνήθως ευκαιρίες επιτυχίας για ένα έξυπνο παραγωγό, ένα σεναριογράφο με ιδέες κι ένα καλό σκηνοθέτη για αυτό άλλωστε και γίνονται τόσες πολλές. Ο παραγωγός βάζει τα ωραία του χρήματα γνωρίζοντας πως υπάρχει ένα κοινό που γνωρίζει τον βασικό πρωταγωνιστή και κατά κάποιο τρόπο περιμένει την ταινία. Ο σεναριογράφος έχει πολλές όψεις του καλλιτέχνη, που μπορεί να αναδείξει. Ο σκηνοθέτης έχει εικόνες να δημιουργήσει παίζοντας με πολλά – πρώτα από όλα, όπως συμβαίνει στις περισσότερες βιογραφίες, με τον χρόνο εντός του οποίου η ιστορία μεταβάλλεται. Αν μάλιστα ο καλλιτέχνης είναι μουσικός έρχεται το ίδιο το έργο του να απλοποιήσει τα πάντα ακόμα πιο πολύ: το ταλέντο, η καταξίωση, ο θρίαμβος η παρακμή αποδεικνύονται από την ίδια την σειρά των κομματιών του, που συνήθως είναι και οικεία στο κοινό. Αν η ταινία για κάποιο λόγο κολλήσει, ένα σουξέ την βοηθά να πάει παρακάτω: μου χει τύχει σε βιογραφίες τραγουδιστών το κοινό στην αίθουσα να τραγουδάει – νομίζω σε όλους έχει τύχει. Αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον να γίνει στην περίπτωση της Κάλλας.
Η άδικη ζωή της
Η τέχνη της Κάλλας δεν είναι λαϊκή – ενώ η ίδια υπήρξε pop σύμβολο. Και κάπου εδώ προκύπτει ένα πρόβλημα όχι με την Maria του Λαραϊν αλλά με τις περισσότερες Κάλλας που έχουμε δει στο σινεμά. Οπου η Κάλλας εμφανίζεται σε ταινία είναι μια καρικατούρα, διότι η αδυναμία της περιγραφής της καλλιτεχνικής μεγαλοσύνης της οδηγεί στην περιγραφή της άδικης ζωής της. Η Κάλλας είναι το μπιμπελό του Ωνάση, ένα είδος αιώνιας ακριβοπληρωμένης αρραβωνιαστικιάς, πλανεμένη και εγκαταλελειμμένη – μια καημένη. Στις ταινίες που η εμφάνισή της ήταν επιβεβλημένη, μολονότι οι πρωταγωνιστές ήταν άλλοι (ο Ωνάσης, οι Κένεντι κτλ), μολονότι πάντα έβρισκα άδικο το να την εμφανίζουν ως συμπληρωματική φιγούρα, μπορούσα και να το καταλάβω. Σε μια βιογραφία της όμως περίμενα πως αυτή η διάσταση θα ήταν λιγότερο σημαντική από αυτή της ντίβας. Διότι η Κάλλας ήταν ντίβα πριν γνωρίσει τον Ωνάση και υπήρξε είδωλο ενός κόσμου που συγκινείται με την τέχνη της και μετά από αυτόν. Και στην ζωή της υπήρξε πολλά περισσότερα από μια διάσημη που πρωταγωνίστησε σε μια ιστορία που έγινε εξώφυλλα στα gossip περιοδικά όλου του κόσμου.
Η Κάλλας υπήρξε μούσα μεγάλων δημιουργών, ερμηνεύτρια με αξεπέραστο τρόπο μεγάλων έργων της λυρικής, θηρίο ανήμερο επί σκηνής. Προφανώς όπως όλοι και η ίδια γέρασε. Σίγουρα το τέλος της ήταν δύσκολο. Δεν χωρά αμφιβολία πως όταν εγκατέλειψε τις μεγάλες σκηνές ο χωρισμός από το κοινό της υπήρξε τραυματικός – η αναγνώριση, που είχε όταν μεγαλουργούσε, δεν ήταν δυνατόν να αντικατασταθεί από κάτι άλλο. Αλλά όλα αυτά δεν είναι η Κάλλας: είναι ο επίλογος του μύθου της. Και για να είναι αυτός ο επίλογος κατανοητός ως προς το δράμα του πρέπει προηγουμένως να υπάρχει η αφήγηση του μύθου. Αλλιώς όλο αυτό που παρακολουθείς είναι μια κουτσουμπολίστικη καρικατούρα: η αφήγηση του τέλους κάποιου που νομίζεις πως ξέρεις, ενώ δεν είναι έτσι ακριβώς.
Ένα παράδειγμα
Θα φέρω ένα παράδειγμα για να κάνω κατανοητό το είδος της δυσφορίας που ένιωσα παρακολουθώντας αυτή την μελούρα. Ας πούμε πως σε ογδόντα χρόνια από τώρα κάποιος αποφασίζει να κάνει μια ταινία για τον Λίο Μέσι. Μας τον δείχνει 75 χρονών, με αρθριτικά, να περιφέρεται στους δρόμους του Μπουένος Αϊρες ή της Βαρκελώνης με ένα μπαστούνι. Μπορεί να είναι συμπαθητικός ή στριμμένος. Μπορεί να τον αναγνωρίζουν ή όχι. Μπορεί να παρακολουθεί παιδιά που παίζουν μπάλα ή κάποια στιγμή να κάνει με τα γέρικα πόδια του ένα κοντρόλ. Μπορεί όλο αυτό να είναι και συγκινητικό, αλλά σίγουρα δεν είναι ο Μέσι. Ο Μέσι είναι ένας αρτίστας που κέρδισε τα πάντα, που προέκυψε στην διεθνή σκηνή περίπου από το πουθενά, που κατέκτησε το μουντιάλ αφήνοντας τον κόσμο άναυδο. Όλα αυτά ισχύουν και για την Κάλλας. Είχε ένα χάρισμα θεϊκό. Υπήρξε κεντρικό πρόσωπο στο θερμοκήπιο της Τέχνης της για δεκαετίες. Αγαπήθηκε κι αγάπησε. Εγινε συνώνυμο της Λυρικής. Παραμένει μοναδική κι απλησίαστη. Έκανε της καριέρα μιας Θεάς, γεμάτης πάθη. Που είναι όλα αυτά στην ταινία του Λαραϊν; Πουθενά. Κάτι σκόρπιες ασπρόμαυρες σκηνές υποτίθεται πως θυμίζουν το μεγάλο της παρελθόν, ενώ την κατατρέχουν φαντάσματα. Ο Λαραϊν μοιάζει να εκβιάζει την συμπάθεια μας για αυτή δείχνοντας την πιο λυπητερή εκδοχή της: ποιος την έχει ανάγκη; Δείχνει κυρίως μια Κάλλας που περιφέρεται στο Παρίσι σχεδόν αδύναμη να κατανοήσει τι είναι και τι δεν είναι πραγματικό. Ισως υπήρξε μια στιγμή στην ζωή της που συνέβη κι αυτό. Αλλά όλο αυτό δεν είναι η Κάλλας.
Δεν είναι η Κάλλας
Όπως φυσικά δεν είναι η Κάλλας και η Αντζελίνα Τζολί. Η Κάλλας ήταν όλη η μεσόγειος: μελαχρινή, με σκληρές γωνίες, γεμάτη από αυτή την θαυματουργή ενέργεια που ακόμα την ακούς στην φωνή της όταν απογειώνει την Casta Diva ή το Ο mio Bambino. H Τζολί είναι μια όμορφη Αμερικάνα στην οποία ο Λαραϊν τιμώντας το ακριβό του συμβόλαιο χαρίζει δεκάδες κοντινά πλάνα: αν είχε την ίδια την Κάλλας πρωταγωνίστρια κι αυτό ακόμα θα έπρεπε να γίνει διαφορετικά.
Η Maria δεν είναι μια ταινία για την Κάλλας. Δεν είναι ούτε καν κακή: είναι μια ταινία άχρηστη. Οι καλές ερμηνείες του Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, της πάντοτε ικανής Βαλέρια Γκολίνο και της αξιοπρεπέστατης Αγγελίνας Παπαδοπούλου πνίγονται σε ένα συρφετό από σκηνές χωρίς έμπνευση. Η εξαιρετική δουλειά στην φωτογραφία του Εντουαρντ Λάχμαν χάνεται εξαιτίας της σεναριακής μετριότητας. Είναι δύσκολο να χαρείς την ταινία, αν ξέρεις την Κάλλας: μάλλον αναρωτιέσαι τι βλέπεις. Είναι ακόμα χειρότερο όμως το πράγμα αν την Κάλλας δεν την ξέρεις: είναι αδύνατον να υποψιαστείς έστω τον μύθο της παρακολουθώντας την άκυρη αυτή βιογραφία της. Βλέπεις απλά την Τζολί. Αλλά έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από μύθους από όσο από ωραίες του σινεμά…