Το πρώτο ημίχρονο του ματς της Βραζιλίας με την Νότιο Κορέα με πήγε πολλά χρόνια πίσω – στη δεκαετία του ‘80 και στον καιρό των μουντιάλ του 1982 και του 1986. Κάτι που θυμάμαι από αυτές τις εποχές είναι η τεράστια αγάπη μιας μεγάλης μερίδας του κόσμου που παρακολουθούσε ποδόσφαιρο – αναφέρομαι κυρίως στους τριαντάρηδες και στους ακόμα μεγαλύτερους της εποχής. Ολοι αυτοί, που σήμερα είναι κοντά 70 χρόνων, είχαν μεγαλώσει με την ανάμνηση της Βραζιλίας του ΄70 που για όλους ήταν η εντυπωσιακότερη Εθνική ομάδα που έχει υπάρξει – πιθανότατα και να ήταν. Τότε υπήρχε η αίσθηση ότι οι Εθνικές ομάδες της Βραζιλίας του Τελέ Σαντάνα ήταν ανάλογα καλές και ότι θα κατακτούσαν το μουντιάλ κάνοντας θεαματικές εμφανίσεις: υπήρχε από τους φίλους της Βραζιλίας μια αναμονή πραγματικά απερίγραπτη που δεν την θυμάμαι ξανά για Εθνική ομάδα. Το 1982 στο τέλος της πρώτης φάσης η Βραζιλία είχε βγει πρωταθλήτρια κόσμου: κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα προέκυπτε στο δρόμο της ο Πάολο Ρόσι και θα την έστελνε σπίτι.
Τα χρόνια του Σαντάνα
Η ομάδα του Σαντάνα του 1982 ήταν ιστορικά η πρώτη Εθνική ομάδα που είδαμε να κάνει αυτό που σήμερα λέμε build up. Iσως ήταν και η πρώτη ομάδα γενικότερα διότι κανείς μας δεν είδε ποτέ τις επτά ομάδες του Σαντάνα στη Βραζιλία – την Φλουμινένσε, τη Γκρέμιο, την Μποταφόγκο, την Ατλέικο Μινέιρο, την Παλμέιρας κτλ. Σε εκείνη τη Βραζιλία η μπάλα για να φτάσει στην αντίπαλη περιοχή περνούσε από τα πόδια όλων. Ηταν τόση η ικανότητα τους στο να πασάρουν που ο ακραίος αμυντικός εκείνης της ομάδας, ο Ζούνιορ, όταν ήρθε στην Ευρώπη κι αγωνίστηκε στην Ιταλία και στην Τορίνο έπαιζε μεσοεπιθετικός! Όμως δεν ήταν οι νεωτερισμοί του Σαντάνα αυτό που έκανε τον κόσμο να λατρεύει τους Βραζιλιάνους: η αγάπη είχε να κάνει κυρίως με το γεγονός ότι έδειχναν να διασκεδάζουν στο γήπεδο φορτώνοντας γκολ ομάδες κατά κανόνα κατώτερες που τις μετέτρεπαν πραγματικά σε σάκους του μποξ. Σε ένα ποδόσφαιρο γεμάτο σκοπιμότητα το Jogo Bonito των Βραζιλιάνων εντυπωσίαζε. Το 1982 έβαλαν τέσσερα γκολ στους Σκωτσέζους του Κένι Νταλγκλις κι άλλα τόσο στους Νεοζηλανδούς. Το 1986 τρία στους Βορειοιρλανδούς και τέσσερα στους Πολωνούς. Είναι αλήθεια ότι ζορίζονταν πολύ και τότε με ομάδες οργανωμένες στην άμυνα και γενικά δυσκολοκατάβλητες – θυμόμαστε τους αποκλεισμούς τους από τους Ιταλούς και τους Γάλλους, αλλά και με τους Σοβιετικούς του 1982 και με τους Ισπανούς το 1986 δυσκολεύτηκαν πολύ. Αλλά ο κόσμος έβλεπε τους πάντες τότε να κερδίζουν δύσκολα: γκολ και θέαμα, και κυρίως όρεξη για διάλυση του αντιπάλου, έβλεπε μόνο από τους άγνωστους Βραζιλιάνους με τα υπέροχα ονόματα. Ακουγες να μιλάνε για τον Φαλκάο και το Σόκρατες, τον Πάολο Ισιντόρο και τον Εντερ, τον Ζοσιμάρ και τον Οσκαρ και πίστευες πως έχεις να κάνεις με Θεούς του Ολύμπου. Δεν αναφέρομαι στο Ζίκο ή στον Καρέκα. Αυτοί ήταν οι καλύτεροι παίκτες του κόσμου πριν καν τους δεις.
Σαράντα χρόνια μετά
Το πρώτο ημίχρονο της Βραζιλίας με την Νότιο Κορέα, αν το βλέπαμε το 1982 θα είχε μυθοποιηθεί. Ο Νεϊμάρ που γύρισε από τον τραυματισμό για να οδηγήσει τη Βραζιλία στα προημιτελικά θα έκανε κόσμο να δακρύζει. Στο γκολ του Ριτσάρλισον θα ακούγονταν κραυγές ενθουσιασμού από όλες τις καφετέριες της χώρας με έγχρωμές τηλεοράσεις. Η συνεργασία του Μαρκίνιος με τον Τιάγκο Σίλβα, των δυο στόπερ δηλαδή, που ολοκληρώνεται με την κάθετη πάσα του δεύτερου στον Ριτσάρλισον για το 3-0 θα ήταν απόδειξη πως μόνο οι Βραζιλιάνοι παίζουν ποδόσφαιρο. Χιλιάδες παιδιά σε αλάνες θα προσπαθούσαν να πασάρουν κάνοντας πρώτα τρεις κεφαλιές με τη μπάλα όπως ο Βραζιλιάνος φορ. Ακόμα κι όσοι κατά βάθος θα είχαμε τις αμφιβολίες μας για τις δυνατότητες της Νοτίου Κορέας (όπως τις είχαμε τα χρόνια του ΄80 για τη Σκοτία, την Νέα Ζηλανδία, την Ιρλανδία κτλ) θα είμασταν βέβαιοι ότι αυτό που είδαμε δεν μπορεί να το κάνει άλλη ομάδα στον κόσμο. Αλλά δεν είμαστε στη δεκαετία του 80: είμαστε σαράντα χρόνια αργότερα. Κι όσο υπέροχη να ήταν η Βραζιλία στο πρώτο ημίχρονο χθες, δύσκολα θα την στέψουμε παγκόσμια πρωταθλήτρια πριν τη δούμε να κερδίζει τελικό- στα μουντιάλ του ‘82 και του ‘86 έτσι κάναμε. Ωστόσο δεν μπορούμε να μην της πούμε μπράβο για το 45λεπτο σόου. Επρεπε να κερδίσει και να προκριθεί. Επρεπε να βρει γκολ για να τονώσει την αυτοπεποίθησή της. Επρεπε να στείλει ένα μήνυμα σε όλους τους υπόλοιπους πως όποιος θέλει το κύπελλο πρέπει να αναμετρηθεί μαζί της. Τα έκανε όλα. Και ατενίζει τον τελικό αγέρωχη, όχι μόνο χάρη στην ευρωπαϊκή της οργάνωση, αλλά γιατί έχει ακόμα κάτι από το παλιό Jogo Bonito που ήταν η δίψα για πανηγύρι, η θέληση να κάνεις τον κόσμο να σε χειροκροτήσει χωρίς να νοιάζεται για το τι κάνουν οι αντίπαλοί σου: του αρκεί τι κάνεις εσύ.
Ο τρόπος της Κροατίας
Χθες ήταν και η σειρά της Κροατίας να προκριθεί. Ολες οι ομάδες έχουν τους τρόπους τους και η Κροατία έχει τον δικό της: τα πέναλτι. Το 2018 οι Κροάτες απέκλεισαν στα πέναλτι την Δανία αρχικά και τη Ρωσία στη συνέχεια. Χθες ήταν η σειρά των Γιαπωνέζων.
Οι Κροάτες δεν με ενθουσιάζουν από την αρχή: φτάνουν στα προημιτελικά έχοντας κερδίσει σε ενενηντάλεπτο μόνο τον αδύναμο Καναδά. Ο κόουτς Ντάλιτς αλλάζει συνεχώς τα φορ του, αλλά το πρόβλημα της Κροατίας είναι κυρίως τα χρόνια του Μόντριτς: είναι πολύ σημαντικός για την ομάδα, αλλά και αρκετά μεγάλος για να παίζει ενενήντα λεπτά κάθε τρεις μέρες. Χθες ο σπουδαίος Λούκα βγήκε από το ματς εξουθενωμένος κι αφού είχε όλη κι όλη μια τελική προσπάθεια – ο τερματοφύλακας Γκόντα του στέρησε ένα γκολ που θα ήταν από τα ωραιότερα του τουρνουά. Αλλά ένα σουτ στο ματς για τον Μόντριτς είναι κάτι λίγο και κάτι λίγο ήταν και η Κροατία πάλι επιθετικά.
Ωστόσο αυτοί που αληθινά με απογοήτευσαν ήταν οι Γιαπωνέζοι. Κρατώντας τον Μόντριτς μακριά από το ματς, οι Γιαπωνέζοι που προηγήθηκαν στο 45΄με τον Μαέντα θα είχαν κερδίσει αν έψαχναν ένα δεύτερο γκολ, αλλά δεν το έκαναν ποτέ. Δέχτηκαν την ισοφάρισε από μια κεφαλιά του Πέρισιτς, γιατί δυσκολεύονταν να αμυνθούν στις σέντρες από το πλάι. Η ομάδα του πολύ καλού και προετοιμασμένου κόουτς Αγιάσου έκανε αρκετή καλή δουλειά αλλά μόνο στην άμυνα. Η πίεση στον Μόντριτς από τον Τανάκα (όταν αυτός γυρνούσε πίσω από τη σέντρα να πάρει τη μπάλα) και από τον Εντό (που τον ακολουθούσε όταν όπως συνηθίζει προσπαθούσε να βγει στο πλάι) ήταν εξαιρετική, αλλά δεν αρκεί μόνο η αμυντική προετοιμασία. Όταν το ματς πήγε στα πέναλτι οι Κροάτες ήταν φανερό ότι δεν θα έχαναν: οι καλοί τους μισθοφόροι εκτελεστές που βγάζουν το ψωμί τους σε σημαντικά ευρωπαϊκά πρωταθλήματα ήταν σχεδόν αλάνθαστοι – αστόχησε μόνο ο Μάρκο Λιβάγια που έμοιαζε απογοητευμένος γιατί δεν ξεκίνησε στο ματς και ήταν μπλαζέ στην εκτέλεση πέναλτι, ήταν δηλαδή ο Λιβάγια που αγαπήσαμε. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι μετά τον τεράστιο Σούμπασιτς οι Κροάτες βρήκαν κι άλλο σπεσιαλίστα: ο 27χρονος Λιβάκοβιτς, της Δυναμό Ζάγκρεπ, ήταν στην αποστολή της ομάδας το 2018 κι έβλεπε τον Σούμπασιτς να πιάνει πέναλτι σε όλη τη διοργάνωση. Και μόνο που τον έβλεπε, έμαθε. Και μαθαίνοντας πήγε την Κροατία στα προημιτελικά. Δεν είναι και λίγο…
………..
Το pod για τη φάση των 16
https://pod.gr/mundial-2022/ta-kompiouterakia-tis-ispanias-kai-i-wra-tis-argentinis/