Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης πενήντα χρόνων από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας αυτές τις μέρες στο Προεδρικό Μέγαρο θα έχουμε δυο μέρες γιορτών. Είμαι βέβαιος ότι οι συνεργάτες της Προέδρου κ. Αικατερίνης Σακελαροπούλου θα προσέξουν το τελετουργικό. Ωστόσο η πραγματική γιορτή για την έναρξη αυτού που μάθαμε να αποκαλούμε «Μεταπολίτευση» έγινε πριν λίγες μέρες στο Ηρώδειο. Στις δυο βραδιές που ο Διονύσης Σαββόπουλος παρουσίασε μια παράσταση με τον ομώνυμο τίτλο.
Η Μεταπολίτευση αποτελεί αντικείμενο συζήτησης για δεκαετίες – και φέτος στα πενηντάχρονά της ιντριγκάρει περισσότερο. Γράφτηκαν βιβλία, γίνονται συζητήσεις - η ίδια η διήμερη εφετινή γιορτή για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στο Προεδρικό Μέγαρο μοιάζει μέρος προγραμματισμένων εκδηλώσεων. Αλλά καμία από τις εκδηλώσεις δεν θα καταφέρει να πλησιάσει το είδος της γιορτής που ως αληθινός συνθέτης οργάνωσε και παρουσίασε ο Σαββόπουλος στις δυο υπέροχες βραδιές του στις οποίες φάνηκε αμέσως πως είχε ως κίνητρο για την διοργάνωσή τους ένα είδος υπαρξιακής ανάγκης: να ευχαριστήσει την τύχη του που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο ξέφωτο της Μεταπολίτευσης, όπως είπε.
Γράφτηκαν πολλά για τις συναυλίες αυτές που είναι δύσκολο να τις περιγράψεις, όπως είναι δύσκολο να περιγράψεις και την Μεταπολίτευση. Κάθε γεγονός έχει δύο επίπεδα: το πρώτο είναι ίδια υπόσταση του. Το δεύτερο επίπεδο είναι το σύνολο των αντιδράσεων που το ίδιο το γεγονός προκαλεί - η αίσθηση που δημιουργεί – αυτή είναι που καθορίζει τη σημασία του. Όλα τα σημαντικά που μας συμβαίνουν στη ζωή κουβαλούν αυτό το δεύτερο επίπεδο, που ενίοτε δεν είναι κι απολύτως ευχάριστο και γιατί καμιά φορά προκαλεί και άβολους προβληματισμούς: δεν πολυθέλουμε τέτοιους – με χαρές ή λύπες τα καταφέρνουμε καλύτερα. Αλλά όταν ασχολούμαστε με τα μεγάλα γεγονότα που γίνονται ιστορία, όπως είναι η Μεταπολίτευση, το δεύτερο επίπεδο τους, αυτό που ξεπερνά ανθρώπους, αποφάσεις και περιστατικά πρέπει να μας απασχολεί πάντα.
Η Μεταπολίτευση, τα 50 χρόνια από την έναρξη της οποίας μοιάζουν με ένα είδος εθνικού μαραθώνιου δρόμου, είναι ένα μεγάλο πολιτικό γεγονός. Για την ακρίβεια είναι μια σειρά από πολιτικά γεγονότα με τα οποία πολλοί πάντα θα ασχολούνται: υπάρχει σε αυτά δράση να διηγηθείς, επιλογές να αναλύσεις, πρωταγωνιστές για να κρίνεις – υπάρχει πάντα και η αναπάντητη ερώτηση για ο τέλος της. Τελείωσε η όχι η Μεταπολίτευση;
Με τέτοιο story τι το θέλουμε το δεύτερο επίπεδο, δηλαδή την περιγραφή της ατμόσφαιρας της εποχής του ΄70 αλλά και την καταγραφή της γενικότερης αίσθησης ότι κάτι άλλαζε στην ίδια την ιστορία της χώρας; Και πως αυτά να τα διηγηθείς, όταν πρόκειται για αισθήσεις και αισθήματα που μάλιστα φούντωσαν πενήντα ολόκληρα χρόνια πριν; Παρόλο που μας αρέσεις να λέμε μεταξύ μας ότι τα αισθήματα αντέχουν για πάντα κτλ, όλοι γνωρίζουμε πως δεν είναι έτσι ακριβώς. Σε ένα κόσμο που όλα τρέχουν, ό,τι φουντώνει σβήνει κι ό,τι σβήνει δύσκολα περιγράφεται. Αλλά όταν μιλάμε για ιστορικά γεγονότα, αν δεν μπορείς να διηγηθείς αυτό το δεύτερο επίπεδό τους, η αφήγηση είναι λειψή. Τα ίδια τα γεγονότα αδυνατίζουν: η ίδια η Δημοκρατία μας, χωρίς την αίσθησή της, γίνεται παιγνίδι στα χέρια των τρελών.
Κάπου εδώ εμφανίζεται ο Σαββόπουλος, μπροστά σε ένα κοινό κάθε ηλικίας, με την αφηγηματική του ικανότητα, την αναλυτική ματιά του και βέβαια την τόλμη του – όταν είπε ότι «αν ένα τραβαδούρο δεν τον κράξουν, δεν έχει κάνει επιτυχία» καταλάβαινες πως δεν μιλούσε για το τότε, αλλά για το πάντα. Στα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης, μας λέει μέσω της παράστασης, αν δεν μπορείς να κάνεις την ανασύνθεση της εποχής, η συζήτηση δεν έχει γοητεία, δηλαδή αλήθεια και νόημα. Αν δεν μπορούμε να ασχοληθούμε με το δεύτερο επίπεδο της Μεταπολίτευσης γιατί φοβόμαστε μην ενοχλήσουμε, λέει ο Σαββόπουλος περνώντας από τον «Πονηρό πολιτευτή» στους «Αχαρνείς» του, αυτό που μένει είναι μια εξιστόρηση που ο χρόνος την ροκανίζει και την κάνει να ακούγεται όπως τα παραμυθάκια, τα γεμάτα δήθεν ανδραγαθήματα, που οι γονείς διηγούνται στα παιδιά και αφορούν πάντα τα νεανικά τους χρόνια. Τα παιδιά διασκεδάζουν, αλλά δεν τα παίρνουν στα σοβαρά.
Η πρόθεσή του Διονύση οριοθετεί και τον τρόπο της αφήγησης. Το τραγούδι της εποχής εκείνης γίνεται το μέσο για να ξαναδούμε το ψηφιδωτό της εποχής, την βαρύτητα, αλλά και την ελαφράδα της. Η παρουσίασή της εποχής δεν κρύβει τις όποιες υπερβολές, αλλά και τις αθώες ή λιγότερο αθώες υποκρισίες: χρειάζεται κι αναφορά σε αυτές για να γίνει σημαντική η υπόστασή της.
Ό,τι στο Ηρώδειο είδαμε δέκα χιλιάδες τυχεροί ήταν ωραία περιγραφή αλλά κι ατόφιο συμπέρασμα. Η παράσταση θύμισε πως πενήντα χρόνια Δημοκρατίας, δηλαδή πενήντα χρόνια χωρίς πραξικοπήματα, χωρίς πολιτειακούς εμφύλιους διχασμούς, χωρίς παντοδύναμους νικητές και κυνηγημένους ηττημένους, ξεκίνησαν με ένα κόσμο που γέμιζε τα γήπεδα για να τραγουδήσει Μίκη Θεοδωράκη, αλλά που την ίδια στιγμή γιόρταζε στο πάρτι του Λουκιανού στη Βουλιαγμένη το καλοκαίρι του. Η εποχή παρουσιάστηκε με όλη την ανάγλυφη πολυπλοκότητα της χωρίς την κουραμπιεδόσκονη της νοσταλγίας που όλα τα κάνει γλυκερά. Ο κόσμος συγκινήθηκε ακούγοντας το «Δρόμοι παλιοί» και την χαμηλόφωνη ποίηση του Μανώλη Αναγνωστάκη, αλλά τραγούδησε με την ψυχή του το «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα» και το «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει» - μεταπολιτευτικά σουξέ που μας θύμιζαν πως η ανοχή είναι το μυστικό μιας επιτυχημένης Δημοκρατίας κι όχι η ισοπέδωση του γούστου των ανθρώπων.
Ο Σαββόπουλος διάλεξε ως συντελεστές της παράστασης, πέρα από τους αγαπημένους μουσικούς του, την ορχήστρα της ΕΡΤ και την μπάντα του Ναυτικού και κάποιους μεγάλους τραγουδιστές που ήταν κάπως σαν μάρτυρες υπεράσπισης της πολιτικής και καλλιτεχνικής του σύνθεσης, δηλαδή της παράστασης. Ο Γιώργος Νταλάρας, χτυπημένους από μια λοίμωξη του αναπνευστικού, δυσκολεύτηκε να τραγουδήσει. Η Μαρία Φαραντούρη ανέβηκε και κατέβηκε από την σκηνή υποβασταζόμενη: οι δυσκολίες αυτές, που δεν σκηνοθετήθηκαν, έδωσαν στην παράσταση μια επιπλέον αλήθεια – οι εικόνες αυτές ήταν σαν να σου έλεγαν πως ακόμα και η ανάμνησή και η επέτειος της Μεταπολίτευσης θα είναι πάντα κομμάτι ζόρικη. Αλλά, με ζόρι ή με τραγούδι, ο κόσμος πρέπει να την θυμάται την Μεταπολίτευση με την αληθινή κι όχι με την ωραιοποιημένη υπόστασή της: δεν ήταν ούτε πάρτι, ούτε διαδήλωση, ούτε διαδικασία κάθαρσης, ούτε ο θρίαμβος του καλού επί της γης. Προέκυψε εξαιτίας της τραγωδίας της Κύπρου κι όχι ως συνέπεια των μεγάλων λαϊκών αγώνων. Και συνέβη σε μια χώρα της οποίας ο κόσμος τραγουδούσε για την Λούλα και την κυρα Γιώργαινα ενώ ο Μάνος Χατζηδάκης κι ο Νίκος Γκάτσος γράφανε αριστουργηματικά για το Περιβολάκι του Αη Νικόλα που δεν έγινε σουξέ. Κι ευτυχώς.
Η Πρόεδρος έπρεπε να κάνει την εφετινή γιορτή της Δημοκρατίας στο Ηρώδειο. Χωρίς λόγους και μονολόγους. Απλά θα τραγουδούσαμε όλοι στο τέλος το «Ας κρατήσουν οι χοροί» γιατί ενώνουν. Ακόμα καλύτερα θα ήταν να επαναλάβει ο Σαββόπουλος την παράσταση στο Σύνταγμα: συμβολικά θα αποτελούσε το τέλος της Μεταπολίτευσης. Δηλαδή την κατανόησή της…
(Βημαγκαζίνο Ιούλιος 2024)