Το μπάσκετ είναι όμορφο γιατί ένα τρίποντο του Κώστα Σλούκα στη λήξη ενός προβλεπόμενα σκληρού ματς μπορεί να διαγράψει τεράστια προηγούμενα προβλήματα και να γίνει σημάδι ανάκαμψης. Περισσότερο κι από τη σημαντική νίκη κόντρα στην πρωταθλήτρια Ευρώπης Εφές αυτό που μετρά είναι η αίσθηση ότι χθες βράδυ ο Ολυμπιακός ξαναγύρισε στην Ευρωλίγκα μετά από ένα μήνα απουσίας. Το αν ισχύει το «τέλος καλά όλα καλά» θα το δούμε προσεχώς. Ο Ολυμπιακός έχει μπροστά του δοκιμασίες μεγάλες κι όχι μόνο γιατί θα υποδεχτεί στο ΣΕΦ την ΤΣΣΚΑ, την Αρμάνι, την Ζενίτ, την Μπαρτσελόνα, την Καζάν δηλαδή ομάδες που βαθμολογικά ανταγωνίζεται, αλλά και γιατί οι εκτός έδρας αναμετρήσεις του (με Μονακό, Βιλερμπάν, Μπάγερν) είναι κομβικές. Στην Ευρωλίγκα δεν υπάρχει τίποτα εύκολα κι αυτό το μαρτυρά και η ξαφνική βελτίωση της Ζαλγκίρις (χάρη στην επιστροφή του Λοβέρν) αλλά και της Αλμπα που στο Βερολίνο είναι επικίνδυνη. Ωστόσο για την ώρα ας χαρούμε αυτό το «τρίποντο όνειρο» του Σλούκα. Γιατί το ματς που ο Ολυμπιακός του Γιώργου Μπαρτζώκα χθες κέρδισε επιτρέπει αισιοδοξία. Αυτό δηλαδή που είχε αρχίσει να λείπει.
Ο αφοπλισμός του Ολυμπιακού
Ας πάμε λίγο πίσω. Μετά τη νίκη του Ολυμπιακού επί του Παναθηναϊκού στο ΟΑΚΑ ο Ολυμπιακός είχε πλημμυρήσει σιγουριά κι όχι μόνο γιατί είχε στρογγυλοκαθίσει στην πρώτη τετράδα της βαθμολογίας. Υπήρχαν τρία όπλα που λειτουργούσαν και που έδιναν την αίσθηση μιας διαρκούς βελτίωσης. Το πρώτο είχε να κάνει με το γεμάτο ενέργεια μπάσκετ που η ομάδα έπαιζε: ο Ολυμπιακός είχε συντρίψει τον ΠΑΟ, όπως προηγουμένως είχε κάνει με ομάδες φέτος φιλόδοξες και που λέγονται Μακάμπι, Αρμάνι, Μονακό, Βιλερμπαν, Μπάγερν. Η ομάδα δεν κέρδιζε απλά, αλλά απολάμβανε τον τρόπο που αυτό συνέβαινε. Ειδικά τα ματς στο ΣΕΦ ήταν το ένα πιο ωραίο από το άλλο: πραγματικές παραστάσεις όμορφου μπάσκετ που ο κόσμος χαιρόταν και με το δίκιο του. Τα δυο αυτά όπλα τα στέρησε όμως από τον Ολυμπιακό ο κορωνοϊός.
Οι μολύνσεις έστειλαν στην καραντίνα και τους δώδεκα παίκτες. Το πρόγραμμα προπόνησης διαλύθηκε. Η έλλειψη ενέργειας δεν έφερε απλά σκληρές και όμοιες ήττες (με την Φενέρ, την Μακάμπι και εν μέρει και με τον Αστέρα και την Ρεάλ Μαδρίτης ο Ολυμπιακός στο δεύτερο ημίχρονο κατέρρευσε), αλλά έβγαλε στο φως και κατασκευαστικές αδυναμίες της ομάδας. Η έλλειψη ενός δεύτερου κανονικού ψηλού έγινε πληγή. Το ντεφορμάρισμα του Ντόρσεϊ και του Λαρεντζάκη έκανε φανερό ότι χρειαζόταν ένας ακόμα περιφερειακός που να ναι και σκόρερ (δεν είναι κορόιδα στη Ρεάλ που έχουν πέντε, ούτε στην Αρμάνι που πρόσθεσαν γκαρντ στη μέση της περιόδου). Το «κλείσιμο» του ΣΕΦ έκανε το πράγμα ακόμα πιο δύσκολο: αν υπήρχε κόσμος, (εννοώ αυτό το κανονικό ωραίο κοινό των έξι-επτά χιλιάδων που παρακολουθούν φέτος όλα τα ματς) τουλάχιστον το παιγνίδι με τον Ερυθρό Αστέρα ο Ολυμπιακός θα το είχε πάρει. Τι απέμεινε; Μόνο το τρίτο όπλο της ομάδας. Δηλαδή ο Κώστας Σλούκας. Ο μόνος από τους εφετινούς παίκτες του Ολυμπιακού που μπορεί να πάρει ένα ματς μόνος του, είτε σκοράροντας είτε αξιοποιώντας όσο μπορεί και του επιτρέπεται τους υπόλοιπους. Κι ο μόνος που σε ματς που κρίνονται στο τέλος μπορεί να διορθώσει αδυναμίες που σχετίζονται με την συνολική λειτουργία της επίθεσης στο «πέντε εναντίον πέντε». Οι άλλοι που το επιχειρούν (ο Βεζένκοφ ή ο Ντόρσεϊ δηλαδή) έχουν απλά ένστικτο. Ο Σλούκας έχει τεχνογνωσία. Και μυαλό. Και είναι κι ο Σλούκι Λουκ στο φινάλε.
Η λάθος σύγκριση
Υπάρχει μια παρεξήγηση που έχει να κάνει με τον Σλούκα και αφορά τη διαρκής σύγκριση με τον Βασίλη Σπανούλη που ο Σλούκας σωστά δεν δέχεται διότι είναι λανθασμένη. Το χω γράψει και θα το θυμίζω πάντα. Ο Σπανούλης δεν ήταν απλά ηγέτης της ομάδας: ήταν για περίπου μια δεκαετία το σημείο αναφοράς της. Κάθε ομάδα του Ολυμπιακού ήταν στημένη πάνω του, ανεξάρτητα με το ποιος ήταν ο προπονητής της. Για τον Ντούσαν Ιβκοβιτς, τον Γιάννη Σφιαρόπουλο, τον ίδιο τον Μπαρτζώκα στο πρώτο του πέρασμα, η δουλειά ήταν απλή: έπρεπε να «στήσουν» μια ομάδα γύρω από τον Kill Bill και θα ήταν λάθος τους ασυγχώρητο αν δεν το έκαναν. Η παρουσία του Σπανούλη ήταν ένα είδος κατασκευαστικού οδηγού. Ο Ολυμπιακός έπρεπε να έχει ψηλούς που να παίζουν (ή να μάθουν να παίζουν) πικ εν ρολ, έπρεπε να έχει σουτέρ που να ακροβολίζονται περιμένοντας την πάσα του Σπανούλη, έπρεπε να παίζει άμυνα για να κατεβάζει πολύ το σκορ, ώστε ο ηγέτης του που είχε κρύο αίμα να μπορεί να ενορχηστρώσει το τελευταίο δεκάλεπτο.
Θυμόσαστε που λέγανε ότι ο Σπανούλης έχει λόγο ακόμα και στις μεταγραφές; Είχε ακόμα κι αν δεν μιλούσε! Θέλω να πω πως όλα έπρεπε να τριγυρίζουν γύρω του κι αυτό δεν χρειαζόταν καν να το θυμίσει: ήταν αυτονόητο.
Ισχύει κάτι τέτοιο με τον Σλούκα; Ούτε για αστείο. Δυο χρόνια τώρα στον Ολυμπιακό αντιμετωπίζεται ως ένας από όλους, ενώ είναι ο καλύτερος όλων. Φέτος περιμένει ακόμα ένα κανονικό ψηλό να παίξει πικ εν ρολ: όταν τον είχε στη Φενέρ (λέγεται Βέσελι) έπαιζε τελικούς στην Ευρωλίγκα. Τι άλλο περιμένει; Φυσικά ένα σουτέρ στο «τρία» να βοηθά τον Βεζένκοφ τον οποίο ο Σλούκας κυρίως βελτίωσε. Και περιμένει φυσικά και την εμπιστοσύνη του προπονητή του. Που χθες στην τελευταία επίθεση του ματς (στην κανονική του διάρκεια) αντί να ζητήσει το αυτονόητο, δηλαδή να πάει η μπάλα στο Σλούκα, προτίμησε να σχεδιάσει μια επίθεση που θα έκανε όλους να δοξάσουν την ευφυΐα του. Με αποτέλεσμα να στείλει το παιγνίδι στη ρουλέτα της παράτασης.
Μονομαχία με τον Μίσιτς
Το τρίποντο στο φινάλε είναι το κερασάκι στην τούρτα σε ένα ονειρικό ματς του Σλούκα που παίζει και για τον Γουόκαπ (που λείπει στο ματς που η ομάδα τον χρειάζεται πιο πολύ), αλλά και για να αποδείξει στον τεράστιο Μίσιτς πως δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από αυτόν – ίσα ίσα. Η μονομαχία των δυο δίνει στο παιγνίδι μια επική διάσταση. Ολα κρατούν μέχρι τέλους – όχι τυχαία κερδίζει ο Σλούκας γιατί οι οπαδοί του Ολυμπιακού αυτό το «μέχρι τέλους» το λατρεύουν.
Η τελευταία φάση ξεκινά με αφανή ήρωα τον τεράστιο Φαλ που αν και εξουθενωμένος (αφού δεν έχει αναπληρωματικό για να κουνάει πετσέτες στον πάγκο ο Κουίνσι Εϊσι) παίζει την άμυνα της βραδιάς στον Μίσιτς. Συνεχίζεται με τον Σλούκα στον οποίο ο Μπράιαντ κάνει δυο φάουλ που δεν σφυρίζονται. Στη διαδικασία παρεμβαίνει ο ΜακΚίσιγκ η σαστιμάρα του οποίου είναι απαραίτητη σε ένα κανονικό θρίλερ. Και μετά έρχεται ο Σλούκας στη γωνία για να στείλει αρχικά τον Μοερμάν μεταξύ διαφημιστικών πινακίδων και ανυπαρξίας, σαν μάγος που εξαφανίζει κόσμο, και μετά για να γράψει ένα τρίποντο σαν να έχει βάλει στοίχημα ότι θα κερδίσει το «ρολόι» που παίζει στην προπόνηση.
Αποχωρεί από τον τόπο του εγκλήματος, πριν πνιγεί στις αγκαλιές, γελαστός και cool και υπέροχος. Θυμίζοντας μας πως κάθε τελευταία επίθεση πρέπει να είναι πάντα δική του: είτε σκοράρει είτε όχι, ζει για αυτές τις φάσεις. Ας καταλάβει τουλάχιστον αυτό ο προπονητής του.
Τον φίλησαν οι μοίρες
Τον άκουγα στο τέλος να μιλάει στη Nova: ο τύπος κουβαλάει ένα κομπιούτερ στο κεφάλι του. Θυμόταν τα πάντα – πρώτα από όλα τα λάθη του. Εξήγησε όλη την τελευταία φάση και τη δυναμική της: ακόμα και το πώς κατέληξε ο ίδιος στη γωνία. Είπε ένα ευχαριστώ στο Φαλ για την προηγούμενη σπουδαία δουλειά, δεν ξέχασε τους διαιτητές που δεν του έδωσαν το φάουλ, υπογράμμισε πως ένας άλλος στη θέση του ΜακΚίσικ ίσως πήγαινε προς το αντίπαλο καλάθι γιατί ο χρόνος ήταν ελάχιστος. Σημείωσε ότι το σουτ είναι θέμα προπόνησης, αλλά και ρουτίνας: «οφείλεις να κάνεις τα πάντα όσο πιο σωστά μπορείς και μετά όλα είναι στο χέρι του Θεού» είπε χαρακτηριστικά. Και όταν μιλούσε για τον Θεό δεν μιλούσε για τον εαυτό του. Γιατί είναι ο Κώστας Σλούκας κι όχι ένας ακόμα καβαλημένος υπερόπτης που νομίζει πως οι Μοίρες τον φιλήσανε στη γέννα. Ενώ πιθανότατα το χουν κάνει…