Από όλα τα περίεργα που συνέβησαν φέτος εγώ κρατάω μια προσωπική ιστορία: την ιστορία μιας βραδιάς που γυρίζοντας σπίτι βρήκα ένα πίνακα ζωγραφικής, που μου άφησαν στην είσοδο της πολυκατοικίας, μετά την καραντίνα. Ακούγεται ήδη περίεργο. Και είναι ακόμα πιο πολύ.
Για λίγο άγιο ξενύχτι
Τον περασμένο Μάιο, όταν οι πόρτες άνοιξαν, τα τηλεοπτικά σποτ της πολιτικής προστασίας δεν τα βλέπαμε κι ο κόσμος άρχισε να ξαναβγαίνει στους δρόμους χωρίς να χρειάζεται να στείλει sms, ομολογώ ότι επέστρεψε και η δική μου διάθεση για λίγο άγιο ξενύχτι. Από μικρός αγαπούσα τη νύχτα πιο πολύ από τη μέρα και σπιτόγατος δεν έχω υπάρξει ποτέ μου – μολονότι στην καραντίνα μια χαρά είχα προσαρμοστεί. Η πρώτη εβδομάδα μετά το τέλος της μου θύμιζε τις μέρες μετά το τέλος της στρατιωτικής θητείας: έπρεπε να συναντηθώ με κάθε φίλο που είχαμε χαθεί και το κανα σχεδόν πάντα νυχτιάτικα – σε σπίτια συνήθως, αφού τα εστιατόρια και τα μπαρ ήταν ακόμα κλειστά. Ένα βράδυ επιστρέφοντας με μια γλυκιά ζάλη στο κεφάλι, αποτέλεσμα όχι μόνο κάποιων παραπάνω ποτών, αλλά και αρκετών συζητήσεων που είχαν να κάνουν με το συνολικό δράμα της ανθρωπότητας, βρήκα στην είσοδο της πολυκατοικίας στην οποία μένω ένα πίνακα ζωγραφικής.
Ηταν αρκετά μεγάλος, (το πλάτος του ήταν πάνω από 1,5 μέτρο και το ύψος του γύρω στο 130 πόντους), και απεικόνιζε ένα ζευγάρι που χόρευε σε ένα νυχτερινό κλαμπ υπό τους ήχους μιας τζαζ ορχήστρας – μοιάζει σαν ένα καρέ από το «Cotton Club» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, αν και στην ατμόσφαιρα κυριαρχεί ένα γουστόζικο κόκκινο χρώμα. Τον κοίταξα κάτω από το φως της εξώπορτας και ζαλισμένος κομμάτι τον έβαλα μέσα στην πολυκατοικία, βέβαιος ότι κάποιος από τους ενοίκους που έκανε κάποιου τύπου μετακόμιση, τον ξέχασε. Ηταν πολύ αργά για να αρχίσω να χτυπάω κουδούνια και είχε και μια ανοιξιάτικη υγρασία από αυτή που σε κάνει να πιστεύεις πως σε λίγο θα αρχίσει να βρέχει: θα ήταν κρίμα κι άδικο ο πίνακας να καταστραφεί. Τον άφησα μπροστά στο ασανσέρ, ώστε να τον δει αμέσως και να μην τον ψάχνει ο ξεχασιάρης γείτονας, μόλις διαπιστώσει την έλλειψή του.
Το επόμενο πρωί κατέβηκα με το ασανσέρ κι ο πίνακας ήταν εκεί μπροστά μου: το ζευγάρι εξακολουθούσε να χορεύει κι η ορχήστρα εξακολουθούσε να παίζει κορνέτες και κύμβαλα και στο φως της μέρας πλέον. Το απόγευμα επέστρεψα και ήταν πάλι όλοι εκεί: ουδείς από την πολυκατοικία είχε ενδιαφερθεί για τη μοίρα τους. Προσπέρασα τον πίνακα κρυφοκοιτάζοντας τον – σαν κι εγώ κι αυτός να είχαμε πια μια ένοχή σχέση που κανείς δεν έπρεπε να μάθει – από το Cotton Club βρεθήκαμε στο In the Mood of Love του Γουόνγκ Καρ Βάι. Αλλά όταν το επόμενο πρωί τον ξαναβρήκα στο ίδιο σημείο, τον περιμάζεψα: αν τον άφηνα εκεί θα ήμουν πλέον εξίσου ένοχος με αυτόν που τον παράτησε.
Μόνο του κουτιού δεν ήταν
Τον ανέβασα στο σπίτι και τον έδειξα στους δικούς μου, σαν να τον έχω ζωγραφίσει εγώ. Πέρα από βλέμματα περιέργειας εισέπραξα και κάποιες παρατηρήσεις. Εβαλα κάτι τόσο ογκώδες στο σπίτι στον καιρό του Covid 19 χωρίς απολύμανση; Ντροπή. Κι επιπλέον αμέσως οι πιο παρατηρητικοί επισήμαναν ότι ο πίνακας μόνο του κουτιού δεν ήταν: οι γωνίες του ήταν φθαρμένες – ευτυχώς μόνο αυτές. Δεν υπήρχε κάποια χαρακιά ή κάποια μουτζούρα που δεν είχα δει νυχτιάτικα. Μικρό το κακό.
Η πιο προσωπική Τέχνη
Νομίζω πως από όλες τις Τέχνες η ζωγραφική είναι η πιο προσωπική. Ο μουσικός πρέπει να ξέρει νότες: είναι ο «μάστορας της σωστής τακτοποίησης» καθώς η σύνθεση απαιτεί κι αυτό – πέρα φυσικά από έμπνευση. Ο ποιητής παλεύει με τις λέξεις. Ο ζωγράφος, όμως, πέρα από το να καταθέσει το ταλέντο του πρέπει να αποδείξει πρώτα από όλα στον εαυτό του ικανότητες και γνώσεις τεχνικής. Πρέπει να βρει τη σωστή λάμψη των χρωμάτων ή την σκοτεινιά τους, να τα κατασκευάσει, να τα χρησιμοποιήσει ως υλικό και όχι απλά ως μέσο. Στη συνέχεια πρέπει να αναμετρηθεί με τα βαθιά του θέλω και να τα αποτυπώσει χωρίς να μπορεί πάντα να σβήνει ό,τι ζωγράφισε– η προσοχή του πρέπει να είναι απόλυτη γιατί ένα λάθος μπορεί να προκαλέσει την καταστροφή μιας δουλειάς που κρατά μέρες. Η δε δουλειά δεν έχει ως στόχο το μεγάλο κοινό, αλλά αυτόν τον ένα φιλότεχνο που θα την εκτιμήσει – που θα μοιραστεί δηλαδή την θέληση του καλλιτέχνη να προσθέσει μια επιπλέον εικόνα στην ομορφιά του κόσμου.
Ο εικονολάτρης είναι δυσκολότερος καταναλωτής από αυτόν που χαίρεται με τα ωραία λόγια. Το μάτι παγιδεύεται εύκολα, αλλά λαμβάνει τόσες πολλές πληροφορίες, που είναι εκπαιδευμένο να ξεχνά. Ο ζωγράφος παλεύει με δύσκολα ένστικτα: πρέπει να ζωγραφίσει ένα έργο κι αυτό να γράψει στα εσώψυχα των ανθρώπων με ένα τρόπο μυστηριακό. Η ζωγραφική δεν προσφέρει το είδος της εκτόνωσης που προκαλεί το τραγούδι, δεν έχει την ικανότητα της λογοτεχνίας που μπορεί καμιά φορά να λειτουργήσει ως υπέροχη φυλακή ή ως νοσταλγικό παραμύθι, δηλαδή σαν ψευδαίσθηση. Ο πίνακας είναι εκεί μπροστά σου, αποφασισμένος να σε κερδίσει χωρίς να μπορεί να τρέξει προς εσένα και να σου κάνει χάρες. Δεν έχει σπέσιαλ εφέ σαν αυτά που βλέπουμε στο σινεμά και δεν επικοινωνεί μαζί σου θυμίζοντας τους ανθρώπους και τα πάθη τους, όπως συμβαίνει στο θέατρο. Τον πίνακα τον ζωγραφίζεις, δηλαδή τον δημιουργείς, ή τον επιλέγεις, δηλαδή τον βρίσκεις. Ο δικός μου όμως πίνακας με βρήκε αυτός. Με περίμενε νυχτιάτικα κάτω από το σπίτι μου, απαιτώντας την προσοχή μου και ζητώντας μου καταφύγιο: ως εκπρόσωπος μιας τέχνης του έτσι θέλω, ας πούμε, ή ως εισβολέας. Στάθηκε αδύνατον να τον αγνοήσω καθώς η συνείδησή μου δεν μου επιτρέπει να σηκώσω τέτοιο βάρος, αλλά και γιατί ο ίδιος το απαιτούσε από μένα.
Δεν θα το μάθω ποτέ
Ποιος άφησε ένα πίνακα έξω από μια πολυκατοικία αδυνατώντας να βρει τη δύναμη να τον πετάξει στα σκουπίδια; Γιατί άραγε δεν τον συντήρησε ενώ αυτό είναι τόσο απλό και καθόλου ακριβό; Τι του θύμιζε το ζευγάρι που χόρευε και οι τζαζίστες που έπαιζαν; Από ποια ιστορία ήθελε ο άνθρωπος αυτός να ξεφύγει και ποια μυστικά κουβαλά ο πίνακας αυτός που εμφανίστηκε ξαφνικά; Δεν θα τα μάθω ποτέ. Αλλά αυτό δεν μου απαγορεύει να σκαρώσω εγώ μια ιστορία, που μπορεί να είναι και κάθε φορά διαφορετική, όταν τον δείχνω σε όσους με επισκέπτονται.
Είμαι κάτοχος ενός πίνακα που ήρθε να με βρει μόνος του, μια νύχτα με ζαλάδες. Η ζαλάδα μας κάνει λένε πιο ομιλητικούς, πιο άνετους, πιο ικανούς να εκφράσουμε τα συναισθήματα μας, δηλαδή να δηλώσουμε την αγάπη μας ή την πίκρα μας ή το παράπονό μας. Εγώ ήμουν εντάξει πάντως εκείνο το βράδυ. Λίγο μεθυσμένος ήταν τελικά ο πίνακας…