Τα σπορ, όταν τα αγαπάς και τα παρακολουθείς, σου δίνουν συχνά τη δυνατότητα για ταξίδια στο χρόνο. Καμιά φορά κάνεις ταξίδια προς το μέλλον, γιατί βλέπεις αθλητές, που, χάρη στα προσόντα τους, θα παίξουν σημαντικό ρόλο στα χρόνια που ακολουθούν. Άλλες φορές κάνεις βουτιές στο παρελθόν και νομίζεις πως, ως δια μαγείας, γύρισες στα παιδικά σου χρόνια. Αυτό το δεύτερο ομολογώ ότι μου συνέβη χθες βράδυ παρακολουθώντας την προσπάθεια της ΑΕΚ να κερδίσει τη Ριέκα και να προκριθεί στην επόμενη φάση του Γιουρόπα λιγκ, αλλά και το ματς του μπασκετικού Ολυμπιακού που ήθελε να κερδίσει την Αρμάνι και να κρατηθεί στην Ευρωλίγκα πρώτος. Η ΑΕΚ παρά την σπουδαία επιστροφή από το 0-2, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την ανατροπή και έφερε την τρίτη της ισοπαλία σε εντός έδρας ματς: τώρα πρέπει να πάρει την πρόκριση στη Βιέννη. Ο Ολυμπιακός, από την άλλη, δια πυρός και σιδήρου κέρδισε την ομάδα του Μιλάνου με ένα πόντο. Αλλά περισσότερο από τα αποτελέσματα αγαπάω τις μνήμες που μου ξύπνησαν.
Από την Ουίπεστ στη Ριέκα
Τη δεκαετία του ΄80 και του ‘90 οι ελληνικές ομάδες έπαιζαν με πρώτο και βασικό στόχο το θρίαμβο της μιας βραδιάς. Οι αντίπαλοι ήταν σχεδόν πάντα όλοι δύσκολοι και σπουδαίοι και σχεδόν πάντα άγνωστοι, σαν τη Ριέκα. Σπανιότατα γνωρίζαμε τι χρώμα έχουν οι εμφανίσεις των ομάδων, που στους πρώτους γύρους των ευρωπαϊκών διοργανώσεων προέκυπταν ως αντίπαλοι των ομάδων μας. Πολύ συχνά οι ομάδες μπας μπερδεύονταν απέναντί τους, αλλά σχεδόν πάντα πάλευαν. Κάθε πρόκριση ήταν μια εποποιία και κάθε παιγνίδι ένα μυθιστόρημα. Οσο πιο άγνωστος ήταν ο αντίπαλος τόσο μεγαλύτερη η προσμονή του ματς. Η ΑΕΚ έπαιζε στο κύπελλο Κυπελλούχων με την Ούιπεστ Βουδαπέστης και παίκτες όπως ο Κις, ο Κάρντος και ο Κίσνιερ ακούγονταν σαν υπεράνθρωποι. Αντιμετώπιζε την Βλάζνια και δεν ήξερε τι θα την περιμένει στην Αλβανία.
Απέκλειε την Σπαρτάκ Μόσχας με ανατροπή στη Νέα Φιλαδέλφεια και ο κόσμος έβλεπε τον Μοστοβόι σαν εξωγήινο. Εδινε επικές μάχες με την Αρμάτα Τίγκρου Μόρες, που από όνομα και μόνο τρόμαζε. Ηταν οι καιροί που το Ιντερνετ δεν μπορούσαμε και να το φανταστούμε, η γνώση μας για το διεθνές ποδόσφαιρο βασιζόταν κυρίως σε ότι έγραφαν οι αθλητικές εφημερίδες (και ειδικά το Φως που είχε ωραία εξωτερικά). Οι ομάδες που δεν προέρχονταν από την Ιταλία, την Αγγλία, την Ισπανία και την Γερμανία μας ήταν όλες άγνωστες, εκτός αν της έλεγαν Μπενφίκα, Πόρτο και Σεντ Ετιέν ή αν είχαν παίξει σε κανα τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης που έδειχνε πάντα η ΕΡΤ το Μάιο. Τα ματς ήταν όλα δραματικά και ήταν αδύνατο να καταλάβεις ποια ήταν η δυναμικότητα των αντιπάλων: όλοι μας φαίνονταν φοβεροί και τρομεροί σχεδόν ανεξήγητα. Ετσι ήταν και η Ριέκα χθες βράδυ: για εικοσιπέντε λεπτά δεν είχε καμία σχέση με την ομάδα που η ΑΕΚ είχε κερδίσει και ο Ολυμπιακός είχε αποκλείσει ένα τρίμηνο πριν. Εμοιαζε να έχει βγει από τους εφιάλτες της ΑΕΚ, είχε παίκτες – δαίμονες σαν τον Γκάβρασιτς, μπορούσε να σκοράρει σε κάθε στημένη φάση και νόμιζες ότι είναι παντοδύναμη. Και μετά η ΑΕΚ μεταμορφώθηκε, γύρισε το ματς, ισοφάρισε, θα μπορούσε να την κερδίσει όπως την Τίγκρου Μούρες ή την Μπιλμπάο εκείνο το βράδυ που σκόραρε ο Πίτας.
Το όλο ματς, ακατανόητο από όποια πλευρά κι αν το δεις, θύμισε εκείνα τα παλιά, που δεν γνώριζες τον αντίπαλο κι έπρεπε πάντα να προσπαθείς όσο μπορείς, γιατί ευρωπαϊκή επιτυχία ήταν να σταθείς όσο καλύτερα μπορούσες απέναντι σε επικίνδυνους άγνωστους ένα και μόνο βράδυ. Αν δεν είμασταν στο 2017, δεν ξέραμε τι είναι η Ριέκα, θα ήταν το τελικό 2-2 ένα υπέροχο παραμύθι γεμάτο ήρωες. Ενώ τώρα είναι απλά μια χαμένη ευκαιρία για να σφραγιστεί μια πρόκριση, που η ΑΕΚ πρέπει να πάρει στην Βιέννη μοχθώντας απέναντι στην Αούστρια. Που την ξέραμε πάντως και τη δεκαετία του ΄80 γιατί είχε τον Κράνκλ και τον Μπρούνο Πετσάι.
Όταν η Αρμάνι ήταν μεγαθήριο
Την ίδια ώρα περίπου χθες, η μηχανή του χρόνου του μπάσκετ μας γυρνούσε σε προηγούμενες δεκαετίες, στις οποίες η Αρμάνι ήταν θηρίο ανήμερο και η ελληνική ομάδα έπρεπε για να την κερδίσει να κάνει του κόσμου τις υπερβάσεις. Όταν είχαν πρωτορθεί οι ξένοι παίκτες στο ελληνικό μπάσκετ έβλεπες παιγνίδια όπως αυτό. Τον Μακλίν τον έλεγαν Τζόουνς, ή Μπέρι, ή Μπάρλοου ή Λέβινγκστον και μονοπωλούσε τις επιθέσεις: όλοι παρακαλούσαμε στα κρίσιμα τη μπάλα να την πάρει αυτός.
Ηταν εποχές που, αν μια ομάδα είχε δεύτερο ξένο αυτός έπρεπε να είναι ένας παίκτης σαν τον Ρόμπερτς, που να σουτάρει από μακριά κατά ρυπάς ή έστω σαν τον Τόμσον, που οι προπονητές έλεγαν πως είναι αθόρυβος και κάνει πολλές δουλειές. Ηταν εποχές που οι αντίπαλοι έμοιαζαν γίγαντες – ήταν τεράστιοι σαν τον Γκουντάιτις, ασταμάτητοι σαν τον Θίοντορ, περίεργοι σαν τον Πάσκολο και τρελοί σαν τον Τζέρελς. Για να τους σταματήσουν όλους αυτούς οι Ελληνες παίκτες έπρεπε να παίζουν με ψυχή και αυταπάρνηση και να κάνουν ηρωϊσμούς. Οι διαιτητές πάντα μας αδικούσαν, γιατί φόρτωναν τους ψηλούς μας με φάουλ, τα ματς δεν τελείωναν ποτέ ακόμα και αν οι διαφορές που περνάμε ήταν μεγάλες, ο Φίλιππος Συρίγος φώναζε «ωχ ωχ», όταν ο αντίπαλος ευστοχούσε σε τρίποντο και «όχι όχι όχι», όταν γινόταν κάποιο λάθος. Δεν είχαν καμία σημασία τότε τα συστήματα, αλλά μόνο η καρδιά. Και όταν η ομάδα κέρδιζε, σχεδόν πάντα στον πόντο και με καταπληκτικά πράγματα στο τελευταίο πεντάλεπτο, όλοι ήταν ήρωες και η Ευρώπη τους προσκυνούσε. Ετσι τουλάχιστον έγραφε την επόμενη το Φως.
Επιστροφή για ένα βράδυ
Ομολογώ ότι βλέποντας το Ολυμπιακός – Αρμάνι μου φάνηκε κάποια στιγμή σαν ν ακούω τον Φίλιππα, ενώ παρακολουθώντας το ΑΕΚ – Ριέκα ήθελα να κάνω την οθόνη ασπρόμαυρη. Στην πραγματικότητα ο Ολυμπιακός, που μαζεύει νίκες περιμένοντας τον Σπανούλη, πήγε να πετάξει ένα ματς ενώ το έλεγχε απόλυτα, ενώ από την άλλη η ΑΕΚ έκανε θρίλερ μια πρόκριση που θα πρεπε να την έχει πάρει ήδη: είναι καλύτερη από την Αούστρια, αλλά κάνει ότι μπορεί για να δυσκολέψει την ζωή της. Ομως για ένα βράδυ στα παλιά μας τα παπούτσια η πραγματικότητα: η επιστροφή στα παιδικά μας χρόνια ήταν ωραία…