Εντυπωσιάστηκα, το ομολογώ από το πόσος κόσμος στεναχωρήθηκε στην είδηση του θανάτου της Μαίρης Χρονοπούλου: ήταν δεκάδες οι φίλοι που με παρακάλεσαν να γράψω κάτι – δεν το περίμενα. Η Χρονοπούλου ήταν η πιο παράξενη Ελληνίδα πρωταγωνίστρια της Φίνος Φίλμ, καλά καλά δεν έμοιαζε Ελληνίδα. Σε μια από τις βιογραφίες του ο Γιάννης Δαλιανίδης ισχυρίζεται πως όταν του ζητήθηκε (και μάλιστα από την ίδια) να την χρησιμοποιήσει σε κάποιο μιούζικαλ της είπε ότι είναι αδύνατον και ότι πρέπει να πάει στην Ιταλία ή στη Γαλλία, αν θέλει να παίξει στο σινεμά. Ο Δαλιανίδης το αιτιολόγησε λέγοντας πως παραήταν σοβαρή! «Δεν μπορούσε να την φανταστεί κανείς να λέει αστεία. Δεν ήταν μπριόζα όπως η Βουγιουκλάκη πχ. Δεν επέτρεπε σε καμία γυναίκα της εποχής να ταυτιστεί μαζί της, όπως συνέβαινε με την Μάρθα Καραγιάννη ή τη Χλόη Λιάσκου. Δεν έκαιγε καρδιές όπως η Ζωή Λάσκαρη που πλημύριζε την οθόνη. Δεν υπήρχε ρόλος που έγραφες και σκεφτόσουν πως θα είναι για αυτήν. Αλλά ήταν τόσο μεθοδική και καλή ηθοποιός που κέρδισε μια θέση παίζοντας πολλά που καμία άλλη δεν τόλμησε» λέει ο Δαλιανίδης. Και περιγράφει το εξαιρετικό της παρουσίας της.
Αργά αλλά πολύ σταθερά
Η Χρονοπούλου ήταν κορίτσι των Βορείων Προαστείων της Αθήνας σε μια εποχή που καλά καλά δεν υπήρχαν Βόρεια Προάστεια. Για να γίνει ηθοποιός έδωσε μάχες με τους γονείς της: η αυστηρή αστική της οικογένεια δεν ήθελε να ακούει. Δεν βρήκε επίσης τίποτα εύκολο. Είναι χαρακτηριστικό πως στο ελληνικό σινεμά του ‘50 που διψάει για πρωταγωνίστριες αυτή ξεκινά με τελείως δεύτερους ρόλους. Παίζει ένα κορίτσι που εμφανίζεται σε ένα όνειρο στο Πρωϊνό Ξύπνημα το 1954 και δεν είναι μικρούλα - είναι ήδη 21 χρονών. Πρέπει να περάσουν τέσσερα ολόκληρα χρόνια για να ξαναεμφανιστεί σε ταινία: έχει πάρει ένα ρολάκι για να θαυμάσει από κοντά την Ελλη Λαμπέτη στο «Τελευταίο Ψέμμα». Ένα χρόνο μετά παίζει πάλι ένα μικρό ρόλο στο θρυλικό «Στουρνάρα 288», όπου βέβαια τα μάτια όλων είναι στην Σοφία Βέμπο. Παρόλο που κοντεύει τα 30 δεν παραιτείται από τίποτα.
Εχει και την τύχη να έχει καλούς σκηνοθέτες: οι δουλειές με τον Ντίνο Δημόπουλο και τον Μιχάλη Κακογιάννη την πείθουν πως η επιτυχία του ηθοποιού στο σινεμά εξαρτάται κυρίως από αυτούς. Γνωρίζει τον Δαλιανίδη που της δίνει ένα μεγαλύτερο, αλλά όχι πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Χωρίς Ταυτότητα». Βασίζεται σε ένα βιβλίο του Γιάννη Μάρη, παίζουν η Λάσκαρη κι ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η ίδια είναι πολύ καλή σε σημείο που η Φίνος Φιλμ θέλει να την καθιερώσει σε ρόλους επικίνδυνης μοιραίας γυναίκας. Γιατί; Γιατί η Χρονοπούλου είναι άποψη. Εχει ένα ωραίο ευρωπαϊκό αέρα. Η ομορφιά της φαίνεται πως θα κρατήσει δεκαετίες κι αυτό είναι από μόνο του επικίνδυνο. Και η φωνή της είναι εξαιρετικά σπάνια, έχει ένα παράξενο γρέζι που δεν συναντάς πουθενά.
Θα το κάνει σουξέ
Μέχρι το 1964 υπηρετεί θέλοντας δεν θέλοντας βασικά δραματικούς ρόλους. Θα παίξει στα «Ανήσυχα Νιάτα», στα «Κόκκινα Φανάρια», στο «Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο», στο «Φόβος», στο «Κοινωνία ώρα μηδέν» πάντα με καλούς σκηνοθέτες. Θα χρησιμοποιηθεί και σε μια αμερικάνικη παραγωγή, στη «Γυμνή ταξιαρχία» (τίτλος στα αγγλικά: The naked brigade) που θα γυριστεί στην Κρήτη το 1964. Όχι τυχαία ο ρόλος της στην ταινία αυτή είναι πιο μεγάλος από τους ρόλους που έχει παίξει μέχρι τότε στην Ελλάδα: οι Αμερικάνοι ξέρουν περισσότερο σινεμά από μας.
Το 1967 η Χρονοπούλου είναι πάντως ήδη μια σταρ. Στο Θέατρο είναι η μούσα του Αλέξη Σολομού. Το 1966 έχει παίξει σ τέσσερις ταινίες κι όλες έχουν σπάσει ταμία: πιο πολλά εισιτήρια το «Δάκρυα για την Ηλέκτρα», του Δαλιανίδη. Εχει στο μεταξύ αρχίσει και να τραγουδάει λίγο στις ταινίες κι ίσως είναι αυτό που θα πείσει τον Δαλιανίδη να της δώσει ένα ρόλο στις «Θαλασσιές τις χάντρες», όπου θα παίξει την τραγουδίστρια Σοφία. Θα πει το «Εκλαψα χθες» και θα το κάνει σουξέ. Αλλά κρατά το καλύτερο για το επόμενο.
Του αγοριού απέναντι
Η Χρονοπούλου έκανε πάρα πολλά. Νομίζω πως ο λόγος που ήθελε να παίξει και σε μιούζικαλ και κωμωδίες είναι γιατί πίστευε πως μόνο έτσι θα φτάσει σε μια πληρότητα ως ηθοποιός. Φοβόταν την τυποποίηση, δεν ήθελε να καταγραφεί στο θυμικό του κόσμου που γέμιζε τα σινεμά ως μια δεδομένη περσόνα, ικανή για ένα ρόλο και μόνο. Νομίζω αυτή η ανάγκη την οδήγησε τη δεκαετία του ΄70 να συνεργαστεί και με το Θόδωρο Αγγελόπουλο στους Κυνηγούς, και πολύ αργότερα και στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» όπου είναι συγκλονιστικά σωστή. Όμως και τίποτα από αυτά να μην είχε κάνει θα κρατούσε για πάντα μια θέση στην ιστορία του ελληνικού σινεμά, δηλαδή των Ελλήνων θεατών του, με ένα τραγούδι που είπε στο «Μια κυρία στα μπουζούκια». Όταν η Χρονοπούλου είπε το «Του αγοριού απέναντι» η ελληνική κοινωνία έκανε ένα μικρό βηματάκι μπροστά προς τον δυτικό κόσμο. Το 1968 η Χρονοπούλου σηκώνεται από το τραπέζι, κολλάει την χαρτούρα στο κεφάλι του μπουζουκτσή, ρίχνει μια γυροβολιά και αρχίζει να τραγουδάει «του αγοριού απέναντι πείτε του πως πεθαίνω» δείχνοντας τον Γεωργίτση δίπλα στην αμήχανη Θεά Ζωή Λάσκαρη. Η σκηνή είναι σχεδόν πολιτική πράξη: μια φεμινιστική κατάθεση θράσους που ενθουσιάζει τις γυναίκες και προειδοποιεί τους άντρες πως οι συνθήκες θα αλλάξουν θέλουν δεν θέλουν. Η Ελενα Απέργη της ταινίας είναι πλούσια, ντίβα και απελευθερωμένη από ό,τι μικροαστικό κουβαλάει. Μπορεί να είναι και η ίδια η Μαίρη Χρονοπούλου: έτσι κι αλλιώς πενήντα και πλέον χρόνια αργότερα εξακολουθεί να είναι συγκλονιστική.
Υπήρξε αρραβωνιαστικιά του Ανδρέα Μπάρκουλη. Παντρεύτηκε και χώρισε γρήγορα. Εφυγε πλήρης ημερών. Στην τελευταία της επιθυμία αναφέρει τα εξής. «Ζήτησα από την αγαπημένη μου φίλη Ευανθία Ρεμπούτσικα μία χάρη, να μου γράψει ένα μικρό ρέκβιεμ μουσικό. Θα έρθει στην Ριτσώνα και με το υπέροχο κόκκινο βιολί της θα μου παίξει αυτό το κομμάτι πριν από την καύση. Αισθάνομαι αυτοκράτειρα με αυτό και μου αρέσει». Ηταν η Μαίρη Χρονοπούλου. Μια πρωταγωνίστρια του σινεμά. Εντελώς τυχαία Ελληνίδα. Θα ήταν πρωταγωνίστρια παντού.