Η περίπτωση του Δημήτρη Λιγνάδη, ηθοποιού, σκηνοθέτη και πρώην διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, που χθες συνελήφθη για βιασμούς ανηλίκους μετά από εμφάνισή του στη ΓΑΔΑ, είναι όπως και να το δει κανείς μια απίστευτη ιστορία. Αν οι κατηγορίες ευσταθούν και αποδειχτούν θα είμαστε μπροστά σε κάτι απίστευτο. Όχι γιατί θα αποδειχτεί ότι έχουμε να κάνουμε με κάποιον διεστραμμένα άρρωστο: στην κοινωνία μας πάντα θα υπάρχουν και τέτοιοι. Αλλά γιατί θα βρισκόμαστε μπροστά σε μια απίστευτη ιστορία σιωπής – τη μεγαλύτερη ίσως στα χρονικά, όχι του ελληνικού Θεάτρου, αλλά της ελληνικής κοινωνίας. Αν οι κατηγορίες αποδειχθούν και ο Λιγνάδης καταδικαστεί υπάρχουν κάποιοι εκατοντάδες άνθρωποι που θα πρέπει να μας εξηγήσουν γιατί κανείς ποτέ δεν είπε το παραμικρό. Καλός ηθοποιός είναι ο Λιγνάδης, αλλά όχι τόσο καλός ώστε να κρύψει τέτοιου είδους διαστροφές από δεκάδες συνεργάτες, πάρα πάρα πολλούς φίλους και σίγουρα αρκετούς χρηματοδότες. Κι αποκλείεται όλοι αυτοί να τον είχαν τόσο μεγάλη ανάγκη, ώστε να μην μιλούσαν ποτέ. Δεν το δέχομαι γιατί δεν είναι λογικό. Προφανώς στην περίπτωσή του είναι τεράστια σαχλαμάρα να μιλάει κανείς για μια ιστορία δήθεν πολιτικής συγκάλυψης. Πρώτον γιατί αυτά που του καταμαρτυρούν (για την ώρα) έχουν γίνει δέκα χρόνια πριν κι όχι στη διάρκεια της παρουσίας του στη διεύθυνση του Εθνικού. Και δεύτερον γιατί συνεργάτες του σκηνοθέτη υπήρξαν πολιτικοί αντίπαλοι της σημερινής κυβέρνησης που τον διόρισε, όπως η πρώην Υπουργός Πολιτισμού κ. Λυδία Κονιόρδου, η τελευατία του (;) πρωταγωνίστρια. Υπάρχει κάτι δυστυχώς πιο βαθύ και πιο σάπιο στο βασίλειο του Θεάτρου μας – αν οι κατηγορίες είναι αληθινές (θα το λέω πάντα, γιατί κανείς δεν είναι ένοχος πριν καταδικαστεί, ακόμα κι αν κατηγορείται για τα χειρότερα).
Στα όρια της αυτοδικίας
Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη σιωπή των θυμάτων και στη σιωπή όλων όσων κάτι ξέρουν ή κάτι υποψιάζονται. Τα θύματα πολλές φορές μπορεί να μην μιλάνε από φόβο ή από ντροπή ή γιατί δεν φαντάζονται πως μπορεί να βρουν υποστήριξη. Ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε και με ανήλικα παιδιά το να τους ζητάς να σπάσουν τη σιωπή τους είναι απάνθρωπο: δεν μπορεί από παιδιά να ζητάς να έχουν τη δύναμη που συχνά λείπει από τους μεγάλους. Από την άλλη, στην περίπτωση του Λιγνάδη, αν απλά κρίνω με βάση όσα τώρα κυκλοφόρησαν δεν είχαμε να κάνουμε με πράξεις που χάθηκαν στα σκοτάδια: υπάρχουν στις ιστορίες αυτές ακόμα και αντιδράσεις πατεράδων που ξεπέρασαν τα όρια της αυτοδικίας – ίσως από οργή, ίσως γιατί δεν πίστευαν στο σύστημα δικαιοσύνης, κακώς πολύ κακώς βέβαια. Αλλά οι ιστορίες που τώρα κυκλοφόρησαν δεν ήταν καυγαδάκια που έχουν να κάνουν με παραγωγές και ρόλους ή υστερικοί τσακωμοί που προκαλούν γέλια: μιλάμε για ιστορίες τρόμου. Δεν μπορεί σε ένα χώρο που είναι όλοι γνωστοί να μην ήξερε κανείς τίποτα. Και ευτυχώς υπάρχουν πολλές δυνατότητες για καταγγελίες: υπάρχουν σωματεία ηθοποιών, media, εισαγγελικές αρχές, Υπουργεία – όρεξη να ‘χεις.
Παιδιά από τα σπάνια
Τι ακριβώς συμβαίνει; Νομίζω η απάντηση έχει να κάνει με το χώρο και όχι με την Τέχνη ή τους ανθρώπους. Το ελληνικό Θέατρο είναι ένα θερμοκήπιο και μάλιστα πολύ μικρών διαστάσεων. Υπάρχουν εντός του ωραίες παρεούλες που συνήθως γράφουν και την ιστορία του. Η ανάγκη να υπάρχουν μυστικά και ψέματα φαίνεται ότι είναι, όχι κανόνας επιβίωσης, αλλά κανόνας συμπεριφοράς. Δεν πρέπει να μιλάς για τον άλλο γιατί κάθεται δίπλα σου. Δεν μιλάς, όχι γιατί είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις από ευγένεια ή γιατί φοβάσαι, αλλά γιατί θες να είσαι μέλος της παρέας. Αυτή η σιωπή φαίνεται ότι είναι το εισιτήριο που πληρώνεις για να είσαι στο θερμοκήπιο: για να παίρνεις ρόλους, να βρίσκεις παραγωγούς, να σου ανοίγουν τις πόρτες στο Υπουργείο Πολιτισμού, να λένε τα καλύτερα για σένα. Η σιωπή στην προκειμένη περίπτωση μοιάζει να είναι ο κανόνας μιας αλληλοϋποστήριξης που στο τέλος θυμίζει λιγάκι τις μαφιόζικες οικογένειες. Δεν είναι όλοι «καλά παιδιά», αλλά «ξεχωριστά παιδιά» - «παιδιά από τα λίγα», «σπάνια». Ετσι κι αλλιώς όλοι κρίνονται από το αποτέλεσμα, δηλαδή από την επιτυχία. Κι όταν αυτή υπάρχει όλα είναι εντάξει. Η πραγματική ζωή ευτυχώς απέδειξε ότι δεν είναι έτσι ακριβώς.
Το πιο μεγάλο μυστήριο
Θα ήταν λάθος να γενικεύουμε. Εντός του θερμοκηπίου υπάρχουν προφανώς και τρομεροί καλλιτέχνες, και ικανοί άνθρωποι και άνθρωποι με ήθος, και πολλοί, πάρα πολλοί που δεν έχουν σκελετούς στις ντουλάπες τους και που προφανώς δεν έχουν κάτι να κρύψουν. Και ίσως το πιο μεγάλο μυστήριο αυτής της ιστορίας είναι η δική τους σιωπή: η σιωπή όσων ήταν στην προκειμένη περίπτωση εκτός της παρέας του Λιγνάδη που ήταν τεράστια, αλλά διάβολε δεν ήταν και μέλη της όλοι. Γιατί οι εκτός παρέας, όσοι δηλαδή σήμερα δηλώνουν ότι έπεσαν από τα σύννεφα, δεν μιλούσαν; Μια απάντηση είναι ότι φοβόντουσαν να κάνουν κακό στο ίδιο το Θέατρο, πίστευαν πως αν το έκαναν θα πριόνιζαν το κλαδί του δέντρου πάνω στο οποίο κάθονται και οι ίδιοι. Αλλά ως απάντηση είναι αρκετά απλοϊκή για να γίνει πιστευτή. Πιθανότατα υπάρχει κάτι άλλο που γεννά αυτές τις σιωπές –κάτι που εμείς που παρακολουθούμε τις παραστάσεις από τον εξώστη χωρίς να έχουμε ανεβεί στο σανίδι δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Ειλικρινά το λέω θα ήθελα να μπορούσα να καταλάβω κάποτε τα γιατί αυτής της σιωπής: πιστεύω πως θα γινόμουν πιο σοφός, αν όχι και καλύτερος άνθρωπος.
Δεν μιλάμε για κουσούρια
Ο Δημήτρης Καταλειφός πριν λίγο καιρό είπε ότι «κάποια πράγματα έτσι τα βρήκαμε». Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, που ως πρόεδρος του Εθνικού Θέατρου δεν είχε ανανεώσει κάποτε τη σύμβαση του Λιγνάδη ως καθηγητή της σχολής του Εθνικού γιατί όπως τόνισε «τον ακολουθούσαν κάποιες κακές φήμες», έγραψε ότι «στο Θέατρο λειτουργούσε το σύνδρομο της εξουσιαστικής επιβολής, λόγω θέσεως, εργασιακής εξάρτησης, δημοφιλίας και επαγγελματικών προοπτικών, με σύνηθες επακόλουθο ωμούς εκβιασμούς και ταπεινώσεις» και ότι «παλιότερα αυτή η συμπεριφορά ήταν σχεδόν θεσμική». Αλλά διάβολε εδώ δεν μιλάμε για καψώνια: ο βιασμός ανηλίκων (αν ισχύει και αποδειχτεί) δεν είναι «κουσούρι» (που λέγανε παλιά), ούτε διαστροφική υπερβολική συμπεριφορά – μιλάμε για κανονική επικίνδυνη αρρώστια. Εξίσου επικίνδυνη με τη σιωπή – την ακατανόητη σιωπή όσων φαίνεται να αποδέχονται ότι αυτή είναι μέρος του επαγγέλματος.
Πίστευα ότι η ιστορία αυτή θα ήταν χρήσιμη αν απλά άλλαζε την διαδικασία επιλογής των διευθυντών των κρατικών Θεάτρων και γενικά των κρατικών διευθύνσεων. Ζηλεύω τους Αμερικάνους που πριν αναθέσουν κάτι σε κάποιον τον περνάνε από κόσκινο. Βάζουν το FBI να ψάχνει ακόμα και τα σκουπίδια του, ζητάνε στη διαδικασία αξιολόγησης από όποιον κάτι έχει ακούσει να βγει και να το πει, σκαλίζουν κάθε υπόθεση που αφορά τον υποψήφιο και ερευνούν κάθε φήμη: δεν το κάνουν για αυτόν, αλλά για την προστασία του κύρους του δημόσιου αξιώματος. Θα λεγα ότι θα πρεπε να τους μιμηθούμε, αλλά από την άλλη σκέφτομαι πως κανείς δεν μπορεί να επιβάλει σε κάποιον να μιλήσει αν δεν το θέλει.
Η Μενδώνη αργά η γρήγορα θα παραιτηθεί. Αλλά στην ιστορία αυτή μπορεί σήμερα να κουνάει το δάχτυλο όποιος είχε εκφράσει δημοσίως αντιρρήσεις, όταν ο Λιγνάδης τοποθετήθηκε στη διεύθυνση του Εθνικού, θυμίζοντας ότι τον ακολουθούν κάποιες αλλόκοτες φήμες. Δεν θυμάμαι κανένα. Κι αν υπάρχει ειλικρινά θα θελα να του σφίξω το χέρι…