Ούτε πέντε ούτε δέκα, αλλά συνολικά 23 υποψηφιότητες βραβείων Εmmy απέσπασε ο εφετινός κύκλος του Game of Thrones: είναι οι περισσότερες και φέτος από κάθε άλλη τηλεοπτική σειρά και δεν είναι παράξενο, αφού η σειρά εξακολουθεί να μαγνητίζει. Κάθε φορά που ένας κύκλος της τελειώνει αναρωτιέμαι γιατί (μας) αρέσει τόσο. Χωρίς να βρίσκω μια εξήγηση απολύτως πειστική.
Οι παλιές παρατηρήσεις
Σε ένα παλιό μου κείμενο, προ τετραετίας, όταν η σειρά είχε αρχίσει να δημιουργεί παγκόσμια υστερία, είχα επισημάνει τα πρώτα γιατί της επιτυχίας της. Εχουν ακόμα μια επικαιρότητα. Εγραφα τότε: «Οι μάστορες της τηλεόρασης αμερικάνοι λένε ότι αν θες να φτιάξεις μια επιτυχημένη σειρά υπάρχουν δυο συνταγές: η πρώτη είναι να τη βασίσεις σε κάτι αληθινά πρωτότυπο και η δεύτερη στη νοσταλγία. Στην πρώτη περίπτωση στοχεύεις σε ένα κοινό που μπορεί να εντυπωσιαστεί και να κολλήσει - στη δεύτερη πρέπει απλώς ν ακουμπήσεις ξεχασμένες μνήμες και να απελευθερώσεις τα καταπιεσμένα θέλω. (…). Οι παραγωγοί του GOT κατέφυγαν στη σίγουρη λύση της νοσταλγίας. (…) Το Game of Thrones βασίζεται στην ανάγκη μας να ξεθάψουμε τις παιδικές μας εικόνες: για την ακρίβεια ξεκινά ως μια σαπουνόπερα παιδικών εικόνων. Δεν είναι το παραμύθι, που σου διάβαζε η μαμά ή η γιαγιά πριν κοιμηθείς, γιατί κανένα παραμύθι δεν μπορεί να είναι τόσο βίαιο, αλλά είναι η φανταστική ιστορία, που δημιουργούσε ο πατέρας σου ή ο μεγάλος σου αδερφός, για να σε φοβίσει ή να σε τρομάξει, χωρίς να υποψιάζεται ότι εσύ χαιρόσουν ανακαλύπτοντας το ταρακούνημα του τρόμου. Σε κάθε παιδί αρέσει ένα παραμύθι απόκρυφο – το βιβλίο που η μαμά λέει ότι δεν θα το ανοίξεις αν δεν πας στο Γυμνάσιο πχ. Απαγορευμένο, αλλά αφόρητα επιθυμητό, το GOT έχει στη βάση της αφήγησης ένα σύμπαν κλισσαρισμένων γοητευτικών ηρώων, αλλά και κακών: τρελοί και άκαρδοι βασιλιάδες, αλλά και καλές πριγκίπισσες, πιτσιρικάδες που χώνουν τη μύτη τους εκεί που δεν πρέπει, νόθοι αδικημένοι που είναι μάστορες στο σπαθί, σκληροί μάγκες με ελαττώματα, ρουφιάνοι που πρέπει να τιμωρηθούν, κακοί χωρίς έλεος, πανέξυπνοι τυπάδες που δεν τους πιάνει το μάτι σου, νεκροζώντανοι σχεδόν ανίκητοι, καλόκαρδοι χοντροί, σοφοί δάσκαλοι, ξανθιές και δράκοι.
Πάνω σε αυτή τη βάση εικόνων και ηρώων, που μας στοίχειωσαν, όταν ήμασταν πιτσιρίκια άλλους πιο πολύ κι άλλους πιο λίγο, προστίθεται ο φορμαλισμός της αφήγησης, που περνάει τον τηλεθεατή από την παιδικότητα στην εφηβεία – αν όχι και στην ενηλικίωση. Δεν υπάρχουν σιγουριές, αφού όλοι είναι αναλώσιμοι, ο έρωτας είναι δύσκολη υπόθεση, το καλό δεν κερδίζει πάντα και ναι, πολλές φορές, αν δεν έχεις ακροατήριο ή κατακτήσεις ερωτικές, είναι χρήσιμες και οι πουτάνες, αρκεί να θυμάσαι ότι μαζί σου δουλεύουν. Αν οι εικόνες και οι ήρωες σκαλίζουν την παιδικότητα μας, οι αντιλήψεις είναι εφηβικές, ανώριμες ίσως, αλλά βασισμένες στα εκρηκτικά νεανικά πιστεύω: το GOT είναι μια ιστορία που αφηγείται ένας τερατολόγος που απαιτεί ν ακούς χωρίς να ρωτάς. Ολο το πακέτο είναι μια ευκαιρία για να ξαναδείς τα όνειρα που παρακαλούσες να δεις όταν ήσουν παιδί, προσθέτοντας σε αυτά τα εφηβικά συμπεράσματα για τη ζωή, με τα οποία μεγάλωσες.
«Δεν ξέρω» έγραφα τότε «αν η σειρά θα καταφέρει να κρατήσει την ένταση των πρώτων επεισοδίων – πιθανότατα κάποια στιγμή η ωριμότητα μας (;) θα απαιτήσει να συνέρθουμε και να επιστρέψουμε στην πραγματικότητα: έξω δεν υπάρχουν Τύριον Λάνιστερ, η κάθε λογής τσούλα που μας ταλαιπωρεί δεν είναι Βασίλισσα, οι Δράκοι παίζουν με τις τις αγορές, τα μνημόνια και τα ομόλογα. Όμως αν αυτή τη ρημάδα την ωριμότητα τη θάψουμε μέσα μας για μια ωρίτσα κάθε φορά που κρατά το επεισόδιο, κακό δεν θα πάθουμε. Και θα είμαστε και προετοιμασμένοι όταν φτάσει ο μεγάλος χειμώνας» κατέληγα.
Όμως την απάντηση στο γιατί η σειρά μας αρέσει δεν την είχα και φοβάμαι πως δεν την έχω και τώρα.
Μαζί με το χειμώνα, ο μεσαίωνας
Ο Ζακ Αταλί, σύμβουλος του Μιτεράν κάποτε, διανοούμενος και 73 χρονών άνθρωπος, έγραψε προ τριετίας ότι «η επιτυχία της σειράς βρίσκεται στο γεγονός ότι το σενάριο της δείχνει αυτό που θα ζήσει σύντομα ο πλανήτης μας: ένα είδος νέου Μεσαίωνα, γεμάτο από βία, αταξία, φυσικές καταστροφές, πολεμικούς ηγέτες, μάχες εξουσίας με γρήγορες εναλλαγές, μας περιμένει. Το Game of Thrones περιγράφει τον κόσμο που έρχεται μετά το τέλος της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας, έναν νέο θεαματικό Μεσαίωνα όπου καμία εξουσία δεν είναι σταθερή και όπου όλα επιτρέπονται.
Αυτός μας γοητεύει. Είναι γεμάτος ωραίες ιστορίες και υποσχέσεις. Γεμάτος βαρβαρότητα επίσης. Μας περιμένει. Εμείς πρέπει να δούμε πώς θα τον χρησιμοποιήσουμε». Γοητευτική παρατήρηση για την επιτυχία της σειράς, αλλά μάλλον άσχετη με την ανάγκη μας να μην χάσουμε επεισόδιο.
Κι αν βλέπουμε εμάς;
Τι μας συμβαίνει; Γιατί δεχόμαστε χωρίς την παραμικρή ένσταση να παρακολουθούμε μια σειρά με αναστάσεις νεκρών, βασανιστήρια, επιδρομές από ζόμπι, δράκους τιμωρούς και διπρόσωπες κοκκινομάλλες; Γιατί δεν μας ενοχλούν οι σεναριακές ακρότητες και οι αφηγηματικές ακροβασίες; Γιατί ενώ απαιτούμε από όλους να μην μας κοροϊδεύουν -τουλάχιστον μπροστά στα μάτια μας - εκλιπαρούμε ενδόμυχα τους σεναριογράφους της σειράς να μας πουλήσουν λίγες ακόμα απιθανιές; Δεν έχω απάντηση – ίσως η ψυχή μας να απαιτεί, ως βάλσαμο, την ευκαιρία για μια αιματοβαμμένη, αλλά συγχρόνως αγωνιώδη περιπλάνηση, ίσως απλά να περιμένουμε να δούμε ποιος θα μείνει ζωντανός, αν και κάθε φορά που πέφτει ένα διάσημο κεφάλι χειροκροτούμε. Ισως απλά η συμμετοχή σε κάτι τόσο οικεία εξώκοσμο να είναι η ευκαιρία μας να δραπετεύουμε από την πραγματικότητα. Μπορεί σε όλο αυτό το σύμπαν του Τζορτζ Μάρτιν να βλέπουμε εικόνες του εαυτού μας – των χειρότερων πλευρών του κατά βάθος – και να ταυτιζόμαστε με τους κακούς που μόνο μείς ξέρουμε πόσο μας μοιάζουν. Η απλά να μπαίνουμε στο λαβύρινθο της αγωνίας, ελπίζοντας, μαζοχιστικά, ότι δεν θα βρούμε την έξοδο.
Θρόνος για μας δεν υπάρχει, αλλά το παιγνίδι αξίζει τον κόπο. Δεν παρακολουθούμε. Συμμετέχουμε.