Ο θάνατος του Νίκου Σαργκάνη έφερε υποχρεωτικά στην επικαιρότητα και την ιστορία της περίφημης φυγής του από τον Ολυμπιακό για τον Παναθηναϊκό, γεγονός που συνέβη το καλοκαίρι του 1985. Μετά την είδηση του θανάτου του σπουδαίου τερματοφύλακα διαπίστωσα ότι ακόμα και οπαδοί του Ολυμπιακού, που δεν ήθελα να ακούνε για τον Σαργκάνη, έκαναν γνωστή την θλίψη τους για το γεγονός. Διότι ένα πράγμα σε κάνει να συγχωρείς περισσότερο ίσως κι από τον ίδιο τον χρόνο: η αναγνώριση της ικανότητας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όταν μιλάμε για πρωταθλητές, μιλάμε για ανθρώπους με αγωνιστικές αρετές σπάνιες. Στο διάστημα της καριέρας τους οι πρωταθλητές συχνά μπορεί να προκαλέσουν και πάθη. Αλλά είναι άλλο οι επιλογές τους κι άλλο οι αρετές τους. Στην πορεία του χρόνου όμως η ικανότητα γίνεται συνήθως λόγος συγχώρεσης. Μένει μόνο ο θαυμασμός που έχεις για αυτούς νιώσει. Η περίπτωση του Σαργκάνη είναι διδακτική. Μαρτυρά την δύναμη του αθλητισμού – το πώς η αξία του πρωταθλητής τελικά σβήνει τα πάθη. Τον Σαργκάνη εμείς οι πιο μεγάλοι τον αποχαιρετήσαμε ως ήρωα των παιδικών και των εφηβικών μας χρόνων. Οι επιλογές του, που στον καιρό που έγιναν συζητήθηκαν πολύ, πέρασαν σε δεύτερη μοίρα.
Η φυγή του Σαργκάνη από τον Ολυμπιακό για τον Παναθηναϊκό είχε προκαλέσει συναισθηματικές αντιδράσεις που δεν θυμάμαι να έχουν υπάρξει σε άλλη ανάλογη μετακίνηση: ίσως μόνο σε αυτή του Αντώνη Νικοπολίδη από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό, ωστόσο ανάμεσα στις δύο ιστορίες υπήρχε μια μεγάλη διαφορά, δηλαδή ο καιρός που διαδραματίστηκαν. Όταν ο Νικοπολίδης πήγε στον Ολυμπιακό ήταν ένας ακόμα εμβληματικός παίκτης που πέρασε από τον ένα αιώνιο στον άλλο, αλλά ήμασταν στο 2004 και την διαδρομή την είχαν κάνει πολλοί. Το 1985, όταν ο Σαργκάνης άφησε τον Ολυμπιακό για τον ΠΑΟ, είχαν συμπληρωθεί μόλις πέντε χρόνια από την έναρξη της περιόδου του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Οι παίκτες ένιωθαν όλοι επαγγελματίες - με τον τρόπο τους τουλάχιστον. Οι οπαδοί των ομάδων όμως αυτόν τον επαγγελματισμό δυσκολεύονταν να τον καταλάβουν.
Ο καιρός του καπετάνιου
Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης είχε διαγνώσει πρώτος ότι ο Ελληνας ποδοσφαιριστής αφήνει σιγά-σιγά πίσω του το συναίσθημα ως βασικό κριτήριο των επιλογών του. Ο «καπετάνιος», νέος κι αυτός τότε, είχε τον τρόπο του να προσεγγίζει ποδοσφαιριστές που αγωνίζονται εκείνο τον καιρό στον Ολυμπιακό, την ΑΕΚ, και τον ΠΑΟΚ κι αυτός ο τρόπος δεν είχε να κάνει μόνο και αποκλειστικά με τα χρήματα που πρόσφερε: είχε κάνει να κάνει και με την δυνατότητα να μιλάει με τους παίκτες αυτούς την ίδια γλώσσα και να τους πείθει ότι ο Παναθηναϊκός ήταν ένα βήμα μπροστά στην καριέρα τους. Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης μιλούσε για την ανάγκη διακρίσεων των ελληνικών ομάδων στην Ευρώπη. Συνήθιζε να παίρνει τη γνώμη των ποδοσφαιριστών του για τους προπονητές τους κάνοντας τους να αισθάνονται σημαντικοί. Είχε δημιουργήσει στον Παναθηναϊκό νέα επαγγελματικά δεδομένα, όπως το υπερσύγχρονο προπονητικό κέντρο της Παιανίας. Οι διοικήσεις των υπολοίπων ομάδων εκείνο τον καιρό αποτελούνταν από παράγοντες που έρχονταν από την δεκαετία του ΄70, που θεωρούσαν πως κανένας παίκτης δεν θα τολμούσε να φύγει. Αλλά δεν ήταν έτσι φυσικά. Το τόλμημα δεν ήταν και δύσκολο: δύσκολο, με κριτήρια στενά επαγγελματικά, ήταν να μείνεις στον Ολυμπιακό, στην ΑΕΚ, στον ΠΑΟΚ, στον Αρη κτλ.
Η δικαιολογία δεν έγινε δεκτή
Οι επιλογές που έκανε ο Γιώργος Βαρδινογιάννης τότε ήταν στοχευμένες - σχεδόν «χειρουργικές». Από τον Ολυμπιακό πήρε αρχικά τον Μάικ Γαλάκο που τον καιρό εκείνο ήταν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του. Στη συνέχεια τον Γιάννη Κυράστα, που ήταν αρχηγός της ομάδας Νέων, γέννημα-θρέμμα δηλαδή. Ο Νίκος Βαμβακούλας και ο Νίκος Σαργκάνης που ακολούθησαν ήταν μορφές εμβληματικές - ο καθένας με τον τρόπο του. Αν η περίπτωση του Σαργκάνη δημιούργησε θύελλες αντιδράσεων προς το πρόσωπό του ήταν γιατί ο διεθνής τερματοφύλακας έμοιαζε τότε με αρχηγό του Ολυμπιακού - με κάποιον δηλαδή που από την ομάδα δεν θα έφευγε ποτέ.
Ο Σαργκάνης ήταν ηγετική φυσιογνωμία. Δήλωνε Ολυμπιακός κι έλεγε ότι είχε τον Σάββα Θεοδωρίδη πρότυπο. Πολύ αργότερα ισχυρίστηκε ότι δεν έφυγε αυτός από την ομάδα, αλλά τον έδιωξε η ομάδα με τον τρόπο της. «Πήγα να συζητήσω την ανανέωση του συμβολαίου μου και μου ζητούσαν πίσω τα δανεικά που μου χαν δώσει για να αγοράσω ένα σπίτι» γράφει στην αυτοβιογραφία του. Ισως ήταν κι αλήθεια, αλλά ως δικαιολογία δεν έγινε δεκτή. Αφίσες είχαν κατεβεί από παιδικά δωμάτια, μπαμπάδες έπρεπε να εξηγούν σε παιδιά τα ανεξήγητα, προέκυψε πάθος. Και μετά τον τελικό του 1988 και τις δηλώσεις για τον Κοσκωτά, η ρήξη υπήρξε κάθετη. Τραύμα που ξανάνοιξε.
Όλα έγιναν χειρότερα γιατί, ενώ αυτός κέρδιζε πρωταθλήματα στον ΠΑΟ, ο Ολυμπιακός ταλαιπωριόταν αφάνταστα να βρει τον διάδοχό του - άλλωστε δεύτερος Σαργκάνης δεν υπήρχε. Μέχρι να ρθει το 1995 να καθιερωθεί από τον Ντούσαν Μπάγεβιτς κάτω από τα δοκάρια ο νεαρός τότε Δημήτρης Ελευθερόπουλος, ο Ολυμπιακός σχεδόν κάθε χρόνο άλλαζε τερματοφύλακα. Οι πρώτοι διάδοχοι του Σαργκάνη (ο Γιώργος Μουκέας που είχε κάνει ωραία πράγματα στον Εθνικό, ο Πολωνός Καζμιέρσκι, ο Δημήτρης Σκούνας, ο σπουδαίος Χρήστος Αρβανίτης, ο πρωταθλητής με την ΑΕΛ Γιώργος Πλίτσης κι άλλοι αρκετοί) υπέφεραν την σύγκριση με τον Σαργκάνη. Οι σπουδαίες χρονιές που ο διεθνής τερματοφύλακας έκανε στον Παναθηναϊκό μεγάλωσαν τα πάθη. Αλλά όταν ο Σαργκάνης σταμάτησε το ποδόσφαιρο αυτό που έμεινε σε όλους τελικά ήταν κυρίως ο θαυμασμός που προκαλούσαν τα κατορθώματα του. Και αυτό έγινε απολύτως κατανοητό τώρα που έφυγε από κοντά μας.
Το που βασίζεις την σχέση
Το 1985 το πράγμα όταν δήλωνες «στρατιώτης του Ολυμπιακού» ή οποιασδήποτε ομάδας, έπρεπε να αποδείξεις ότι είσαι και τέτοιος. Όταν βάσιζες την σχέση με την εξέδρα στο συναίσθημα, έπρεπε να γίνεις και σημαία της ομάδας: αν έφευγες, όσα δίκια κι αν είχες, ήταν αδύνατο να βρεις κατανόηση. Τι έμεινε από κείνη την μακρινή εποχή; Νομίζω ότι παραδόξως δεν άλλαξαν και πάρα πολλά. Μολονότι σήμερα καταλαβαίνουν όλοι καλύτερα τι θα πει «επαγγελματισμός» ακόμα και τώρα για τον αθλητή, το που βασίζει τη σχέση του με τους οπαδούς μέτρα καταλυτικά. Αν είσαι απλά ένας προικισμένος παίκτης, μπορείς να συνεχίσεις την καριέρα σου όπου θες - ο κόσμος δεν θα χαρεί με την επιλογή σου να φύγεις, αλλά θα αντιδράσει μάλλον αδιάφορα - άντε το πολύ πολύ να φωνάξεις κανα σύνθημα εναντίον σου όταν σε δει αντίπαλο. Αλλά όταν δίνεις όρκους παντοτινής πίστης, πρέπει να ξέρεις οτι όταν φύγεις ό,τι έχεις πει θα χρησιμοποιηθεί κατά κάποιο τρόπο εναντίον σου. Τα λόγια θα γίνουν κομμάτια. Και όσοι σ’ αγάπησαν θα γίνουν εχθροί σου. Η περίπτωσή του Σαργκάνη ωστόσο είναι διδακτική: αν όπου πας να παίξεις, εξακολουθείς να είσαι καταπληκτικός και σπουδαίος, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα σώσεις με θεαματικό τρόπο την υστεροφημία σου. Όσο ο χρόνος περνά ο κόσμος θα θυμάται τις μεγάλες σου στιγμές, χωρίς απαραίτητα να ξεχνά τις δύσκολες αποφάσεις σου. Ισως δεν κερδίσεις ποτέ την συγχώρεση. Θα κερδίσεις, όμως, την αναγνώριση. Και τον σεβασμό των πολλών τουλάχιστον – η αγάπη είναι κάτι άλλο. O Σαργκάνης δεν νομίζω ότι μετάνοιωσε ποτέ για καμία επαγγελματική επιλογή του, ούτε και για το τι έχει πει. Αλλά όλα αυτά δεν τον έκαναν κακό τερματοφύλακα: ήταν πάντα ο καλύτερος. Σε ανάγκαζε να τον σέβεσαι. Και το να μπορείς να σέβεσαι σε τιμά και ως οπαδό. Μόνο όταν σέβεσαι ακόμα κι όποιον σε πλήγωσε καταλαβαίνεις αληθινά τις αθλητικές αξίες, που είναι πάντα κάτι σημαντικότερο από τις οπαδικές.
Ο κερδισμένος σεβασμός
Αυτός ο σεβασμός θα πρέπει να είναι κάτι που κάθε μεγάλος αθλητής πρέπει να αναζητά. Ο Σαργκάνης για να τον κερδίσει χρειάστηκε να κρατήσει το μηδέν σε δύο ενενηντάλεπτα απέναντι στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Σερ Αλεξ φορώντας τη φανέλα του Αθηναϊκού. Όσο και να σε είχε πληγώσει, έβλεπες το κατόρθωμα άναυδος. Από τον Ολυμπιακό, τον ΠΑΟ, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ, παίκτες θα φύγουν πολλοί για να γίνουν αντίπαλοι όσων τους αγάπησαν. Κανείς παίκτης δεν είναι σημαντικότερος από μια ομάδα. Αλλά κανένα κατόρθωμα ομάδας δεν γίνεται χωρίς κατορθώματα παικτών. Τα αληθινά κατορθώματα είναι λίγα. Κι όποιος τα έχει δει απλά θυμάται το δέος. Και δέος προκαλούν κι όσοι αγαπήθηκαν κι όσοι όχι. Εχει να κάνει αποκλειστικά με τις αγωνιστικές τους αρετές. Οι επιλογές και η όποια κρίση τους ήταν πάντα κάτι άλλο…