Κάθε καλοκαίρι όταν φτάνουν οι φωτιές θυμάμαι μια ιστορία που μου την έχει διηγηθεί ένας φίλος. Η ιστορία είναι απολύτως αληθινή. Ο φίλος που μου εξιστόρησε τα περιστατικά μου έδωσε όταν μου την πρωτοείπε «ονόματα και διευθύνσεις» που λένε. Αν δεν βάζω το όνομα της περιοχής που τα περιστατικά διαδραματίζονται είναι γιατί είμαι βέβαιος πως ένα ανάλογο περιστατικό έχουν να διηγηθούν εκατοντάδες άνθρωποι στην Ελλάδα. Είναι αυτό που λένε «συμβαίνουν παντού».
Είδαν μια φωτιά
Το καλοκαίρι του 2021, κι ενώ καιγόταν η μισή χώρα, ο φίλος μου με την παρέα του βρισκόταν σε ένα καταπράσινο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδος κι επέστρεφε από μια παραλία στο ξενοδοχείο του που βρίσκεται σε ένα κεφαλοχώρι. Ενώ ανέβαινε προσέχοντας μην φύγει με αμάξι από το δρόμο, που ήταν απαράδεκτός όπως οι περισσότεροι δυστυχώς επαρχιακοί δρόμοι στην όμορφη, αλλά ξεχασμένη από τις τελευταίες δεκαπέντε κυβερνήσεις περιοχή, αυτός και οι φίλοι του είδαν μια φωτιά. Όχι τεράστια, αλλά μεγάλη ώστε ο καπνός να φαίνεται από το δρόμο. Θέλησαν να σταματήσουν να δουν τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά ο δρόμος ήταν αρκετά στενός και δεν τα κατάφεραν, πλην όμως τρόμαξαν τόσο ώστε να ψάξουν τις τοπικές αρχές.
Δεν ήξεραν αν η περιοχή έχει πυροσβεστική ή έστω αστυνομικό τμήμα (και τα δυο είναι πλέον δυσεύρετα στα όμορφα χωριά μας) κι έτσι έκαναν κάτι απλό: πήγαν στον τοπικό δήμαρχο. Ο δήμαρχος, άνθρωπος ευαίσθητος και όπως αποδείχτηκε άριστος γνώστης των μυστικών των κατοίκων της περιοχής, αντιμετώπισε την καταγγελία όπως πρέπει, δηλαδή με οργή (για την βλακεία όποιου τη φωτιά την άναψε) και ψυχραιμία (διότι η αγανάκτηση ποτέ δεν αρκεί). Μπροστά στο φίλο μου τηλεφώνησε στην τοπική αστυνομία. Εξήγησε στον αρμόδιο ποιος είναι, γιατί τον χρειάζεται και του έδωσε και μια ωραία περιγραφή του ό,τι είχε συμβεί. Του είπε ότι στην περιοχή που είχε μπει η φωτιά υπάρχουν δυο ξενοδοχεία και ότι και στο παρελθόν οι ιδιοκτήτες τους (ή κάποια από τα μέλη του προσωπικού) συνήθιζαν να βάζουν φωτιές καλοκαιριάτικα για να καίνε τα ξερόχορτα που μάζευαν, αφού καθάρισαν τα δρομάκια της εισόδου στις αυλές. «Τα ξέρω αυτά δήμαρχε, αλλά τι θες να σε κάνω;» ήταν η αποστομωτική απάντηση του «οργάνου». «Θέλω να περάσεις από εκεί και να κάνεις συστάσεις» του είπε ο δήμαρχος. «Δήμαρχε δεν είμαστε αστυνομικό κράτος, δεν μας ακούει κανένας εμάς. Και σε τελική ανάλυση δεν είναι και δουλειά μας: είναι δουλειά της πυροσβεστικής» ήταν η αποστοματική απάντηση. Χωρίς νεύρα και με μεγάλη διάθεση κατανόησης το «όργανο» σημείωσε ότι τις αρμοδιότητες για τις φωτιές τις έχουν άλλοι: επισήμανε επίσης ότι αν από τη φωτιά καεί κανένα δάσος, τότε ευχαρίστως η αστυνομία τον δράστη να τον συλλάβει και ότι η καταγγελία είναι χρήσιμη «γιατί τουλάχιστον ξέρουν τι έχει γίνει».
Οι αρμοδιότητες των άλλων
Ο δήμαρχος απηύδησε και καθησύχασε το φίλο μου ότι θα κάνει συστάσεις στους ξενοδόχους αυτός. Αλλά ο φίλος μου, άνθρωπος με μια κάποια περιβαλλοντική συνείδηση, δεν το έβαλε κάτω και τηλεφώνησε στην πυροσβεστική. Κι όπως μου είπε μια κυρία ευγενέστατη του εξήγησε πως αρμοδιότητα της πυροσβεστικής «δεν είναι να συλλαμβάνει εμπρηστές, ούτε να κάνει συστάσεις σε απρόσεκτους ξενοδόχους, αλλά να σβήνει φωτιές». «Επρεπε να μας τηλεφωνήσετε όταν την είδατε τη φωτιά να ‘ρθούμε να τη σβήσουμε» του είπε. Ο φίλος μου σκέφτηκε πως η πυροσβεστική χρειαζόταν ένα διωράκι για να φτάσει στο χωριό - ευτυχώς η φωτιά έσβησε μόνη της. Αλλά σε όλη αυτή την ιστορία σημασία έχει το δίδαγμα. Στην Ελλάδα, είναι τέτοια η ανευθυνοϋπευθυνότητα των αρχών που όλοι μπορεί να τρέξουν για να σβήσουν μια φωτιά – κανείς όμως δεν μοιάζει να έχει την παραμικρή διάθεση να κάνει κάτι για να σταματήσει όποιον φωτιές ανάβει.
Δεν ήμουν μπροστά στη σκηνή αλλά είναι σαν να το ακούω το «όργανο» να λέει ότι «σε τελική ανάλυση ρε φίλε δεν είναι και ποινικό αδίκημα στην Ελλάδα να ανάψεις μια φωτιά…». Και είναι τρελό, αλλά δεν έχει άδικο…
Ιστορίες συνωμοσίας
Δεν σας διηγήθηκα το περιστατικό γιατί προσπαθώ να αθωώσω το κακό μας Κράτος: άλλωστε και στην ιστορία πρωταγωνιστούν λειτουργοί του. Το διηγήθηκα γιατί χρόνια τώρα έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως η ευθύνη οποιασδήποτε καταστροφής από φωτιές επιμερίζεται τόσο πολύ που εν τέλει χάνεται. Σε κάθε ιστορία υπάρχει συχνά ένας απλά απρόσεκτός που νομίζει πως καλοκαιριάτικα μπορεί να ελέγξει μια φωτιά με την ευκολία που το κάνει και το χειμώνα. Υπάρχει από αρμόδιους μια κακή εκτίμηση της κατάστασης – που συνήθως ξεφεύγει. Υπάρχει γνώση των αρμοδιοτήτων που είναι τόσο λεπτομερείς και συγκεκριμένες ώστε για αυτό καταντάνε επιζήμιες. Υπάρχουν καλές προθέσεις – στο όνομα των οποίων ως γνωστόν γίνονται τα μεγαλύτερα εγκλήματα.
Τι μένει σε όλες τις καταστροφές από φωτιές; Η τηλεοπτική εικόνα ενός δύστυχου που παιδεύεται με μια μάνικα να γλυτώσει το σπίτι του και καταγγέλλει ότι παλεύει μόνος του, ενώ αναρωτιέται που είναι το παντοδύναμο κράτος, τα πυροσβεστικά αεροπλάνα, η βοήθεια που περιμένει. Αν βρίζει, αν αγανακτεί, αν κλαίει βρίσκει πάντα ένα τηλεοπτικό συνεργείο να του συμπαρασταθεί και να μας βοηθήσει να νιώσουμε τον πόνο του. Όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν βοηθά η ενσυναίσθηση, ούτε λύνουν κανένα πρόβλημα οι κατάρες. Η μόνη λύση είναι να μην ανάψει η φωτιά. Η ιστορία έχει πολλαπλώς αποδείξει πως δύσκολα θα σβήσει.
Στο μεταξύ γίνεται πάντα καλοκαιριάτικα εθνικό μας σπορ η συνωμοσιολογία κι όπως συμβαίνει στις καταστροφές όλα γίνονται πιστευτά. «Τις φωτιές τις βάζουν ξένοι πράκτορες που θέλουν να χτυπήσουν τον ελληνικό τουρισμό». «Οι φωτιές μπαίνουν για να υπάρξουν καινούργια οικόπεδα – δεν είναι τυχαίο ότι πάντα καίγονται μόνο περιοχές κοντά στην Αθήνα». Οι φωτιές μπαίνουν για να γεμίσουν τα δάση ανεμογεννήτριες». «Δεν υπάρχουν φωτιές, υπάρχουν εμπρησμοί». Εχω βαρεθεί να τα ακούω όλα αυτά και ομολογώ ότι τα βαριέμαι κιόλας. Πρώτα από όλα γιατί δεν έχουν κανένα νόημα. Τίποτα δεν χτίζεται σε καμένα: απαγορεύεται χρόνια τώρα. Και οι ξένοι πράκτορες κάνουν άλλες δουλειές: μας ξέρουν καλά άλλωστε.
Οι μεγαλύτεροι εμπρηστές είναι η ανθρώπινη επιπολαιότητα, η δυσκολία στο συντονισμό των αρμοδίων, ο πανικός που πάντα προκύπτει όταν βρεθείς μπροστά στην καταστροφή. Τουλάχιστον μετά το Μάτι μάθαμε ότι προέχει να μην υπάρχουν κι ανθρώπινα θύματα. Αλλά οι εκκενώσεις δεν είναι λόγος πανηγυρισμών: είναι μέρος του χρονικού μιας καταστροφής.
Ας αρχίσουμε από τα πιο απλά. Είναι άραγε τόσο δύσκολο να απαγορευτεί σε συγκεκριμένες επικίνδυνες περιοχές να βάζεις φωτιές το κατακαλόκαιρο έστω για να κάψεις ξερόχορτα; Από τη στιγμή που πλέον οι περιοχές υψηλού κινδύνου γίνονται γνωστές είναι τόσο δύσκολη μια σοβαρή αστυνόμευσή τους; Και είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουμε την αξία της πρόληψης; Χρειάζεται αρμόδιο Υπουργείο κι αυτή; Ε ας γίνει. Τόσα άχρηστα έχουμε…