Να τα πούμε;

Να τα πούμε;


Η παραμονή της παραμονής των Χριστουγέννων ήταν παλιά από τη μεριά μου μια μέρα αφιερωμένη στη διασκέδαση – το είδος της διέφερε ανάλογα με την ηλικία, τις ορέξεις και τις επιθυμίες, αλλά ήταν πάντα «η βραδιά που βγαίναμε έξω».

Τα βράδια της  παραμονής και της μέρας των Χριστουγέννων κυκλοφορούσε όλος ο κόσμος: γινόταν παντού ένας χαμός και στα χρόνια που δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα υπήρχαν μεγαλύτερες τιμές στα εστιατόρια και στα ξενυχτάδικα, πέρα από τα ειδικά μενού και τις ειδικές καταναλώσεις - πληρώναμε ακόμα και δώρο στα ταξί όλη αυτή την χριστουγεννιάτικη περίοδο σαν χθες μου φαίνεται. Για όποιον κάτι σκαμπάζει από νύχτα η παραμονή της παραμονής ήταν η καλύτερη βραδιά για ξενύχτι: κυκλοφορούσαν όσοι ήξεραν ότι από την επόμενη θα γίνει για ένα τριήμερο (συνήθως) χαμός, το κλίμα ήταν γιορταστικό – στα μαγαζιά συναντούσες ξεκούραστους ανθρώπους, που έκαναν προπόνηση με ενθουσιασμό, για το δύσκολο τριήμερο που θα ακολουθούσε και ήταν σαν να γιόρταζαν μαζί σου καθώς από την επόμενη δούλευαν.

Για μένα ήταν δεδομένο ότι την παραμονή των Χριστουγέννων δεν είχα δουλειά – το ξενύχτι επιτρεπόταν (μην πω ότι ήταν υποχρεωτικό), αφού από την επόμενη υπήρχε στο πρόγραμμα ένα συνηθισμένο τριήμερο ξεκούρασης. Αλλά επειδή τίποτα στη ζωή δεν μπορεί να είναι ποτέ τέλειο υπήρχε μια μικρή παγίδα σαν αυτές του Stratego: τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα.

https://portnet.gr/images/sampledata/1_kalanta_palia.jpg

Σαν ζόμπι τη μέρα

Θυμάμαι πάντα το εφιαλτικό ξύπνημα της παραμονής των Χριστουγέννων. Το κεφάλι μου ήταν συνήθως διαλυμένο από το αλκοόλ και τη φασαρία της ωραίας προηγούμενης νύχτας. Ο οργανισμός μου είχε αυτορυθμιστεί και στον προγραμματισμό του υπήρχε ξύπνημα στις 11 – στην καλύτερη περίπτωση. Θα πρεπε να ακολουθήσει μπάνιο, ξύρισμα, ζεστός καφές κι ένα ωραίο πρωϊνό: ο οργανισμός έπρεπε να περάσει σε μια φάση κανονικότητας, δια μέσου της χαλάρωσης που ακολουθούσε την εξάντληση. Αλλά δεν συνέβαινε τίποτα από όλα αυτά τα απλά και ονειρεμένα γιατί κάποιοι χτυπούσαν τα κουδούνια της πολυκατοικίας πρωϊ πρωϊ - στις 7.30 ή (αν ήμουν υποδειγματικός χριστιανός όλο τον προηγούμενο χρόνο) στις 8.00 το αργότερο. Με το μυαλό ακόμα διαλυμένο από την προηγούμενη βραδιά, σηκωνόμουν από το κρεβάτι και σερνάμενός πατούσα μηχανικά τα κουμπιά του θυροτηλέφωνου, ενώ περιφερόμουν στο σπίτι σαν ζόμπι στην μέρα (κι όχι στη νύχτα) των ζωντανών νεκρών. «Να τα πούμε;» άκουγα δυο φωνές που μου φαινόταν σαν αυτές του Χάρου, που ήρθε να με πάρει. Να πείτε τι; Τα λάθη που έχω κάνει; Τα ψέματα που έχω πει; Τα μυστικά μου; Όλα αυτά θα ήταν λιγότερο απειλητικά από τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα.

«Θα τα έλεγαν…»

Αν η διαδικασία ολοκληρωνόταν σε αυτό ακριβώς το σημείο δεν θα γκρίνιαζα ποτέ. Θα γυρνούσα στο κρεβάτι μου και σε χρόνο ρεκόρ θα κοιμόμουν ξανά – η παρένθεση της βίαιης εισβολής των ακάλεστων απειλητικών πιτσιρικάδων θα έκλεινε γρήγορα κι όλο αυτό θα ήταν ένας χριστουγεννιάτικος εφιάλτης, που θα μου τον εξηγούσε μόνο όποιος ψυχαναλυτής μπορεί να σκάψει με γερανό το υποσυνείδητό μου. Αλλά μετά τους πρώτους ακολουθούσαν οι δεύτεροι – πιο απειλητικοί και πιο απαιτητικοί. Και μετά οι τρίτοι, οι τέταρτοι, οι πέμπτοι. Και μετά μου χτυπούσαν το κουδούνι του σπιτιού κι ένοιωθα πως αν δεν άνοιγα θα κατεδάφιζαν την πόρτα και θα με έπιαναν με τα σώβρακα αιχμάλωτο. Θα με έδεναν σε μια καρέκλα και «θα τα έλεγαν», για ώρες και μπορεί και για μέρες χωρίς να με ρωτήσουν. Θα ήταν δυο καλικάντζαροι με δυο τρίγωνα, οι τρεις πονηροί μπόμπιρες με υπερδυνάμεις ή μια ολόκληρη ορχήστρα από γκάγκστερ μεταμφιεσμένους σε χριστουγεννιάτικο συγκρότημα. Αν εγώ παρέμενα με ένα μαχαίρι στο χέρι, οχυρωμένος πίσω από την πόρτα ασφαλείας και δεν άνοιγα, ήταν βέβαιο ότι όλοι αυτοί, μετά θα εισέβαλαν σε όλα τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας και θα έπιαναν αιχμαλώτους τους γείτονες ζητώντας μου να παραιτηθώ.

Κι έτσι άνοιγα την πόρτα, άκουγα μέχρι το «Καλήν ημέρα άρχοντες», έδινα τα ψιλά (αν είχα και δεν ξευτελιζόμουν ρωτώντας «κάρτα παίρνετε;»), ντυνόμουν γρήγορα κι έπαιρνα τους δρόμους με το κεφάλι καζάνι και τα νεύρα πετσοκομμένα, για να πιώ κάπου ένα καφέ κατά τις 8.30 το πρωί. Σίγουρος ότι κι εκεί θα με περίμεναν συμμορίες από πιτσιρικάδες, παρέες από εγγόνια του Κακοφωνίξ και μπάντες ολόκληρες που τρόμαζαν ακόμα και την αστυνομία για να με υποβάλουν την ίδια διαδικασία τιμωρίας: «να τα πουν». Να το κάνουν καταστρέφοντας την ησυχία που είχε ανάγκη το κεφάλι μου για να ξελαμπικάρει.

https://www.viewtag.gr/wp-content/uploads/2016/12/Kalanta-paidia-featured-viewtag-678x381.jpg

Μην το ξαναπείς…

Αν σε κάτι μπορούσα να συμπαρασταθώ στον Σκρουτζ του Ντίκενς (κι όχι στον συμπαθέστατο πάπιο του θείου Γουόλτ) θα ήταν στην πρόταση να καταργηθούν τα κάλαντα – αν όχι και τα Χριστούγεννα. Τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί ένας τρόπος να μην χτυπάνε οι επαγγελματίες του είδους την πόρτα του τίμιου ξενύχτη.

«Μεγάλη κουβέντα μην πεις» λέει η παροιμία. Φέτος τα κάλαντα καταργήθηκαν μαζί με τα ξενύχτια. Κανείς την παραμονή των Χριστουγέννων δεν μου χτύπησε την πόρτα. Κανείς τέτοια μέρα εορταστική δεν με ανάγκασε να σηκωθώ από το κρεβάτι, έστω μέσα στα νεύρα. Κανείς όμως, δεν με αποκάλεσε «άρχοντα» χριστουγεννιάτικα. Κανείς δεν πέρασε να μου θυμίσει πως κάτι ωραίο έρχεται και πως η γιορτή θα είναι και φέτος γεμάτη από λάμψη. Κανείς δεν με ρώτησε αν θέλω «να τα πούμε». Και αυτή η έλλειψη μου φάνηκε το πιο μεγάλο κενό σε αυτά τα παράξενα Χριστούγεννα που ζούμε.

Ναι, αν υπήρχε click away για τα κάλαντα μάλλον θα ήμουν από τους πρώτους που θα ζητούσα την υπηρεσία. Χρειάστηκε να μεγαλώσω αρκετά για να καταλάβω πως αυτό το «να τα πούμε» δεν ήταν ερώτηση, ήταν προτροπή. Τα Χριστούγεννα οφείλουμε «να τα πούμε». Να ανταλλάξουμε ευχές, να πούμε στους ανθρώπους μας πόσο τους αγαπάμε, να τους πούμε πόσο ανάγκη τους έχουμε. Να τους πούμε γιατί όχι και τα κάλαντα: πρωί πρωί, όπως όταν είμασταν κι εμείς πιτσιρίκια.

Καλά Χριστούγεννα σε όλους. Ελπίζω εκτός από τα κάλαντα να μην χάσουμε φέτος και την ανθρωπιά μας. Υπομονή και καλή δύναμη. Κι αν περάσει όλο αυτό το πιθανότερο είναι ότι του χρόνου θα ξαναβγώ να πω τα κάλαντα κι εγώ…