Την περασμένη εβδομάδα ήταν οι Γερμανοί που αποχαιρέτησαν ένα θρύλο τους, τον Φρανς Μπεκενμπάουερ. Σήμερα είναι η σειρά των Ιταλών να πουν το αντίο στον πιο αγαπημένο από τα παιδιά που έχουν φορέσει την φανέλα της Εθνικής τους. Ο Τζίτζι Ρίβα που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 79 χρονών έπαιξε σε όλη του την καριέρα στην Κάλιαρι. Και ήταν κι αυτός ένας λόγος που όλοι τον αγαπούσαν. Ο άλλος ήταν ότι μιλάμε για επιθετικό σπάνιο: σταμάτησε το ποδόσφαιρο το 1976 και ακόμα είναι πρώτος σκόρερ της Σκουάντρα Ατζούρα.
Εφυγε ο πιο αγαπημένος Ιταλός
Η καριέρα του ποδοσφαιριστή Τζίτζι Ρίβα υπήρξε μυθιστορηματική. Γεννήθηκε στο Λεγκουίνιο, ένα χωριό στις όχθες της λίμνης Ματζόρε στην Βόρεια Ιταλία, στα σύνορα με την Ελβετία. Τα παιδικά του χρόνια ήταν τα δυσκολότερα που θα μπορούσε να έχει παιδί. Όταν ήταν μικρός, ο πατέρας του Ούγκο έφυγε από την ζωή εξαιτίας ενός δυστυχήματος που συνέβη στο εργοστάσιο ρούχων που δούλευε. Ενα σίδερο που έφυγε από μια μηχανή, τον χτύπησε στο στομάχι. Η μητέρα του αναγκάστηκε να ψάχνει για δουλειά και καθάριζε σπίτια. Αδυνατώντας να μεγαλώσει τον μικρό τον έστειλε εσώκλειστο σε ένα ίδρυμα της καθολικής εκκλησίας. Ο μικρός δραπέτευσε. Το έκανε δυο ακόμα φορές! «Ήταν πολύ αυστηροί, μας ταπείνωναν γιατί ήμασταν φτωχοί, μας έλεγαν πως θα καούμε στην κόλαση και ότι ο Θεός μας τιμωρεί». Στα δεκαπέντε του έχασε και την μητέρα του από καρκίνο. Τον μεγάλωσε η μεγαλύτερη αδελφή η Φάουστα.
Δεν θα φύγει ποτέ
Ο Ρίβα δεν περίμενε πως θα γίνει ποδοσφαιριστής. Στα 16 του παράτησε τα ιδρύματα και άρχισε να εργάζεται σε μια κατασκευαστική εταιρεία, που ανήκει στον διευθυντή της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας. Η μπάλα ήταν η μοναδικη στιγμή χαράς σε μια ζωή γεμάτη θλίψη. «Όταν έφτασα κάποτε στο Κάλιαρι για να υπογράψω, τα είχα με την τύχη μου και την ζωή την ίδια» θα πει σε μια σπάνια συνέντευξή του. Ο Ερνέστο Φασάνι τον είδε να παίζει μπάλα στο προαύλιο του εργοστασίου και τον έστειλε στην ομάδα . Επαιξε εκεί, στις ερασιτεχνικές κατηγορίες από το 1960 έως το 1962, όπου σημείωσε 66 γκολ! Οι ντόπιοι οπαδοί έκαναν ουρές να τον δουν: τον φώναζαν «Πιρουνάκι» γιατί ήταν ψηλός κι αδύνατος, αλλά χτύπαγε και πονούσε! Πως βρέθηκε στην Σαρδηνία όπου οι Βόρειοι Ιταλοί πήγαιναν μόνο για να κάνουν το στρατιωτικό τους; Η Κάλιαρι εκείνα τα χρόνια για να αποφεύγει τα ταξίδια έδινε συνεχόμενα ματς. Σε μια από αυτές τις μίνι περιοδείες της έπρεπε να αγωνιστεί κόντρα στην Μίλαν, την Ιντερ και την Αταλάντα. Στη λίμνη Ματζόρε υπήρχαν ξενοδοχεία και γηπεδάκια για προπόνηση. Η φήμη του μικρού ήταν μεγάλη: τον τσέκαραν και τον έπεισαν να μπει πρώτη φορά στην ζωή του σε αεροπλάνο για να πάει στο μεγάλο νησί. Ο Ρίβα φοβήθηκε στο ταξίδι κι ορκίστηκε στην ψυχή του πατέρα του ότι αν το αεροπλάνο προσγειωθεί και η Κάλιαρι τον κρατήσει ότι δεν θα φύγει ποτέ από εκεί. Κι έτσι έγινε. Σε όλη του την καριέρα αρνήθηκε προτάσεις όλων των μεγάλων ιταλικών ομάδων. Η άρνηση αυτή είχε ένα κέρδος κι ένα κόστος. Το κέρδος του ήταν η δημοφιλία του: ο Ρίβα δεν είχε εχθρούς. Το κόσμος ήταν ότι δεν έκανε κάτι σημαντικό με την ομάδα του στις διεθνείς διοργανώσεις. Ακόμα και η μεγάλη πρωταθλήτρια Κάλιαρι του Ρίβα ήταν μια μικρή ευρωπαϊκή ομάδα. Ετσι ο Ρίβα παρέμεινε ένα ιταλικό φαινόμενο. Καλύτερος από τους Ριβέρα και τους Ματσόλα κι όμως, χωρίς τους τίτλους τους, πίσω τους.
Ο αρχηγός των τσοπάνηδων
Γεννημένος αριστεροπόδαρος, ξεκίνησε σαν εξτρέμ και έγινε ένας τεράστιος κυνηγός – παίκτης μπροστά από την εποχή του. Σωματικά δυνατός, εκρηκτικός και με χωρίς τη μπάλα στα πόδια, ικανότατος στο ψηλό παιγνίδι και κυρίως μεγάλος σκόρερ: έχει πετύχει 208 γκολ σε 378 ματς με την Κάλιαρι και 35 σε 42 με την Εθνική Ιταλίας της οποίας παραμένει πρώτος σκόρερ. Σε αυτή έφτασε χάρη στα κατορθώματα του στην Σαρδηνία κι αυτή έγινε η δεύτερη μεγάλη ποδοσφαιρική του αγάπη. Αγωνίστηκε με δεμένο το δεξί του πόδι στον δεύτερο τελικό του Euro1968 και έγινε πρωταθλητής Ευρώπης και ήταν μέλος της Εθνικής Ιταλίας που έπαιξε στον τελικό του μουντιάλ του 1970. Κυρίως όμως ήταν και παρέμεινε μέχρι το τέλος της καριέρας του ο αρχηγός των «τσοπάνηδων»: έτσι ειρωνικά αποκαλούσαν τότε τους παίκτες της Κάλιαρι οι υπόλοιποι Ιταλοί. Οταν η Κάλιαρι κατέκτησε το πρωτάθλημα το 1969-70, ο πάπας της ιταλικής αθλητικογραφίας Τζιάνι Μπρέρα τον βάφτισε Rombo di Tuono, «βροντή πραγματική».
Όλα, αλλά πάντα από μακριά
Όταν ο Ρίβα σταμάτησε το ποδόσφαιρο το 1976, έχοντας υποστεί όλους τους τραυματισμούς που μπορούν να τύχουν σε ποδοσφαιριστή, σχεδόν χάθηκε από προσώπου γης. Ζητήθηκε η επιστροφή του στην Εθνική σε ρόλο Γενικού Αρχηγού κι έγινε ένας υποδειγματικός τέτοιος. Στην αγκαλιά του πανηγυρίζουν ο Μπεαρζότ και ο Λίπι τις κατακτήσεις του μουντιάλ του 1982 και του 2006. Αλλά κυρίως είναι αυτός που παρηγορεί τον Ρομπέρτο Μπάτζιο για το χαμένο πέναλτι στο τελικό του 1994, τον Τοτό Σκιλάτσι για τον αποκλεισμό από τον τελικό του 1990, τους πάντες. Ο Ρίβα είναι κάτι σαν πατέρας για όλους. Παραμένοντας μακριά από την δημοσιότητα, γιατί όπως έλεγε ήθελε τους φίλους του να τους διαλέγει κι όχι να τον διαλέγουν γιατί είναι γνωστός. Από την άλλη ήταν πάντα ένα σημείο αναφοράς του ιταλικού ποδοσφαίρου αλλά και του ιταλικού σταρ σιστεμ γενικότερα. Ο Ιταλός σκηνοθέτης Φράνκο Τζεφιρέλι του είχε ζητήσει να παίξει ένα ρόλο σε δυο τουλάχιστον ταινίες του – και μάλιστα πρωταγωνιστικό. Ο Ρίβα αρνήθηκε γιατί είχε δει άλλους Ιταλούς αθλητές να παίζουν σε ταινίες και δεν του άρεσαν. Ηταν φίλος του Εντσο Φεράρι, είχε ένα πάθος για το αυτοκίνητο γενικά, χάρηκε την διασημότητα του χωρίς ωστόσο να προσπαθήσει ποτέ του να την εκμεταλλευτεί, όπως άλλοι εξίσου διάσημοι συμπαίκτες του. Όπως έγραψε στην Ρεπούμπλικα ο Μαουρίτσιο Κροσέτι αποχαιρετώντας τον «προτιμούσε να πίνει ένα ουίσκι με τον Ιταλό τραγουδοποιό Φαμπρίτσιο Ντε Αντρέ, παρά να παριστάνει τον αγαπημένο κομπάρσο των ιταλικών αθλητικών εκπομπών». Ο Ντε Αντρέ, που έφυγε από την ζωή το 1999, τον περιμένει. Κι ο Τζεφιρέλι, που επίσης μας αποχαιρέτησε το 2019. Οπου βρεθούν ίσως τον πείσει να γυρίσει αυτή την ταινία μαζί του…
Μοναδική περίπτωση
Είχε προβλήματα με την καρδιά του χρόνια τώρα. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Σαν Μικέλε τους Κάλιαρι στις 21 Ιανουαρίου. Δεν δέχτηκε να κάνει μια νέα καρδιακή επέμβαση, όπως του ζήτησαν οι γιατροί και οι δυο γιοί του. Δήλωσε κουρασμένος – υπέφερε από κατάθλιψη σχεδόν από την εφηβεία του. Εφυγε από την ζωή χωρίς μια τελευταία μάχη, σαν να το επεδίωξε. Οι Ιταλοί θα τον αποχαιρετήσουν ως αυτό που υπήρξε: μια μοναδική περίπτωση.