Στο μεταξύ, όσοι αγαπάμε το ελληνικό τραγούδι αποχαιρετήσαμε, χωρίς φανφάρες και τυμπανοκρουσίες, ένα σπουδαίο τραγουδιστή που οι πιο πολλοί δεν προλάβαμε να του πούμε πόσο μεγάλος υπήρξε – μιλάω για τον Γιάννη Καλατζή, που βιάστηκε λίγο να φύγει από κοντά μας. Οσο ζούσε δεν διοργανώθηκαν για αυτόν μεγάλες βραδιές αποχαιρετισμού, ούτε τηλεοπτικά σόου που να θυμίσουν στους μικρότερους που τα τραγούδια του τα ξέρουν, πόσο σημαντικός υπήρξε. Ας είναι η φυγή του μια ακόμα ευκαιρία να θυμηθούμε τα ωραία τραγούδια του – τραγούδια μια εποχής ανεπανάληπτης, που έχει κερδίσει τον σεβασμό μας.
Την δεκαετία του ‘70
Καθώς τελείωνε η δεκαετία του ‘70 πολλά από τα μικροαστικά μας σπίτια τηλεόραση μπορεί μην είχαν, που λέει ο λόγος - ραδιόφωνο, πικ απ και κασετόφωνο δεν έλειπε όμως από κανένα από αυτά. Το ραδιόφωνο ήταν όλη μέρα ανοιχτό. Στο σπίτι της γιαγιάς ήταν ένα μεγάλο λαδί τετράγωνο κουτί με ένα γιγάντιο κουμπί που το γύριζες ανάλογα με το αν ήθελες ν ακούς Fm, μεσαία, ή βραχέα – η γιαγιά καμάρωνε για τα βραχέα λες και θα επικοινωνούσε με κάποιο μαρκόνη νυχτιάτικα. Στου μπαμπά το εργαστήρι το ράδιο ήταν ένα κόκκινο Panasonic, που όσο μικρό κι αν ήταν έκανε μια φασαρία τεράστια – κάπου ακόμα το έχω. Το πικ απ ήταν παλιό σαν οικογενειακό κειμήλιο και κάπου το χάσαμε σε μετακομίσεις – αργότερα ο πατέρας πήρε ένα ολοκαίνουργιο που είχε και ραδιόφωνο: είχε ξεκινήσει η δεκαετία του ’80 και μαζί και οι πρώτες πολυτέλειες. Το κασετόφωνο, όμως, ήταν αυτό που συνόδευε τα μεσημέρια μας, αφού όταν τρώγαμε έπρεπε κάτι ν ακούγεται - σαν ένας αόρατος dj να παίζει το soundtrack της ζωής μας. Στο soundtrack αυτό του πατέρα μου υπήρχαν πάντα τα τραγούδια του Γιάννη Καλατζή, που ήταν πάντα επίκαιρος και πάντα κομμάτι άγνωστος και παράξενος – ένας λαϊκός τραγουδιστής που τέτοιος στις φωτογραφίες δεν έμοιαζε. Λιγότερο φίρμα από τον Σταμάτη Κόκκοτα, πιο μεγάλος σε ηλικία από τον Τόλη Βοσκόπουλο, που πούλαγε και ως ομορφονιός, πιο μελωδικός από τον Μητροπάνο, πιο τραγουδιστής της μέρας από όλους αυτούς – του μεσημεριού μας για την ακρίβεια. Με όλους αυτούς ήταν σαν να τρώγαμε μαζί χρόνια, αλλά ειδικά με τον Καλατζή κάναμε και ταξίδια μακρινά ως τη Τζαμάϊκα, μολονότι ξέραμε πως κομμάτι δύσκολα θα την επισκεπτόμασταν οικογενειακώς. Εγω τότε δεν καταλάβαινα και πολλά γιατί ήμουν μικρός και δεν μπορούσα να κατανοήσω ούτε πόσο ωραία ο Καλατζής έδινε χρώμα στα στιχάκια του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ούτε πόσο βοηθούσε τον Μάνο Λοϊζο να αποκτήσει λαϊκό ήχο και να αγαπηθεί από το πανελλήνιο. Αυτά τα κατάλαβα αργότερα – μικρός απλά θυμάμαι ένα φίλο του πατέρα μου να τον πειράζει τραγουδώντας «πως καταντήσαμε λοχία»: ο μπαμπάς δεν τραγουδούσε, απλά καμιά φορά μουρμούριζε, αλλά ήταν λοχίας στο στρατό και παραδόξως με το στίχο κομμάτι καμάρωνε. Το ΄80, ενώ οι παρέες του πατέρα μου συνέχιζαν να τραγουδάνε περίπου τα ίδια, (τότε τα σουξέ κρατούσαν είκοσι χρόνια…) χτυπώντας παλαμάκια στο «Παραμυθάκι μου» και στο «Παποράκι του Μπουρνόβα», εγώ όλα αυτά τα σνόμπαρα γιατί μεγάλωνα κι όλα αυτά μου θύμιζαν τα χρόνια στο δημοτικό, όπου ανάμεσα στην ορθογραφία και στην αριθμητική έπρεπε να μάθω και τον Κουταλιανό, για να γελάνε μαζί μου συγγενείς και γείτονες.
Σαν τον εθνικό ύμνο
Κάτι χρόνια αργότερα, (πολλά είναι αλήθεια…), δούλευα στην Ιταλία στην Ενωση Ξένων Ανταποκριτών, βγάζοντας τα πρώτα μου χρήματα παράλληλα με το φοιτητηλίκι. Η Ενωση, που παραμένει μια από τις μεγαλύτερες της Ευρώπης, διοργάνωνε κάτι μυστήριες βραδιές με Ιταλούς τραβαδούρους, που ερχόντουσαν για να μιλήσουν για την δουλειά τους σε ξένους δημοσιογράφους, όταν οι ξένοι δημοσιογράφοι ξέμεναν από πολιτικούς, σκηνοθέτες και ηθοποιούς που είχαν μεγαλύτερη πέραση αφού τις συνεντεύξεις τους μπορούσες να τις πουλήσεις ευκολότερα: ποιος να ενδιαφερθεί, εκτός Ιταλίας, για τον Αμεντέο Μίνγκι ή τον Φράνκο Μπατιάτο; Ένα βράδυ, που ακόμα το χω στο μυαλό μου σαν όνειρο από αυτά που δεν θυμάμαι το τέλος τους, ένας από αυτούς τους δεύτερους, αλλά ψυχωμένους Ιταλούς τραβαδούρους, αφού κάθισε στο πιάνο και είπε κάτι δικά του, άρχισε να κουτσοτραγουδάει και διεθνείς επιτυχίες, όπως οι πιανίστες των κρουαζιερόπλοιων. Κι ανάμεσα στο Yesterday και σε ένα τραγούδι της Νταλιντά, ακούστηκε ένα πλινγκ πλινγκ εξαιρετικά γνώριμο κι ο τύπος με προφορά που θύμιζε ιταλό γαμπρό στην Κέρκυρα άρχισε την αφήγηση του παραμυθιού: «Ντελφίνι, Ντελφινάκι, πάμε πιο γλήγορα, να ντο τα γυλιστά της, τα ματοσίνολα». Όλα αυτά ενώ ένα πλήθος Αγγλων, Αμερικάνων, Γερμανών και λοιπών, που είχαν σίγουρα κάνει διακοπές στην Ελλάδα, χτυπούσαν ρυθμικά παλαμάκια! Εχετε νοιώσει ένα ρίγος όταν ακούτε τον Εθνικό Υμνο στους Ολυμπιακούς Αγώνες; Να με κάψει ο Θεός, εγώ κάπως έτσι ένοιωσα! Και μετά έπρεπε να εξηγήσω σε μια Χριστίνα, που δούλευε στην VanGuardia της Βαρκελώνης, τι είναι τα «ματοσίνολα» και αν το δελφίνι δελφινάκι, που είχε επιστρατεύσει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, έφτασε στον προορισμό του.
Τον είδα ένα βράδυ
Στο όνομα εκείνης της ιστορικής ανατριχίλας, που ένοιωσα ακούγοντας ξένους να τραγουδάνε Γιάννη Καλατζή, βρέθηκα μετά από λίγο καιρό ένα βράδυ σε ένα μεγάλο μαγαζί της Αθήνας, όπου τραγουδούσαν ο Κόκοτας, ο Μπιθικώτσης και ο Καλατζής. Ο Κόκοτας, στην τρίχα όπως πάντα, σε έπαιρνε από το χέρι να σε πάει βόλτα στις νότες του Ξαρχάκου. Ο Σερ Μπιθί, έβγαζε τα μεγάλα του διαγγέλματα απαιτώντας σχεδόν να καθίσεις προσοχή μπροστά στο κύρος της φωνής του. Και τους δυο τους είχα ξαναδεί και ήξερα τι με περιμένει. Αλλά η έκπληξη ήταν ο Καλατζής, που δεν ήταν πια ο μακρυμάλλης λαϊκός τραγουδιστής που έβλεπα στους δίσκους του πατέρα μου, αλλά ένας κύριος με κεφαλαία γράμματα, που ο χρόνος τον έκανε να λάμπει. Εμφανίστηκε για να ξεσηκώσει το μαγαζί με μια γενναιόδωρη φωνή που μαλάκωνε τους στίχους και απογείωνε τις λέξεις, ενώ σκόρπιζε εικόνες, που ένοιωθες πως τις είχες δει στις βόλτες σου κι ας μην ήξερες ούτε που πέφτει ο Αγιος Νείλος και σε ποιον σταθμό είναι το παλιό ρολόι. Ο σπουδαίος αυτός τραγουδιστής είχε κάνει τα τραγούδια του δικά του, τον άκουγες και πίστευες πως αυτό που σου τραγουδάει είναι οι περιπέτειες του. Ισως και οι περιπέτειες των γονιών σου με τους οποίους σιγά σιγά είχες συνάψει μια ανακωχή.
Αρμενίζουν όλοι μαζί του
Δεν έτυχε να τον ξαναδώ live ποτέ, αλλά αυτό το ένα και μόνο βράδυ ήταν αρκετό για να καταλάβω την τύχη μου να μεγαλώσω με την ελπίδα ότι θα φτάσω στη Τζαμάϊκα. Εφυγε νέος – αλλά πιστεύω γεμάτος. Κάπου εκεί ψηλά θα βρει τον Λοϊζο, αλλά και τους μπαμπάδες μας. Στο δικό μου θα πει «πως καταντήσαμε λοχία» για να χαρεί. Και μετά θα αρμενίσουν όλοι μαζί οι μπαμπάδες με τον κύριο Γιάννη στα πέλαγα…