Μέσα στις αστοχίες του και στις ατυχίες του με τους παίκτες, που έχει αποκτήσει τα τελευταία χρόνια ο Ολυμπιακός, έχει και μια τύχη: βρέθηκαν να φοράνε τη φανέλα της ομάδας του και μερικά καλά παιδιά. Ο όρος «καλό παιδί» στο ποδόσφαιρο είναι παρεξηγημένος. Χαρακτηρίζεται συνήθως έτσι κάποιος με μικρές δυνατότητες, που προσπαθεί να είναι έτοιμος όταν του το ζητήσει ο προπονητής χωρίς τον προηγούμενο καιρό να μανουριάζει, να γκρινιάζει και να δημιουργεί προβλήματα. Δεν λέω καλός είναι κι αυτός και καμιά φορά και χρήσιμος, αλλά ας μην μπερδεύουμε την συμπεριφορά με τις δυνατότητες. Καλός δεν είναι όποιος είναι ευχαριστημένος γιατί έφτασε σε μια ομάδα χωρίς να έχει δυνατότητες (και ως εκ τούτου κάθεται ήσυχος για να μην φύγει γνωρίζοντας ότι δεν θα βρει πουθενά καλύτερα), αλλά αυτός που έχει πραγματικά αδικηθεί και παρόλα αυτά, όχι μόνο δεν έχει πει κουβέντα, αλλά βάζει και την ομάδα πιο ψηλά από το εγώ του. Καλό παιδί, δηλαδή ποδοσφαιριστής έντιμος, εργατικός, με γερό στομάχι και μεγάλη καρδιά ώστε να μπορεί να συγχωρεί είναι ο Γιάγκος Βούκοβιτς.
Στην ιστορία του Ολυμπιακού δεν θυμάμαι τρεις ξένους παίκτες στους οποίους ο Ολυμπιακός να έχει φερθεί τόσο σκάρτα κι αυτοί παρόλα αυτά να επιμένουν και να αποδεικνύουν πόσο μπορούν να βοηθήσουν. Για την ακρίβεια θυμάμαι ένα: τον Σίνισα Γκόγκιτς. Είχε έρθει σε ένα βράδυ, Γενάρη μήνα. Δεν είχε καν μετακομίσει στην Ελλάδα και τον είχαν βγάλει άχρηστο. Η μεταγραφή του ήταν η απόδειξη πως ο Ντούσαν παίρνει μίζες. Βγάζανε ανέκδοτα για την ηλικία του, λέγανε ότι είναι χασογκόλης, τα είχαν μαζί του γιατί ο Ολυμπιακός προτίμησε αυτόν κι όχι ένα μεγάλο ξένο, που είναι πάντα μια συνολική ονείρωξη. Στο τέλος της πρώτης σεζόν (που ήταν και μισή…) παζάρευαν να τον επιστρέψουν σε μια κυπριακή ομάδα – νομίζω στον ΑΠΟΕΛ. Τον κράτησε ο Μπάγεβιτς κι ο Σίνισα παραλίγο να πάει τον Ολυμπιακό στα ημιτελικά του Τσάμπιονς λιγκ. Ο άνθρωπος έπαιξε τη μπάλα της ζωής του, σκόραρε παντού, αποδείχτηκε ένας εξαιρετικός κυνηγός κι όλοι μετά από λίγο άρχισαν να αναρωτιούνται τι θα έκανε ο Ολυμπιακός αν τον είχε βρει στα 25 του κι όχι στα 31 του. Αλλά τον Σίνισα τον είχε αδικήσει ο κόσμος – ίσως κι ο Τύπος,
με τον Βούκοβιτς έγινε κάτι ακόμα χειρότερο.
Οι άδικες κρίσεις, η αδυναμία του κόσμου να καταλάβει πως ένας παίκτης χρειάζεται να προσαρμοστεί, η βιασύνη να βγουν συμπεράσματα από οπαδούς και δημοσιογράφους, είναι πράγματα που συμβαίνουν: ο κόσμος μπορεί να μουρμουράει, να χει μεγαλύτερες προσδοκίες, να ονειρεύεται ότι η ομάδα του θα αποκτήσει τον Βαράν και τον Χούμελς και να τους έβγαζε κι αυτούς άχρηστους – αλλά άλλο είναι ο κόσμος κι άλλο οι προπονητές, οι τεχνικοί διευθυντές και οι παράγοντες των ομάδων. Τον Βούκοβιτς δεν τον αδίκησε μόνο ο κόσμος πέρυσι – τον αδίκησε η ίδια η ομάδα κι αυτό είναι χειρότερο. Θυμίζω πως σε μια χρονιά που το παλληκάρι είχε μπροστά του το μουντιάλ (το μοναδικό ίσως μουντιάλ στο οποίο θα μπορούσε να πάρει μέρος στην καριέρα του…) βγήκε εκτός ενδεκάδας μετά από ένα μικροτραυματισμό και δεν ξαναβρήκε θέση σε αυτή, μολονότι ο Ολυμπιακός είχε την χειρότερη άμυνα της τελευταίας δεκαετίας. Θυμίζω ότι δεν του δώσανε τη δυνατότητα να παίξει ούτε σε ματς κυπέλλου εκτός έδρας με τον Κισσαμικό και ότι τον στείλανε δανεικό τον Γενάρη στη Βερόνα, μια ομάδα που είχε ήδη υποβιβαστεί! Ο Σέρβος εξαιτίας της ανασφάλειας των προπονητών του Ολυμπιακού πέταξε την σημαντικότερη ίσως χρονιά της καριέρας του: ένας άλλος στη θέση του δεν θα ήθελε όχι να γυρίσει στην Ελλάδα, αλλά και να ξανακούσει να μιλάνε για τον Ολυμπιακό. Κι όμως ο τύπος γύρισε, έκανε τη δουλειά του κι όταν βρήκε δυο λογικούς ανθρώπους κι ένα κανονικό προπονητή στο Ρέντη έγινε βασικός. Χάρη στη δική του ηγετική παρουσία το πρώτο πράγμα που βελτιώθηκε πραγματικά στον Ολυμπιακό φέτος είναι η άμυνα – πολλά άλλα αναζητούνται.
Χθες στο Περιστέρι ο Βούκοβιτς πέτυχε στις καθυστερήσεις αυτό που για την ομάδα του είναι το σημαντικότερο γκολ μέχρι τώρα στο πρωτάθλημα και στους πανηγυρισμούς έδειξε απλά τη φανέλα του. Την φανέλα μιας ομάδας που πέρυσι τον ταλαιπώρησε, δεν τον πίστεψε και του στέρησε το μουντιάλ. Δεν μιλάμε απλά για καλό παιδί, αλλά για άγιο!
Πρέπει κάτι να κερδίζεις
Ο Ολυμπιακός έκανε μια αξιοπρεπέστατη εμφάνιση στο Περιστέρι, παρά τις απουσίες του, τις ατυχίες του και τις αδυναμίες του. Το σημαντικότερο στην περίπτωση είναι ότι κέρδισε με το «έτσι το θέλω», που λένε. Βρήκε δυο γκολ από στημένες φάσεις, έχασε άλλα τέσσερα - όμως δεν έχασε το μυαλό του. Είναι η πρώτη ανατροπή που έκανε φέτος κι αυτή θα του είναι χρήσιμη ως μάθημα: θα τον βοηθήσει να χτίσει μια σωστή νοοτροπία – την εφετινή χρονιά κι αυτό είναι ζητούμενο. Όπως φυσικά απαραίτητο είναι να μαθαίνει κι ο προπονητής του, που χθες ξαναέκανε το λάθος να ξεκινήσει τον Νάτχο βασικό, μολονότι η κίνηση αυτή είχε αποδειχτεί στο ντέρμπι με τον ΠΑΟ λανθασμένη. Η είσοδος του Φορτούνη βελτίωσε τον Ολυμπιακό – αλλά το ζήτημα δεν είναι να διορθώνεις τα λάθη: είναι να μην τα κάνεις. Η κρυφή επιθυμία του Ολυμπιακού είναι να φτάσει στο ματς στην Τούμπα έχοντας τον ΠΑΟΚ σε απόσταση βολής: προσωπικά το θεωρώ απίθανο, αφού το πρόγραμμα του Ολυμπιακού είναι πολύ πιο δύσκολο – ο ΠΑΟΚ μπορεί να ξαναχάσει όταν παίξει με την Βίντι, με την Ξάνθη και τη Λαμία θα κάνει περιπάτους, αφού δύσκολα θα βρεθεί κάποια ομάδα να τον δυσαρεστήσει. Αλλά και στις χαμένες χρονιές πρέπει κάτι να κερδίζεις και το κέρδος δεν είναι μόνο το πρωτάθλημα: κέρδος είναι να φτιάξεις παίκτες, να αποκτήσεις την κατάλληλη νοοτροπία, να δείξεις στο κύκλωμα της ελληνικής διαιτησίας ότι δεν μασάς, να διορθώσεις με σωστές επιλογές στις μεταγραφές τα λάθη σου. Κέρδος είναι να μάθεις να αντιδράς ψύχραιμα ως οργανισμός όταν σου λένε ότι στο 94΄στο Περιστέρι σε βοήθησε ο διαιτητής: ας τους να λένε και κοίτα να γίνεις ακόμα καλύτερος. Και κυρίως πρόσεχε να μην ξαναδικήσεις παίκτες σαν αυτό το παλληκάρι που λέγεται Γιάγκος Βούκοβιτς.