Ακούω ότι απόψε στην Τούμπα θα κριθεί το πρωτάθλημα και πραγματικά χαίρομαι με αυτούς που πιστεύουν κάτι τέτοιο, γιατί είναι άνθρωποι που τους αρέσουν οι ιστορίες και καμιά φορά τις φτιάχνουν και στο μυαλό τους. Εγώ πάλι, παραμένοντας φρικτά ορθολογιστής, λέω ότι κανένα πρωτάθλημα δεν θα κριθεί γιατί το πρωτάθλημα έχει τελειώσει. Και να χάσει ο ΠΑΟΚ, που μου μοιάζει αδύνατο, (γιατί μια ομάδα αήττητη και με 17 νίκες σε 19 ματς δεν μπορεί να κάνει λάθος αυτό που οι οπαδοί της θεωρούν το κρισιμότερο), και πάλι η διαφορά των τριών βαθμών που έχει ο πρωτοπόρος είναι τεράστια. Τρία ματς έχει μπροστά του ο ΠΑΟΚ: αυτό με τον Παναιτωλικό, αυτό με τον Αρη κι αυτό με τον ΠΑΟ – σε όλα τα άλλα θα κερδίσει, αν τους βαθμούς τους χρειάζεται. Ως εμπόδια και τα τρία δεν μου μοιάζουν μεγάλα. Επιπλέον ο Ολυμπιακός έχει και πιο δύσκολο πρόγραμμα, αφού έχει να παίξει με όλους αυτούς, αλλά και με τον Ατρόμητο και την ΑΕΚ που μπορεί να του κάνουν ζημιά. Το ξέρω ότι με τον κυνισμό μου στεναχωρώ όποιους πιστεύουν σε ανατροπές κτλ, αλλά αυτή είναι η γνώμη μου: είδαμε ένα πρωτάθλημα, που είχε τελειώσει περίπου πριν αρχίσει – λογικά ο ΠΑΟΚ θα το πάρει και αήττητος.
Αλλά αν κάτι έχει σημασία σήμερα, είναι ότι υπάρχει ακόμα πρωτάθλημα – υπάρχουν δηλαδή οπαδοί και των δυο ομάδων που θεωρούν πως τίποτα δεν τελείωσε. Αν αυτό συμβαίνει, το χρωστάμε στον Ολυμπιακό του Πέδρο Μαρτίνς που κράτησε ζωντανό το ενδιαφέρον, όχι για το πρωτάθλημα μόνο, αλλά και για το ποδόσφαιρο γενικότερα. Διότι αν σήμερα η διοίκηση του ΠΑΟΚ βάζει δίχτυα στην Τούμπα και κάνει εκκλήσεις για ψυχραιμία στους οπαδούς της ομάδας (που θα πρεπε απλά να γιορτάζουν) αυτό συμβαίνει γιατί η πρόοδος του Ολυμπιακού τους τελευταίους μήνες τρομάζει – και είναι μια πρόοδος απολύτως ποδοσφαιρική, που καμία άλλη ομάδα στην Ελλάδα φέτος δεν έχει να επιδείξει.
Ο Μαρτίνς και ο Λουτσέσκου
Το γραφα και στην εφημερίδα τις προάλλες. Ο Μαρτίνς, οκτώ μήνες μετά τον ερχομό του στην ομάδα, είναι ακόμα ένας άγνωστος. Στις συνεντεύξεις Τύπου οι απαντήσεις του είναι μετρημένες. Ποτέ δεν προσπάθησε να μας κάνει γνωστή κάποια ιδιαίτερη ανθρώπινη πλευρά του: ό,τι ξέρουμε για αυτόν αφορά τη δουλειά του. Η οποία σημειωτέων είναι εξαιρετική: ο Πορτογάλος δημιούργησε μια ομάδα από την αρχή και της έδωσε αγωνιστική ταυτότητα πολύ γρήγορα. Το πιο σπουδαίο είναι ότι ο Πορτογάλος κατάλαβε την αγάπη της εξέδρας για το επιθετικό ποδόσφαιρο – το Καραϊσκάκη φέτος ξαναγέμισε γιατί ο κόσμος άρχισε να ευχαριστιέται ποδόσφαιρο, πράγμα σπάνιο στην Ελλάδα.
Η αντιπαραβολή με τον Ρασβάν Λουτσέσκου είναι απαραίτητη για να φανεί γιατί σήμερα συζητάμε ακόμα για το ελληνικό πρωτάθλημα – ενώ ουσιαστικά είναι τελειωμένο. Ο Λουτσέσκου είναι σχεδόν δικός μας – θα μπορούσε άνετα να θεωρείται Ελληνας προπονητής. Μετά από τρία χρόνια στην Ξάνθη και δυο στον ΠΑΟΚ έχει συμπληρώσει στην Ελλάδα περισσότερα χρόνια δουλειάς από όσα είχε στην Ρουμανία. Ξέρουμε για αυτόν τα πάντα και φυσικά μας ξέρει κι αυτός. Γνωρίζουμε ότι είναι παμπόνηρος, ότι χρωστά πολλά στον διάσημο πατέρα του, ότι μπορεί εύκολα να αρχίσει να πουλάει τρέλα, αν αυτό εξυπηρετεί σε κάτι την ομάδα του. Στον ΠΑΟΚ έχει δώσει αρκετή από την κυνικότητα του: θέλει να κερδίζει, χωρίς να τον νοιάζει ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο που η ομάδα του θα παίξει – μας το λέει κάθε φορά. Την περασμένη Κυριακή στο ΟΑΚΑ φώναζε ότι κέρδισε, ενώ το ματς είχε τελειώσει ισόπαλο. Στον ΠΑΟΚ πιο πολύ από τη δουλειά του αγαπούν τα αποτελέσματα του: η πρωτιά στο πρωτάθλημα επέτρεψε να συγχωρεθούν ευρωπαϊκές εμφανίσεις στα όρια της ντροπής. Εκεί που η περίσταση απαιτούσε η ομάδα του να παίξει ποδόσφαιρο είδαμε λίγα: ή μάλλον είδαμε την Τσέλσι, την Μπενφίκα, την Μπάτε και την Βίντι.
Η προσωπικότητα και η πονηριά
Ο Μαρτίνς πιστεύει στη δουλειά και στη συνεχή βελτίωση: η βεβαιότητα του ότι ο Ολυμπιακός θα αποκλείσει την Μίλαν την παραμονή του ματς με τους Ιταλούς, είχε προκαλέσει έκπληξη ακόμα και στους συνεργάτες του. Είχε το σθένος να ζητήσει να φύγει ο Γιάγια Τουρέ, όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στο γρήγορο παιγνίδι της ομάδας. Είναι αυστηρός και ακριβοδίκαιος. Έδωσε ευκαιρίες σε όλους, αλλά όταν ρωτήθηκε αν κάποιοι πρέπει να φύγουν, δεν δίστασε να πει ονόματα. Ο Λουτσέσκου από την άλλη διακρίνεται κυρίως για την πονηριά του. Το αριστούργημα του παραμένει ο περσινός τελικός του κυπέλου Ελλάδος. Τότε ο Ρουμάνος έμπλεξε την ΑΕΚ παίζοντας με τα νεύρα της.
Μιλώντας διαρκώς πριν το ματς «για άδικη έκβαση του πρωταθλήματος», πέτυχε αυτό που ήθελε: οδήγησε τον κόουτς της ΑΕΚ Μανόλο Χιμένεθ στην επιλογή να παίξει επιθετικότερα από ό,τι συνηθίζει για να αποδείξει ότι η ομάδα του δίκαια κέρδισε τον τίτλο, έστω κι αν αυτός κρίθηκε στα δικαστήρια. Η επιλογή του Χιμένεθ αποδείχτηκε καταστροφική: ο Λουτσέσκου άλλο που δεν ήθελε. Η πονηριά είναι χρήσιμη και χαρά σε όποιον την έχει - το ποδόσφαιρο όμως είναι κάτι άλλο. Μόνο που στην Ελλάδα το ποδόσφαιρο μας απασχολεί στην πραγματικότητα λίγο: άλλα πράγματα επιβραβεύονται.
Φαβορί ο ΠΑΟΚ, αλλά…
Θεωρώ τον ΠΑΟΚ φαβορί και το χω εξηγήσει και στην Sportday: η διαφορά των 6 βαθμών του δίνει και τακτικά αβαντάζ – είναι σαν να ξεκινάει το ματς προηγούμενος με 1-0. Ο ΠΑΟΚ μπορεί την κρίσιμη ώρα να κάνει ένα καλό παιγνίδι: έτσι συνήθως συμβαίνει με όσους προηγούνται με μεγάλη διαφορά – στην έδρα τους επιβεβαιώνουν συνήθως την πρωτιά τους. Είναι ωστόσο δεδομένο για όποιον από ποδόσφαιρο καταλαβαίνει ότι αν ο ΠΑΟΚ έπαιζε τη μπάλα που παίζει ο Ολυμπιακός δεν θα συζητούσαμε καν για το ματς – όπως ακριβώς δεν θα συζητούσαμε, αν με αυτό το ποδόσφαιρο που παίζει ο Ολυμπιακός είχε 17 νίκες σε 19 ματς και ήταν αήττητος. Και στις δυο περιπτώσεις η ποιότητα του ποδοσφαίρου δεν θα άφηνε το παραμικρό περιθώριο για συζητήσεις – ίσως να μην χρειάζονταν καν οι διαιτητές να βοηθάνε κόβοντας και ράβοντας βαθμούς. Σε κάθε περίπτωση η προσέγγιση του ματς θα ήταν διαφορετική και δεν θα υπήρχαν για τον ΠΑΟΚ μέρες και ώρες αγωνίας. Ούτε και πιθανότητα να δούμε τα περσινά δεν θα υπήρχε: το ποδόσφαιρο είναι πάνω από όλα.
Στο μεταξύ τα δίχτυα και οι εκκλήσεις δείχνουν πως όσα έγιναν πέρυσι δεν ήταν ούτε θέατρο του Γκαρσία, ούτε σατανικά κόλπα του Ολυμπιακού. Ο ΠΑΟΚ αναγνωρίζει με ένα χρόνο καθυστέρηση ότι έχασε πέρυσι ένα ματς μόνος του εξαιτίας της συμπεριφοράς ενός οπαδού, που θυμίζω πως καταδικάστηκε από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης τον περασμένο Οκτώβριο και βλέπει τα ματς του ΠΑΟΚ στα αστυνομικά τμήματα φέτος. Ολοι εκείνοι που έλεγαν ότι ο Γκαρσία έκανε θέατρο, ότι δεν χτύπησε καν, ότι κακώς πήγε στο νοσοκομείο κτλ, δεν πήγαν στο δικαστήριο να το υποστηρίξουν και να το υπερασπιστούν το παλληκάρι. Φέτος βάζουν παντού δίχτυα αναγνωρίζοντας το λάθος τους. Ελπίζω του χρόνου, έστω πάλι με καθυστέρηση, να αναγνωρίσουν και το εφετινό τους λάθος: θα είναι παρήγορο, σε δώδεκα μήνες από τώρα, να μας παρουσιάσουν ένα ΠΑΟΚ που να παίζει ωραίο ποδόσφαιρο. Το καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο, αλλά το προτιμώ από τα δίχτυα και τα κάγκελα. Ωραίος είναι και ο ζωολογικός κήπος, αλλά προτιμώ το γήπεδο…