Το πρώτο ελληνικό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του 2024 το έδωσε στην Ελλάδα ο τζουντόκα Θοδωρής Τσελίδης και είναι χάλκινο. Είναι το μετάλλιο νούμερο 122 που κατακτά η Ελλάδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες κι είναι μάλλον ένα απροσδόκητο μετάλλιο, υπο την έννοια ότι δεν το υπολόγιζαν στις αρχικές τους εκτιμήσεις αυτοί που γνώριζαν καλά τα μυστικά της ελληνικής αποστολής.
Καθόλου τυχαία περίπτωση
Ο Τσελίδης δεν είναι καθόλου τυχαία περίπτωση. Αγάπησε το τζούντο στην Ρωσία όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, αγωνίζεται με τα ελληνικά χρώματα από το 2018, και ζήτησε μάλιστα την βοήθεια του ολυμπιονική Ηλία Ηλιάδη για να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του πατέρα του και να βοηθήσει την εθνική της ομάδα. Ο Ηλιάδης τον βοήθησε κι αυτός κέρδισε το τρίτο μετάλλιο της Ελλάδας στο τζούντο μετά το χρυσό μετάλλιο του Ηλιάδη στην Αθήνα το 2004 και το χάλκινο μετάλλιό του το 2012 στο Λονδίνο. Ο Ηλιάδης βέβαια στον καιρό του ήταν ένας πρωταγωνιστής του αγωνίσματος. Ο Τσελίδης είναι ένας μεγάλος μαχητής και αυτό κάνει την διάκρισή του ακόμα μεγαλύτερη υπόθεση: για να τα καταφέρει έκανε μια πραγματική υπέρβαση καθώς πήγε στο Παρίσι όντας στη 15η θέση της παγκόσμια κατάταξης και βρέθηκε στο βάθρο κερδίζοντας στην πορεία του προς τα μετάλλια δυο αθλητές με καλύτερη θέση από αυτόν. Κλειδί, όπως λένε αυτή που ξέρουν, η νίκη του απέναντι στον Σέρβο Νεμάνια Μάιντοβ, έναν από τα φαβορί ακόμα και για την κατάκτηση του χρυσού μεταλλείου. Το οποίο ο φορμαρισμένος Τσελίδης θα διεκδικούσε αν δεν έχανε στον προημιτελικό από τον Μαξίμ Γκαέλ Αμπού στις λεπτομέρειες.
Αυτοί που έκαναν εκπλήξεις
Τις προάλλες έγραφα ότι η ιστορία των ελληνικών συμμετοχών στους Αγώνες είναι γεμάτη από αθλητές που κατάφεραν να μας βοηθήσουν να ζήσουμε τεράστιες περιπέτειες έχοντας κερδίσει την προσοχή μας και τις προσδοκίες μας πριν αυτοί αρχίσουν. Αλλά στον πίνακα των 122 ολυμπιακών μεταλλίων της Ελλάδας υπάρχουν και τα ονόματα πάρα πολλών που τα έχουν κερδίσει κάνοντας αυτό που εμείς αποκαλούμε «εκπλήξεις», αλλά που στην πραγματικότητα είναι θεαματικές ολοκληρώσεις κατορθωμάτων που διάφοροι τρομεροί αθλητές σχεδίασαν χωρίς να έχουν πάνω τους την δική μας προσοχή. Αυτά τα μετάλλια μας, πέρα από την χαρά που μας έδωσαν, μας βοήθησαν να ανακαλύψουμε συχνά και συναρπαστικούς αθλητές που μας υπενθύμισαν πως ευτυχώς στην Ελλάδα υπάρχει πάντα ένα μαγικό παράλληλο σύμπαν άσχετο με την δική μας πραγματικότητα. Από αυτό το σύμπαν της σκληρής δουλειάς και της δικαίωσης που αποκαλούμε «έκπληξη» κρύβοντας την άγνοια μας ήρθε και ο εφετινός μας Ολυμπιονίκης.
Θέλω προς τιμή του κατορθώματός του να θυμηθώ μερικά ανάλογα. Το 1992 η ελληνική αποστολή επέστρεψε από την Βαρκελώνη με δυο χρυσά μετάλλια εντελώς ανέλπιστα. Η φιέστα της επιστροφής της Βούλας Πατουλίδου και του Πύρρου Δήμα υπήρξε μεγαλειώδης αλλά όταν και οι δυο τους ταξίδεψαν για την πρωτεύουσα της Καταλονίας οι προσδοκίες ότι θα επέστρεφαν με μετάλλιο ήταν ελάχιστες. Η Πατουλίδου έδινε τις μάχες της στους μεγάλους αγώνες, είχε μια σταθερή παρουσία σε τελικούς, είχε καλούτσικες ατομικές επιδόσεις, αλλά το βάθρο των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν όνειρο. Η Βούλα έριξε το ιστορικό κι αυθόρμητο «για την Ελλάδα ρε γαμώτο» και βρέθηκε στο πιο ψηλό σκαλί του κάνοντας κούρσες πέρα από κάθε φαντασία. Τρεις μέρες αργότερα ένα παιδί από την Χιμάρα ο Πύρρος Δήμας έγινε χρυσός ολυμπιονίκης. Το περίμενε ο Ηλίας Μπαζίνας που μας είχε προετοιμάσει γράφοντας στον Φίλαθλο για το επικείμενο κατόρθωμα, το περίμεναν ο Χρηστος Ιακώβου και ο Γιάννης Σγουρός και μάλλον κανείς άλλος: η ΕΡΤ δεν είχε στείλει ούτε κάμερα – την είδηση του μεταλλίου έστειλε ο διαπιστευμένος από το ΜEGA στους Ολυμπιακούς Χρήστος Σωτηρακόπουλος. Ο θρίαμβος του Πύρρου έκανε προβλέψιμα όλα τα επόμενα (και πολλά μετάλλια) της Αρσης βαρών: το χρυσό του Δήμα ήταν η απόδειξη πως όλα γίνονται.
Τέσσερα χρόνια αργότερα στην Ατλάντα είχε δικαιωθεί η καριέρα της υπέροχης Νίκης Μπακογιάννη στο ύψος και είχε ανταποκριθεί στις προσδοκίες το παιδί θαύμα που λέγεται Νίκος Κακλαμανάκης και είναι ιστιοπλόος της ζωής, αλλά το απροσδόκητο ήταν το χρυσό μετάλλιο στην Γυμναστική του Ιωάννη Μελισσανίδη – στην εποχή του κάτι απίστευτο. Στο Σίδνεϊ η ελληνική ομάδα ήταν πολύ δυνατή και τα μετάλλια πολλά, αλλά δυο λίγοι τα περίμεναν. Τον Μιχάλη Μουρούτσου, στο ταε κβο ντο, τον γνώριζαν μόνο οι πολλοί σχετικοί με το άθλημα: ξεπέρασε τον εαυτό του, έκλεισε τα στόματα παραγόντων που του έκαναν την ζωή δύσκολη κι ανέβηκε στο βάθρο. Και στους ίδιους Ολυμπιακούς πήρε ένα μετάλλιο στην ελληνορωμαϊκή πάλη ο Αλέξανδρος Καρντάνοφ που μας θύμισε τον Μυγιάκη, τον Θανόπουλο, τον Χολίδη φυσικά που έσωναν την αξιοπρέπεια της χώρας σε καιρούς δύσκολους. Το 2004 δεν υπήρχαν εκπλήξεις: η προετοιμασία της γηπεδούχου Ελλάδας ήταν εντυπωσιακή και είχε κρατήσει χρόνια, αλλά τα μετάλλια του Μπίμη και του Συρανίδη στις καταδύσεις δεν ξέρω αν θα τα δούμε στο στήθος Ελληνα αθλητή ποτέ ξανά. Το 2008 ο απροσδόκητος σούπερ ήρωας ήταν ο Αλέξανδρος Νικολαϊδης στο Τέα Κβο Ντο. Το 2016 το Ρίο έγινε τόπος μαγικών: τα μετάλλια της Κορακάκη είναι επιβραβεύσεις μιας εντελώς προσωπικής εποποιίας ενώ η κούρσα του Γιαννιώτη προκαλεί ακόμα ανατριχίλες. Νομίζω πως σε αυτή την παρέα προστέθηκε από χθες και ο Θόδωρος Τσελίδης.
Μπράβο μάγκα
Ο κληρονόμος του Ηλιάδης αγαπάει το Τζούντο από μικρός, έχει σπουδάσει οικονομικά, αλλά αγαπάει και τα videogames και την ιστορία την ποίηση. Είναι το τρίτο παιδί μιας οικογένειας που έζησε πολλά. Όχι δεν είναι ένας από μας. Είναι ένας εξαιρετικός αθλητής, αληθινά σπάνιος. Κι ελπίζω να μην φροντίσουν κάποιοι να τον στεναχωρήσουν όσο τον Ηλιάδη. Που μετά απο δυο μετάλλια σε Ολυμπιακούς δεν τον άφηναν να δουλέψει με τον προπονητή που ήθελε. Μέρες που είναι καλό είναι κι αυτά να τα θυμόμαστε.