Κανείς δεν ένοιωσε έκπληξη όταν άκουσε ότι ο Μαρίνος Ουζουνίδης παραιτήθηκε από την ΑΕΚ: όλοι είπαν και πολύ άντεξε. Η ιστορία του είναι ενδιαφέρουσα – είναι η ιστορία ενός προπονητής που μια ομάδα τον προσέλαβε κάνοντας ελάχιστα για να τον στηρίξει. Για να μην πω ότι έκανε κι αρκετά για να τον εκθέσει.
Μόνο δυσκολίες
Η ιστορία του Ουζουνίδη είναι η ιστορία ενός προπονητή που κλήθηκε να κάνει κάτι σχεδόν αδύνατο και βρήκε το μπελά του γιατί δεν μπορούσε να κάνει θαύματα – λες κι αυτά είναι κατά παραγγελία. Ο Ουζουνίδης ανέλαβε την ΑΕΚ το περασμένο καλοκαίρι για να πετύχει δυο δύσκολα πράγματα: το πρώτο να μπει στους ομίλους του Τσάμπιονς λιγκ και να έχει σε αυτούς μια αξιοπρεπή παρουσία και το δεύτερο να κάνει ό,τι καλύτερο για να υπερασπιστεί τον τίτλο, που η ΑΕΚ κατέκτησε με επεισοδιακό τρόπο την προηγούμενη σεζόν. Όλα αυτά έγιναν ακόμα πιο δύσκολα γιατί έπρεπε να τα πετύχει με μια ομάδα σαφώς χειρότερη από πέρυσι: η ΑΕΚ έχασε τον Αραούχο, τον Βράνιες, τον Χριστοδουλόπουλο, τον Κονέ και τον Μασούντ. Τους αντικατέστησε με τέσσερις δανεικούς (τον Πόνσε, τον Οικονόμου, τον Μπογέ και τον Αλεφ) και τον Αλμπάνη και τον Γιαννιώτη. Από τους νεοφερμένους ο Πόνσε πρόσφερε πολλά, ο Οικονόμου αντικατέστησε τον Βράνιες χωρίς όμως να έχει τον δυναμισμό του προκατόχου του και οι άλλοι στην καλύτερη των περιπτώσεων πρόσφεραν κάτι ως αναπληρωματικοί. Όχι γιατί φταίει ο Ουζουνίδης, αλλά γιατί από πουθενά δεν προκύπτει πως είναι καλύτεροι από τους εναπομείναντες βασικούς. Σαν να μην έφτανε το γεγονός ότι το ρόστερ της ομάδας ήταν χειρότερο από πέρυσι, μεσούσης της περιόδου η ΑΕΚ έχασε και τον Μπακασέτα, τον Σιμόες και τον Λαμπρόπουλο, που τέθηκαν εκτός ενδεκάδας μέχρι να κάνουν δεκτή την πρόταση της διοίκησης για ανανέωση των συμβολαίων τους. Ο Μπακασέτας και ο Σιμόες επέστρεψαν – αλλά ο Ουζουνίδης πέρασε ένα μήνα χωρίς αυτούς και χωρίς να υπάρχουν στο ρόστερ αναπληρωματικοί τους. Και κανείς δεν του αναγνώρισε την έξτρα δυσκολία.
Να χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι
Η ερώτηση είναι γιατί ο Ουζουνίδης τα ανέχτηκε όλα αυτά. Κάποιοι λένε ότι μετά την πρόκριση της ομάδας στους ομίλους του Τσάμπιονς λιγκ έπρεπε να χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι και να απαιτήσει ενισχύσεις – αφού μάλιστα δεν θα είχε εξαιτίας τιμωρίας τον Λιβάγια κι έχασε κάποια στιγμή και τον Λόπεζ, με αποτέλεσμα να βρεθεί με ένα και μόνο αριστερό μπακ, τον φιλότιμο Χουλτ που εμφανώς κουράστηκε.
Η απάντηση είναι ότι προκαλώντας μια κρίση ο Ουζουνίδης θα έκανε κακό στον εαυτό, του αλλά και στην ΑΕΚ. Τι θα συνέβαινε αν τον περασμένο Αύγουστο απαιτούσε παίκτες που κανείς δεν είχε σκοπό να αγοράσει; Νομίζω το μόνο που θα είχε καταφέρει είναι να απολυθεί σε χρόνο ρεκόρ! Θα έβγαινε κερδισμένη η ΑΕΚ από μια τέτοια εξέλιξη; Κατά τον ίδιο, όχι. Ο Ουζουνίδης πιστεύει στις ικανότητες του, ενδεχομένως αποφάσισε να διαχειριστεί μια ειδική κατάσταση, ελπίζοντας ότι το είδος της δυσκολίας της προσπάθειάς του θα γινόταν κατανοητό από όλους – ας μην ξεχνάμε ότι προερχόταν από μια χρονιά που στον ΠΑΟ, που χάρη και στην καλή δουλειά των ρεπόρτερ η πολυπλοκότητα της αποστολής του έγινε λόγος να θεωρείται καλή η χρονιά του παρά τα μέτρια αποτελέσματα. Νομίζω πως αν έκανε ένα λάθος ήταν κυρίως αυτό: νόμιζε πως θα είχε την τύχη να έχει πάλι τους δημοσιογράφους και τον κόσμο στον πλευρό του. Ο Ουζουνίδης πίστεψε πως θα αντιμετώπιζε κατηγορίες για ενδεχόμενα λάθη του, αλλά όχι και για διοικητικές παραλείψεις – αποδείχτηκε ότι ματαιοπονούσε. Στο τέλος για το γεγονός ότι η ΑΕΚ δεν αγόρασε δυο χαφ, δεν έχει αναπληρωματικό αριστερό μπακ, δεν έχει παίκτες ώστε να κάνει rotation, βρέθηκε να φταίει αυτός. Κανείς δεν του αναγνώρισε κάποιο ελαφρυντικό ακόμα και για το ότι του στέρησαν τρεις βασικούς παίκτες στα καλά καθούμενα, μέχρι αυτοί να δεχτούν τις προτάσεις ανανέωσης των συμβολαίων.
Γιατί του έδωσαν την ευκαιρία
Ο ίδιος είπε διάφορα που πρόδιδαν άγχος: πέρασε στην ιστορία η δήλωση ότι «η ΑΕΚ είναι ανερχόμενη ευρωπαϊκή δύναμη». Αλλά το πράγμα έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν την δει κανείς από την άλλη μεριά, δηλαδή αναρωτηθεί, όχι γιατί ο Ουζουνίδης δεν χτύπησε το χέρι στο τραπέζι, αλλά γιατί η ΑΕΚ του έδωσε την ευκαιρία να δουλέψει για χάρη της. Ολοένα και περισσότερο έχω την υποψία ότι οι ελληνικές ομάδες, όταν διαλέγουν Έλληνες προπονητές, το κάνουν για δυο λόγους: ο πρώτος είναι γιατί ξέρουν ότι αυτοί για να δουλέψουν θα δεχτούν αδιαμαρτύρητα σχεδόν τα πάντα – ακόμα και να αναλάβουν αποστολές που τους ξεπερνούν. Ο δεύτερος είναι ότι μπορεί να φορτωθούν από τον Τύπο πολύ πιο εύκολα λάθη, που σε καμία περίπτωση δεν είναι αποκλειστικά δικά τους. Ακόμα και ο καλύτερος των Ελλήνων προπονητών είναι ένα σκαλάκι παρακάτω από τον Ελληνα παράγοντα: η μεγάλη ομάδα είναι κατά κάποιο τρόπο το ταβάνι της καριέρας του. Ετσι είναι εξ αρχής δεδομένο ότι ο κόουτς θα συνηγορήσει για το οτιδήποτε, με αντάλλαγμα ίσως λίγη διοικητική κάλυψη όταν τα αποτελέσματα δεν είναι τα καλύτερα – στην περίπτωση του Ουζουνίδη αυτό έγινε και μάλιστα με δηλώσεις του ίδιου του κ. Δημήτρη Μελισσανίδη κι όχι με διαρροές από την ΠΑΕ κι ανακοινώσεις.
Όμως ακόμα και η στήριξη του όποιου μεγαλομετόχου δεν αρκεί, αν τα αποτελέσματα σταματήσουν να είναι τα καλύτερα: ο Έλληνας προπονητής είναι πολύ εύκολο να χρεωθεί τα πάντα από τον Τύπο, τους οπαδούς, ακόμα και τους παίκτες γιατί το επιτρέπει το βιογραφικό του. Είναι ως μέγεθος, στο μυαλό του οπαδού, μικρότερο από την ομάδα κι επομένως ακατάλληλος: ειδικά αν δεν έχει υπάρξει και πρώην ποδοσφαιριστής της ώστε να κουβαλάει κάποιες συμπάθειες. Ο Έλληνας προπονητής είναι αναλώσιμος γιατί κανείς δεν θα τον υπερασπιστεί. Και ίσως τον προσλαμβάνουν για αυτό: γιατί εύκολα θα του χρεώσουν τα πάντα.
Χωρίς απαιτήσεις
Η άλλη διάσταση αυτής της ιστορίας είναι ότι ο Έλληνας οπαδός συνήθως αγαπάει τις νίκες πιο πολύ από το ποδόσφαιρο και κρίνει τον προπονητή μόνο με βάση αυτές. Ο Ουζουνίδης ήθελε μια ΑΕΚ πιο επιθετική από την περσινή, ικανή να παίξει με τέσσερις μεσοεπιθετικούς, λιγότερο σκληρή και πιο ποιοτική: με τον ΠΑΟΚ π.χ η ΑΕΚ ισοφάρισε όταν έπαιξαν ταυτόχρονα ο Μάνταλος, ο Μπακασέτας, ο Κριστίσιτς, ο Μπογέ, ο Λιβάγια και ο Πόνσε, αλλά αυτό δεν το αναγνώρισαν στον Ουζουνίδη. Όχι μόνο: αντί να του πουν ένα μπράβο για το ρίσκο, τον έστησαν και στον τοίχο – νομίζω αυτό τον έκανε να πει αντίο. Τώρα επιστρέφει ο Χιμένεθ που θα παρουσιάσει πιθανότατα μια ΑΕΚ πιο σφικτή, πιο δυσκολοκατάβλητη, πιο σκληρή: θα δούμε τι θα καταφέρει – αυτό που είναι κομμάτι δύσκολο είναι η προσδοκία ενός θεαματικότερου ποδοσφαίρου. Βέβαια ο Χιμένεθ έρχεται σε μια καλή στιγμή: δεν υπάρχει μεταγραφική περίοδος. Οπότε ούτε η διοίκηση θα χρειαστεί σε κάτι να τον ικανοποιήσει, ούτε θα τον κατηγορήσει κανείς γιατί δεν χτύπησε το χέρι στο τραπέζι απαιτώντας ενισχύσεις. Εχω την εντύπωση ότι έτσι κι αλλιώς δεν θα το έκανε: την προηγούμενη φορά που είχε απαιτήσεις έφυγε. Και μετά από ένα τρίμηνο στη Λας Πάλμας έψαχνε δουλειά…