Χθες αργά το βράδυ το Συμβούλιο της Επικρατείας με μια απόφαση προβλέψιμη από οποιοδήποτε έχει πιεί καφέ σε εντευκτήριο νομικής σχολής, ακύρωσε το νόμο για τις τηλεοπτικές άδειες, που ήταν ένα από τα βασικά θέματα συζήτησης στην ελληνική πολιτική επικαιρότητα τους τελευταίους μήνες – ίσως, δυστυχώς, το βασικότερο.
Ακύρωσε το νόμο και τη φασαρία του
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έσβησε μονοκονδυλιά, όχι απλά τον αστήρικτο συνταγματικά νόμο του κ. Νίκου Παππά αλλά και όλη την φασαρία που τον συνόδευσε. Ακύρωσε τη δημοπρασία, τους νικητές και τους χαμένους, τα εκατομμύρια του τρελού πλειστηριασμού υποχρεώνοντας πλέον την Κυβέρνηση να δώσει πίσω τις προκαταβολές. Ακύρωσε τις πομπώδεις εξαγγελίες για το που αυτά τα χρήματα θα κατανεμηθούν, ακύρωσε τις διαβεβαιώσεις του Πρωθυπουργού και του Υπουργού του ότι μπήκε τέλος στη διαπλοκή, ακύρωσε τις μαγκιές στη ΔΕΘ, ακύρωσε συζητήσεις στη Βουλή προ ημερησίας διατάξεως, ακύρωσε κλάματα τηλεοπτικά καθώς κι ένα πλήθος από δημοσιεύματα που είτε υποστήριζαν, είτε δεν υποστήριζαν το νόμο. Το ΣτΕ είπε ότι ο νόμος δεν έπρεπε ποτέ να ψηφιστεί και κατά συνέπεια ποτέ δεν έπρεπε να υπάρχει τίποτα από όσα τον ακολούθησαν. Ετσι απλά.
Η λογική πάει περίπατο
Νομίζω ότι η εξέλιξη αυτή δείχνει ότι τον τελευταίο καιρό ζήσαμε σε αυτή τη χώρα μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές φάρσες της σύγχρονης ιστορίας – μια φάρσα δυστυχώς ενδεικτική του γιατί η χώρα είναι αδύνατο να συνέρθει: το πρόβλημά της δεν είναι μόνο οικονομικό, είναι πολιτικό. Η πολιτική και η διακυβέρνηση απαιτούν λογική και η λογική εδώ πάει περίπατο – τελευταία ολοένα και πιο συχνά. Η Κυβέρνηση ετούτη δεν είναι η πρώτη που αποφάσισε να ντριπλάρει το Σύνταγμα φτιάχνοντας ένα νόμο που δεν λάμβανε υπόψην συγκεκριμένα άρθρα του: οι πιο πολλές κυβερνήσεις το Σύνταγμα με μεγάλη τους χαρά θα το μετέτρεπαν σε κουρελόχαρτο και δεν είναι η πρώτη φορά που το ΣτΕ επαναφέρει τη συνταγματική τάξη, ακυρώνοντας κάποιο νομοθέτημα. Είναι ωστόσο μια από τις λίγες φορές που το σύνολο του πολιτικού κόσμου έφτασε να τσακώνεται για ένα νόμο που τελούσε υπό κρίση, χωρίς κανείς αυτό να το επισημαίνει. Και είναι ίσως η πρώτη φορά που και πολλοί σοβαροί επιχειρηματίες, με τη στάση τους και τη συμμετοχή τους σε ένα διαγωνισμό -φάρσα (όπως τελικά αποδείχτηκε), νομιμοποίησαν ένα πολιτικό καρκατσουλιό αδυνατώντας να βάλουν ένα όρο που η κοινή λογική υπαγορεύει, ότι δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει συμμετοχή σε καμία διαδικασία όσο ο νόμος τελεί υπό κρίση. Για μήνες παρακολουθήσαμε ένα απερίγραπτο θέατρο του παραλόγου για ένα νόμο που ήταν σε εκκρεμότητα: αμφιβάλω αν υπάρχει όχι χώρα, αλλά μπανανία πραγματική, όπου να πηγαίνει τόσο πολύ στην άκρη η λογική.
Τι πραγματικά έγινε
Νομίζω το χειρότερο συμπέρασμα σε αυτή την κακοπαιγμένη ιστορική φάρσα με τους δεκάδες πρωταγωνιστές είναι ότι μοιάζουν όλοι όλο αυτό το καρκατσουλιό να το γουστάρουν. Ας δούμε στο φινάλε του τι ακριβώς έγινε:
- Η Κυβέρνηση γράφοντας στα παλιά της τα παπούτσια το Σύνταγμα παίζει μαζί του φτιάχνοντας νόμους – πιθανότατα γνωρίζοντας πως δεν θα ισχύσουν. Αναλαμβάνει να λύσει ένα υπαρκτό πρόβλημα καουμπόικα και στήνει ένα παιγνίδι επικοινωνίας χωρίς να περιμένει το πιο βασικό, δηλαδή την τελική κρίση της συνταγματικότητας του νόμου. Πορεύεται με γνώμονα την επικοινωνία κι όχι το Σύνταγμα. Τζογάρει. Και χάνει.
- Η αντιπολίτευση σκίζει τα ρούχα της για την προστασία της ελευθεροτυπίας και του Συντάγματος χωρίς ούτε μια φορά να εξηγήσει γιατί το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο επί των ημερών της, όταν μάλιστα ΕΣΡ υπήρχε, έμεινε αρρύθμιστο. Καταγγέλει τη νέα διαπλοκή, απειλεί ότι θα αλλάξει το νόμο όταν γίνει Κυβέρνηση, μπερδεύει κι αυτή την ουσία του πράγματος, δηλαδή το ασύδοτο τηλεοπτικό τοπίο, με τις εντυπώσεις.
- Επιχειρηματίες νομιμοποιούν αυτή την επίδειξη κυβερνητικού νομικού αυταρχισμού είτε μπαίνοντας σε πλειστηριασμούς είτε καταγγέλλοντάς νέες διαπλοκές, ξεχνώντας (;) και στις δυο περιπτώσεις ότι ο νόμος τελεί υπο κρίση. Η υποψία που εγώ έχω είναι ότι όσοι έχουν κανάλια είδαν την ιστορία ως μια ωραία ευκαιρία να μονοπωλήσουν τη διαφήμιση – στο τέλος της μέρας κάποιοι από όσους φώναζαν βολεύτηκαν. Η απόφαση του ΣτΕ θα τους μπλέξει.
- Για μήνες όλοι τσακώνονται, αλληλοκαταγγέλονται, φωνασκούν, ουρλιάζουν, για ένα θέμα που το ΣτΕ λέει στο τέλος ότι είναι ανύπαρκτο, αφού ο νόμος δεν έπρεπε ποτέ να ψηφιστεί. Φυσικά το ρεζιλίκι της κυβέρνησης είναι μεγαλύτερο, ωστόσο στο παιγνίδι της έντασης έπαιξαν όλοι και όλοι μοιάζουν να το χαίρονται: δεν ενδιαφέρουν τόσο οι λύσεις, όσο η φασαρία για τα μάτια του κόσμου.
- Τι έλειψε; Μια ήπια φωνή που να λέει ότι πριν αρχίσουμε να τσακωνόμαστε πρέπει τουλάχιστον να περιμένουμε το ΣτΕ: εγώ τουλάχιστον μια τέτοια δεν άκουσα. Ακουσα καταγγελίες, εξυπνάδες, κορώνες πατριωτικές και τοποθετήσεις αυτάρεσκες: καμία φωνή λογικής. Αν κάποιος έτσι τοποθετήθηκε ας με συγχωρήσει: η φασαρία ενώ διαδραματιζόταν αυτή η τεράστια φάρσα υπήρξε ανυπόφορα εκκωφαντική.
Ένα φτηνό σόου
Η ιστορία του νόμου για τις τηλεοπτικές άδειες είναι σε μικρογραφία η περίληψη που εξηγεί πολλά από τα πολιτικά δεινά της χώρας: η ανυπαρξία ήπιων και λογικών φωνών επιτρέπει να στήνονται καυγάδες για το τίποτα, ενώ τα προβλήματα μεγαλώνουν. Το ΣτΕ δεν ακύρωσε το νόμο γιατί η αντιπολίτευση έκανε φασαρία και δεν θα τον ενέκρινε αν η Κυβέρνηση ασκούσε ακόμα μεγαλύτερη πίεση: όλοι αυτοί οι θεατρινισμοί αποδείχτηκε πως δεν αγγίζουν τους δικαστές – και πρέπει να πω πως πάντα έτσι συμβαίνει και ευτυχώς. Ωστόσο η απόφαση του ΣτΕ δεν λύνει και το πρόβλημα, απλά έκανε όλα όσα προηγήθηκαν ασήμαντα: και το νόμο και την καταγγελία του. Κατέδειξε η απόφαση ότι υπήρξε μόνο τσαπατσουλιά: ούτε λύση, ούτε σχέδιο – η όλη ιστορία είναι η ενδεικτική της Ελλάδας του σήμερα, που βουλιάζει στην εσωστρέφεια.
Ο νόμος Παππά υπήρξε η επιτομή ενός εκκωφαντικού τίποτα. Το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο παραμένει αρρύθμιστο. Οποιος έχει χρήματα και θέλει να επενδύσει, κανάλια μπορεί να φτιάξει: απλά ας έχει υπόψην του ότι η διαφημιστική πίτα είναι πολύ μικρή και η συντήρησή τους δύσκολη. Τα παραδοσιακά εκδοτικά συγκροτήματα και μετά την ακύρωση του νόμου Παππά βαδίζουν προς τον όλεθρο – αρκεί να δείτε τους ισολογισμούς τους. Τα προβλήματα της χώρας παραμένουν τεράστια και είναι πολύ σοβαρότερα από ό,τι ήταν δυο χρόνια πριν γιατί η κοινωνία κουράζεται και γιατί η χώρα κυβερνείται με βάση τις εντυπώσεις: ο Βαρουφάκης που θα έκανε την περίφημη διαπραγμάτευση και ο Παππάς που θα έβαζε τάξη με το έτσι θέλω στο τηλεοπτικό χάος κινούνται με την ίδια αντίληψη πρωταγωνιστή σε μάλλον φτηνά σόου: ένα σόου ήταν και ο νόμος Παππά και ε περάσαμε όμορφα. Το ΣτΕ πετώντας στα σκουπίδια αυτό το νομικό τερατούργημα είναι σαν να λέει στην Κυβέρνηση σοβαρευτείτε επιτέλους – ίσως το λέει και σε όποιον αργά η γρήγορα θα τη διαδεχθεί. Αλλά ποιος έχει όρεξη να σοβαρευτεί; Υπάρχει κανείς που να αφήσει κατά μέρος τη λατρεία για πόλωση και να μιλήσει τη γλώσσα της λογικής, νηφάλια και ψύχραιμα;
Αφού μάλλον κανείς δεν υπάρχει ας το γυρίσουμε στην πλάκα να διαλυθούμε γελώντας. Ο Νίκος ο Πάππας έκανε ένα νόμο. Τον πήραν οι δικαστές και τον κάνανε κωλόχαρτο. Και τώρα να δούμε ποιος θα κάνει παπάδες…