Από την ώρα που επέστεψα από τις διακοπές ένα μόνο πράγμα σκέφτομαι: τι χειμώνα θα περάσουμε. Ομολογώ ότι έχω πέσει κι εγώ στο γνωστό τρυπάκι – αναρωτιέμαι δηλαδή συνεχώς αν «θα μας ξανακλείσουν» και πότε αυτό θα συμβεί. Αυτές τις ερωτήσεις τις ακούω τόσο πολύ που δεν μπορώ να τις αποφύγω να τις κάνω στον εαυτό μου – λες κι αυτός ξέρει. Σε αυτή τη διαδικασία του παραλογισμού έχει μπει πολύς κόσμος: νομίζω όλοι. Εχει να κάνει δυστυχώς και με την αίσθηση του τέλους του καλοκαιριού. Γιατί και το εφετινό καλοκαίρι, στα μάτια των περισσότερων, είχε την εικόνα μιας κανονικότητας κι από τη στιγμή που αυτό τελειώνει τελειώνει, νιώθουμε, και η κανονικότητα που το χαρακτήρισε.
Ένα καλοκαίρι σαν θερμοκήπιο
Ηταν κανονικό το εφετινό καλοκαίρι; Μπορεί να το πεις φρικτό ή θλιβερό ή πικρό εξαιτίας των πυρκαγιών που κατάκαψαν μέρος της χώρας. Μπορεί να το πεις άθλιο εξαιτίας του καύσωνα που κάποιοι τον συνέκριναν με εκείνο του 1987 – κάπως επιπόλαια ωστόσο γιατί τότε μετρήσαμε κοντά 1500 θύματα. Μπορεί να το πεις ακόμα και κουραστικό, αφού αν έμπαινες σε πλοίο για νησί, περνούσες προηγουμένως μια ταλαιπωρία. Αλλά όπως και να το πεις ήταν καλοκαίρι ελληνικό, δικό μας. Για τους πιο τυχερούς, που το πέρασαν μακριά από πυρκαγιές ή πόλεις και νησιά που κοκκίνιζαν, ήταν πάλι κάτι σαν ένα είδος θερμοκηπίου: εντός του αυτοί ζούσαν με μια σχετική ανεμελιά, ενώ γύρω γύρω χαλούσε κόσμος.
Δεν ήταν φυσικά όλοι το ίδιο τυχεροί σαν εμένα, που το πέρασα στο Πήλιο που φωτιά δεν πιάνει και κρούσματα δεν καταγράφονται, αλλά πιστεύω πως και οι λιγότερο τυχεροί καλά πέρασαν. Για ένα κυρίως λόγο: γιατί μετά από ένα χειμώνα κλεισούρας και μπαφιάσματος ταξίδεψαν (όσο ταξίδεψαν), άφησαν στην άκρη τις μάσκες που πάντα μας θυμίζουν πως κάτι δεν πάει καλά, άλλαξαν ψυχολογία, ξαναείδαν ανθρώπους που είχαν καιρό να τους δουν και κυρίως βγήκαν από την επικαιρότητα της μουντάδας που μας χάλασε πολύ χειμωνιάτικα. Στην αρχή του καλοκαιριού όλοι έμοιαζαν θηρία ανήμερα που βγήκαν από τα κλουβιά τους: όλοι νόμιζες πως κυκλοφορούσαν έτοιμοι να καυγαδίσουν για το τίποτα. Στο τέλος του καλοκαιριού επικρατεί μια παράξενη ηρεμία – η ηρεμία της εκτόνωσης.
Ακόμα κι αν έχει 35 βαθμούς…
Δεν είναι πάντα μαγικό και υπέροχο το ελληνικό καλοκαίρι: έχει και καύσωνες και φονικά μπουρίνια και πυρκαγιές. Αλλά είναι πάντα καλοκαίρι – δικό μας καλοκαίρι. Δεν είναι αλήθεια πως σε αυτό ο χρόνος περνά αργά, ούτε πως οι μέρες του μοιάζουν μεγάλες κι ατελείωτες γιατί αργεί να νυχτώσει ή γιατί δεν έχουμε δουλειά: εμένα φέτος μου φάνηκε πως μέρες και βδομάδες τελείωσαν πιο γρήγορα από ποτέ, ίσως γιατί στην αρχή του ήμουν τρομερά κουρασμένος. Το θέμα με το καλοκαίρι είναι ότι αλλάζει η επικαιρότητα και οι ερωτήσεις: δεν σε νοιάζουν όσα τον υπόλοιπο καιρό, αλλά πολλά άλλα γλυκά ασήμαντα. Κι όταν γυρνάς σε όσα σε απασχολούν, το καλοκαίρι τελειώνει. Ακόμα κι αν έχει 35 βαθμούς και δεν κουνιέται τίποτα από την άπνοια.
Βάλανε τα καλά τους
Η ερώτηση αν θα μας κλείσουν, είναι ο επίλογος του εφετινού καλοκαιριού. Το περάσαμε με περίπου 3 χιλιάδες κρούσματα την ημέρα, κάτι παραπάνω από είκοσι θανάτους να καταγράφονται καθημερινά και τις ΜΕΘ να γεμίζουν, αργά αλλά σταθερά. Όμως παράλληλα ζήσαμε κιόλας, όσα συνήθως τα καλοκαίρια ζούμε. Η συντριπτική πλειοψηφία που μπορούσε να πάει διακοπές πήγε και τις χάρηκε. Οποιος μπορούσε να ταξιδέψει ξεπέρασε τους φόβους του και το έκανε. Οι διάφοροι συναγερμοί σε νησιά και λοιπούς καλοκαιρινούς προορισμούς δεν στάθηκαν αιτία για να κλείσουν όλα. Υπήρξε μια γενική ανοχή για να δουλέψουν οι τουριστικοί προορισμοί. Αλλά και τα ξενοδοχεία, οι εστιάτορες και όλοι όσοι από τον τουρισμό ζουν, έδειξαν στην πλειοψηφία τους μιας σοβαρότητα. Ισως γιατί η περίοδος είναι μικρή, βάλανε όλοι τα καλά τους για να μας θυμίσουν πως τα καλοκαίρια είναι ακόμα δικά μας. Κι όχι του ιού και της πανδημίας που μας την έχει πάντα φυλαγμένη.
Δεν θα τη βρεις ποτέ
Το καλοκαίρι το εφετινό είχε κυρίως τα χαρακτηριστικά μιας παρένθεσης, αλλά ήταν αναμφίβολα μια χρήσιμη παρένθεση. Τι προσπαθώ να πω; Πως πολύ φοβάμαι πως η ζωή μας μπαίνει σε ένα παράξενο κύκλο παρενθέσεων: για να ζεις καλά μια ευχάριστη παρένθεση, πρέπει προηγουμένως να ζεις μια δυσκολία. Όχι απλά για να γλυτώσεις από τον ιό, αλλά για να καταλάβεις τι ωραία που είναι η κανονική ζωή και να την αγαπήσεις. Να είσαι ερωτευμένος μαζί της και να την λαχταράς. Και να κάνεις ό,τι μπορείς για να τη δεις να επιστρέφει. Όχι μόνο καλοκαιριάτικα, αλλά όλο το χρόνο. Αν αυτή την κανονική ζωή δεν την αγαπάς, άδικα την περιμένεις: δεν θα τη βρεις ποτέ.
Ακριβό ίσως το τίμημα
Οσο όμορφο κι αν υπήρξε για τον καθένα (αν λέω…) το καλοκαίρι, σιγά σιγά τελειώνει – για τους πιο πολλούς από μας τελείωσε ήδη – και πολύ κράτησε. Το τέλος τους το σηματοδοτούν απορίες για τις αντοχές μας – ίσως και νέοι φόβοι. Ο κόσμος μου λένε θα ξεσηκωθεί αν υπάρξει ένα νέο lockdown. Η αγορά δεν θα το αντέξει. Η οικονομία θα λυγίσει. Ισως. Αν το καλοκαίρι ήταν μια παρένθεση κανονικής ζωής, δεν αποκλείεται το τίμημά της να είναι πολύ ακριβό. Η κινητικότητα μεγαλώνει τη διασπορά του ιού, η επιστροφή στις μεγάλες πόλεις θα φέρει ίσως μια νέα έξαρση. Το κόστος της καλοκαιρινής παρένθεσης μπορεί να αποδειχτεί μεγάλο, αλλά ποια μπορεί να είναι η άλλη λύση; Ο εμβολιασμός θα πει κάποιος. Πολύ σωστά. Αλλά αφού δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ως λύση από πολλούς, κι αφού καμία κυβέρνηση δεν τολμάει να τον κάνει υποχρεωτικό, τι μπορούμε να κάνουμε; Οποιος πείστηκε, εμβολιάστηκε: όποιος δεν πείστηκε θα αλλάξει γνώμη μόνο αν κάποιος δικός του πληρώσει το τίμημα της ξεροκεφαλιάς του – αλλά κι αυτό ως διαδικασία ωρίμανσης δεν είναι ό,τι καλύτερο.
Ακουγα μόνο τζιτζίκια
«Αν δεν υπάρχει λύση για ένα πρόβλημα, η λύση δεν μπορεί να είναι το ίδιο το πρόβλημα», λένε: πολύ σωστά. Επομένως η λογική πρόβλεψη είναι ότι αν στις ΜΕΘ φτάσουμε να έχουμε πάνω από 600 άρρωστους πάλι θα κλείσουμε. Κι αν ακούσουμε μια μέρα ότι τα κρούσματα είναι 10 χιλιάδες, πάλι θα κλειστούμε μέσα μόνοι μας. Ελπίζοντας μετά από μια παρένθεση νέου φόβου να έχουμε πάλι μια παρένθεση κανονικότητας: η ελπίδα μου είναι ότι στο χειρότερο σενάριο, ίσως μετά το φθινόπωρο, να ζήσουμε ένα νέο καλοκαίρι μέσα στο χειμώνα.
Το λέγανε «επιλογή του ακορντεόν»: κλείνουμε, ανοίγουμε, Γυρίζοντας στην Αθήνα νομίζω πως ακούω παντού αυτό το ακορντεόν. Ενώ το καλοκαίρι άκουγα κυρίως τζιτζίκια. Και πολύ τα εκτίμησα.