Οι ταινίες του Γούντι Αλεν είναι κάτι σαν το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα: θα ρθούν θέλεις, δεν θέλεις. Μπορεί να τις αγνοήσεις ή να τις χαρείς, αλλά όπως και να χει μια φορά το χρόνο σε περιμένουν. Δεν έχει μεγάλη σημασία αν είναι καλές ή κακές: η περιοδικότητα με την οποία εμφανίζονται έτσι κι αλλιώς δεν εξαρτάται από την κριτική. Ο 81χρονος αμερικάνος σκηνοθέτης υπάρχει για να δουλεύει και η όποια αξιολόγησή του έχει πάψει να τον ενδιαφέρει καιρό τώρα: δεν πηγαίνει να πάρει ούτε καν τα Οσκαρ του και πιθανότατα φοβάται πως αν σταματήσει να γυρίζει ταινίες θα ρθει και το πλήρωμά του χρόνου. Από όλες τις φοβίες του, ετούτη εδώ μου φαίνεται η πιο αληθινή: το «δουλεύω άρα υπάρχω», είναι ως νεύρωση ενδιαφέρουσα, όσο και οι φοβίες του για το σεξ, το Θεό, το θάνατο κτλ – φοβίες που τον βοήθησαν να χτίσει την ατέλειωτη καριέρα του.
Αν αύριο σταματήσει
Οποιος βλέπει κάθε χρόνο την νέα ταινία του Γούντι Αλεν είναι σαν να του συμπαραστέκεται – η απόφαση να δεις την ταινία του δεν έχει σχέση τόσο με την απόλαυση, ούτε με την περιέργεια, όσο με την θέληση να παρακολουθήσεις κάποιον, που έχεις συνηθίσει να σου διηγείται πολλά. Άλλες φορές αυτό το κάνει επιτυχημένα, άλλοτε αμήχανα, άλλοτε βαριεστημένα, άλλοτε φλύαρα, αλλά εσύ τον παρακολουθείς γιατί έχεις συνηθίσει να περιμένεις τις ιστορίες του, όπως περίπου έχεις συνηθίσει και τα Χριστούγεννα, που κάποτε τα γιόρταζες, ενώ τώρα απλά χαίρεσαι που υπάρχουν. Αν αύριο ο Γούντι Αλεν σταματήσει να κάνει ταινίες, κι αρχίσουν όσες έχει κάνει να ξαναπαίζονται μια κάθε χρόνο κατά σειρά εμφάνισης, πάλι όσοι τον αγαπούν θα τρέχουν να τις βλέπουν ως καινούργιες. Η σύμβαση του δημιουργού με το κοινό του υπερβαίνει την όποια αξία της ταινίας του. Δεν έχει καν σημασία να συζητάμε αν αυτές είναι ή όχι καλές.
Το Cafe Society είναι η 47η ταινία του Γούντι Αλεν: για την ακρίβεια η 47η της οποίας είναι σεναριογράφος και σκηνοθέτης, διότι οι ταινίες στις οποίες έχει συνολικά πάρει μέρος είναι πολλές περισσότερες. Κανείς ποτέ δεν θα μπορούσε να κάνει σαράντα επτά καλές ταινίες. Όμως τα τελευταία χρόνια σκέφτομαι κάθε φορά που βλέπω μια από αυτές ότι στην πραγματικότητα οι ταινίες του δεν είναι περισσότερες από έξι – επτά: θέλω να πω ότι αυτό που κυρίως τον χαρακτηρίζει είναι οι επιστροφές στα ίδια μοτίβα – οι πιο πολλές από τις ταινίες του είναι ριμέικ άλλων, αφού η φόρμα, οι προβληματισμοί, καμιά φορά ακόμα και οι σαρκαστικοί διάλογοι κι ακόμα και η μουσική παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα. Είναι κακό; Εξαρτάται. Στη δική του περίπτωση η έλλειψη έμπνευσης δεν ενοχλεί τουλάχιστον τους πιστούς του: στο οικείο περιβάλλον, που πλέον σε κάθε ταινία του δημιουργεί, ο φανατικός οπαδός του αισθάνεται βολικά, νοιώθει ότι έχει τη θέση του. Ο άλλος, που δεν πιστεύει ότι ο Γούντι Αλλεν είναι πλέον ιδιοφυής, ή έχει σταματήσει να τον παρακολουθεί γιατί βαρέθηκε τις επαναλήψεις του ή απλά διασκεδάζει με το να αποκαλύπτει στις νέες του ταινίες τις παλιές εμμονές του, χωρίς ωστόσο να παίρνει καμία από αυτές στα σοβαρά.
Σαν ταινία του 1930
Το Café Society, που παίζεται στις αίθουσες, βασίζεται σε μια συρραφή από παλιές εμμονές και είναι για αυτό το λόγο νοσταλγικό και λιγάκι γλυκανάλατο, αλλά και λίγο σαν περίληψη προηγουμένων: αν τον ξέρεις καλά τον Γούντι Αλεν καταλαβαίνεις ότι έχει μαζέψει ιδέες, σκηνές και ήρωες, που πήγαν χαμένοι σε προηγούμενες ταινίες, κι εδώ επανέρχονται με φόντο την Αμερική του 30, γεγονός που επιτρέπει περισσότερη τζαζ, ωραιότερα σκηνικά, απλούστερους, εν τέλει, χαρακτήρες. Είναι η πρώτη ταινία που ο 81χρονος Γούντι Αλεν γυρίζει με την ψηφιακή τεχνολογία, εγκαταλείποντας το φιλμ – και μάλιστα είναι η πρώτη ψηφιακή δουλειά και για τον σπουδαίο διευθυντή φωτογραφίας, και μόλις πέντε χρόνια νεότερό του Βιτόριο Στοράρο, παλιό συνεργάτη του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, με τον οποίο συνεργάζεται για πρώτη φορά. Επίσης, είναι η πρώτη ταινία που ο Γούντι Αλεν γυρίζει για λογαριασμό της εταιρείας παραγωγής της Amazon, έπειτα από τη λήξη του συμβολαίου του με τη Sony Classics κι αυτό φαίνεται: έχει πιο πολλά χρήματα να ξοδέψει από ό,τι συνήθως και το διασκεδάζει στήνοντας σκηνές με πάρτι και γιορτές, που κάμποσο καιρό τώρα έλειπαν από το γουντιαλενικό σύμπαν. Η ταινία μοιάζει, ίσως για αυτούς τους λόγους, λίγο πιο επιβλητική και λίγο πιο λαμπερή από όλες τις προηγούμενες που έκανε γυρίζοντας στην Αμερική από την Ευρώπη – μοιάζει και είναι και λίγο περισσότερο δουλεμένη: ο Γιούντι Αλεν την γυρίζει σαν να είναι ταινία του ‘30, την φορτώνει με κοντινά πλάνα ηθοποιών, της δίνει έντεχνα λίγο παλιομοδίτικο αέρα, βάζοντας από την πίσω πόρτα ένα κινηματογραφικό ακαδημαϊσμό επιτηδευμένο μεν, πλην όμως λειτουργικό. Ακόμα κι αν υπάρχει πάντα αυτή η φωνή off, που έρχεται να σου εξηγήσει τα πάντα, ακόμα κι αν οι ίδιοι οι χαρακτήρες σου θυμίζουν τα προηγούμενα, ακόμα κι αν οι περιφερειακές ιστορίες είναι πιο ενδιαφέρουσες από την κύρια, οι μικρές διαφορές στην αφήγηση σου αρκούν για να θαυμάσεις την όρεξη που τον διακρίνει στα 80 του: νομίζω ότι για αυτό το θαυμασμό των δικών του οπαδών ακόμα δουλεύει. Ευτυχώς τον τελευταίο καιρό θυμήθηκε και κάτι ακόμα: την αγάπη του για τις γυναίκες. Αυτή τη φορά η έμπνευσή του δεν είναι μια νευρωτική πενηντάρα, όπως η Κέιτ στη Θλιμένη Τζασμίν, ούτε μια ανήσυχη γυναικάρα, όπως η Εμα Στόουν στο Irrational Man, αλλά μια κούκλα αληθινή, την ομορφιά της οποίας ο γέρο Γούντι εμφανώς λιμπίζεται. Το Café Society θα ήταν μάλλον βαρετό και ασήμαντο, αν δεν υπήρχε σε αυτό η Κρίστεν Στιούαρτ, που ο Γούντι Αλεν αναδεικνύει σε κάτι υπέροχο, μικραίνοντας την εκφραστική της γκάμα και μεγαλώνοντας το χρόνο της παρουσίας της. Η σχεδόν μονοδιάστατη παρουσία της από την αρχή μέχρι το τέλος της ταινίας, επιτρέπει στον πάντοτε γενναιόδωρο με τις γυναίκες Γούντι Αλεν να στήσει μια σειρά από υπέροχα κάδρα βασισμένα στην εικόνα της: φεύγοντας από το σινεμά παίρνεις μαζί σου τα μάτια της και την φρεσκάδα της. Δεν το λες και λίγο…