Πάνω από πενήντα πέντε χιλιάδες άνθρωποι βρεθήκαμε το βράδυ της Τετάρτης στο Καλλιμάρμαρο ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του Διονύση Σαββόπουλου. Αυτή τη φορά ο λόγος ήταν να συγκεντρωθούν τρόφιμα και χρήματα για την πρωτοβουλία «Ολοι μαζί μπορούμε», αλλά ακόμα κι αυτός ο σημαντικότατος λόγος ήταν μια απλή αφορμή: όταν ο Σαββόπουλος μας καλεί εμείς οι πιστοί του τρέχουμε οπουδήποτε ασυζητητί. Κοντά σε μας κολλάνε ένα σωρό άλλοι, που καλόβολα αγαπάνε το ελληνικό τραγούδι και τις γιορτές του και μια τέτοια οργάνωσε το βράδυ της Τετάρτης ο Διονύσης μας. Σε όλες αυτές τις γιορτές που κατά καιρούς έχει οργανώσει και που είναι πια αμέτρητες, ο κόσμος συρρέει σίγουρος ότι θα τραγουδήσει με την ψυχή του. Κι εμείς, αμετανόητα πιστοί και αδιαπραγμάτευτα φανατικοί, καμαρώνουμε για τον μεγάλο οικοδεσπότη, τον άνθρωπο που μας μεγάλωσε.
Τα είπε όλα
Πως γίνεται ένας τραγουδοποιός, που έχει να γράψει τραγούδια από το 1998 να είναι ακόμα τόσο επίκαιρος, να γεμίζει τα στάδια και να μεγαλώνει το κοινό του; Μια απάντηση έδωσε ο ίδιος, λέγοντας πως σε αυτή τη χώρα ελάχιστα άλλαξαν από τον καιρό που έγραψε τα πρώτα του τραγούδια και πως η επικαιρότητα των τραγουδιών του του προκαλεί μερικές φορές βαθιά μελαγχολία. Μια άλλη εξήγηση είναι η πληρότητα του ίδιου του έργου του: ο Σαββόπουλος τα είπε όλα. Με τα περίπου 150 τραγούδια που έγραψε (ίσως είναι και λιγότερα…) κάλυψε τα τελευταία πενήντα χρόνια αυτής της χώρας μαγικά και μίλησε για τους κατοίκους της καλύτερα από τον καθένα, μετασχηματίζοντας την καλλιτεχνική του αυτοβιογραφία σε ένα είδος ιστορίας του τόπου. Είναι παράξενο πως αυτός ο νεαρός από τη Θεσσαλονίκη, με τα μαλλιά και τα ολοστρόγγυλα γυαλιά που καλά καλά δεν ήθελε ως πιτσιρικάς να μοιάζει σε Ελληνα, κατάφερε να αφηγηθεί τόσο ζωντανά, τόσο εύστοχα και τόσο περιεκτικά τη χώρα που μεγάλωσε, τους ανθρώπους και την ψυχοσύνθεση τους κι όλο αυτό χωρίς να επιδιώκει να μας κολακέψει και χωρίς να μας πει πάντα αυτά που θέλαμε να ακούσουμε. Και ίσως για αυτό ο στρατός των αιώνια πιστών του τρέχει πίσω του: έχει ανάγκη ο καθένας από μας να θυμάται πώς είναι να ονειρεύεσαι σαν τον καραγκιόζη, πως ποτέ δεν θα μάθεις τι να πεις στα παιδιά που τα ξέρουν όλα, πως κάπου σε περιμένει μια θάλασσα μικρή, πως των Ελλήνων οι κοινότητες, αυτάρεσκα αλλά υπέροχα, φτάνουν σε άλλο Γαλαξία. Ο Σαββόπουλος είναι ο καθοδηγητής μας, χωρίς ποτέ να το επιδιώξει: τη σύμβαση μαζί του την αποφασίσαμε εμείς. Εμείς που το ρυθμικό μας παλαμάκι κάθε φορά που μας θυμίζει ότι η Ανοιξη είναι μια, δεν το δώσαμε ποτέ σε καμία κεντρική επιτροπή κόμματος και δεν ψάχναμε ποτέ ένα ηγέτη για να του το αφιερώσουμε. Γιατί είχαμε πάντα τον Διονύση μας.
Μόνο του χρωστάω
Τον έχω δει παντού τον Σαββόπουλο κι ο Θεός να τον έχει καλά να τον βλέπω ακόμα. Τον είδα στο ΟΑΚΑ να ανεβαίνει σε ένα αερόστατο και να φεύγει στους ουρανούς, τον είδα στα «Εννιά όγδοα» κάποτε με την Τσαλιγκοπούλου και το πόδι σπασμένο, «γερμένο πάνω σε ένα δεκανίκι», τον είδα στο Ηρώδειο ακόμα κι όταν διασκεύασε Χατζηδάκη, τον είδα και με τον ίδιο τον Χατζιδάκη στο Σείριο, τον είδα στην Επίδαυρο, τον είδα και κουρεμένο στην Πλάκα, τότε που οι Πασόκοι θύμωναν κι έφευγαν γιατί τους τραγουδούσε για τον Κοσκωτά, τον είδα και στην Αναδρομή – ίσως στο πιο μαγικό του πρόγραμμα. Και κάθε φορά που τον βλέπω και τον ακούω αισθάνομαι ότι του χρωστάω. Του χρωστάω γιατί μου έμαθε την αγάπη για τις λέξεις πιο πολύ από οποιοδήποτε άλλο Ελληνα ποιητή. Του χρωστάω γιατί μου εξήγησε έγκαιρα ότι ο δογματισμός δεν είναι πολιτική θέση. Του χρωστάω γιατί έγραψε την Ωδή στο Γεώργιο Καραϊσκάκη, που είναι ίσως το ωραιότερο ελληνικό τραγούδι. Του χρωστάω γιατί έγραψε το πιο ωραίο τραγούδι για το Πήλιο. Του χρωστάω για τους Αχαρνείς, που παραμένουν η καλύτερη απόδοση του ύφους του Αριστοφάνη στη δημοτική. Του χρωστάω γιατί έβγαλε τον Ρασούλη, τον Παπάζογλου, τον Γερμανό, τον Πορτοκάλογλου και άλλους πολλούς - μια ολόκληρη γενιά τραγουδοποιών που χάρη σε αυτόν βρήκε κουράγιο και μας έδωσε τραγούδια που ομόρφυναν τη ζωή μας. Του χρωστάω κυρίως γιατί με έμαθε να μην φοβάμαι το χρόνο που περνάει, γιατί αυτός είναι η ζωή μας η ίδια κι όπως ο ίδιος ο Διονύσης λέει, «πρέπει να μαθαίνουμε και από τη χαρά της και από τον πόνο της, χωρίς να την μελανιάζουμε». Και να την αντιμετωπίζουμε ως δώρο, ακόμα και γυρνώντας στα ίδια πάντα τραγούδια.
Η υπέροχη βραχνάδα
Στο Καλλιμάρμαρο το βράδυ της Τετάρτης ο Σαββόπουλος ήταν και μαέστρος και ερμηνευτής και οικοδεσπότης και αφηγητής και dj – έτσι όπως μας παρουσίαζε ένα ένα τους καλεσμένους του. Εβαλε τον κόσμο να τραγουδήσει Τσιτσάνη, Ακη Πάνου, αλλά και τα ελαφρά της Βέμπο. Αφιέρωσε ένα γλυκό αντίο με τη βοήθεια του Φοίβου Δεληβοριά στον Λουκιανό Κηλαηδόνη. Τραγούδησε για την Αθήνα. Μας είπε με την ωραία θεατρινίστικη ερμηνεία του το Σιγά μην Κλάψω. Εβγαλε στη σκηνή τη Μαρία Φαραντούρη για να μας θυμίσει πως ήταν να τραγουδάς κάποτε το Ένα το Χελιδόνι. Διηγήθηκε ιστορίες, όπως κάνει πάντα, μας παρακάλεσε ν αγαπάμε το ελληνικό τραγούδι, ευχαρίστησε τον κόσμο για την παρουσία του και την προσφορά του. Κάποια στιγμή μου φάνηκε πως λίγο βράχνιασε – ο Θεός ξέρει πόσο ανάγκη έχουμε εμείς οι πιστοί του αυτή του την βραχνάδα. Είναι η ωραία απόδειξη της έλλειψης μιας αρτιότητας που τον κάνει δικό μας. Χωρίς αυτή, θα ήταν μια απλησίαστη μεγαλοφυία, ένας ακόμα διανοητής που θα μας ψάρωνε. Χάρη σε αυτή, είναι ο ποιητής της ιστορίας μας, ο αφηγητής της αγωνίας αυτού του τόπου για ζωή.
Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Ενας φίλος που τον παρατηρούσε, μου είπε πως μεγαλώνοντας ο Διονύσης μας μοιάζει με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τα άσπρα του μαλλιά και τα στρόγγυλα γυαλιά του. Αν η Ελλάδα αγαπούσε τη δημοκρατία, που η ίδια στον κόσμο χάρισε, θα ήταν ένας εξαιρετικός Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας ο Σαββόπουλος: ένας Πρόεδρος που θα γέμιζε στάδια τραγουδώντας για μια Βουλή, που δεν φταίει γιατί είναι έρημη κι απρόσωπη. Θα μας θύμιζε ως πρόεδρος αυτά που έχει πει στα τραγούδια του και που είχαν όλα πολιτικές θέσεις, ακόμα και αυτά στα οποία μιλάει για αγάπες και Συννεφούλες και παιδικές φίλες. Θα μας θύμιζε την αξία του σεβασμού και της αλληλεγγύης, το δικαίωμα στην διαφωνία, την πίστη στο θαύμα, τη ανάγκη να ονειρεύεσαι: κρίμα που δεν έχουμε μια δημοκρατία τόσο εξαιρετική, ώστε να την τιμήσει. Ισως είναι και καλύτερα έτσι – θα κρατήσουμε τον κύριο Διονύση, τον πατέρα και παππού, πάντα ηγέτη της δική μας σαββοπουλικής παράταξης. Και θα μπορούμε μαζί του να τραγουδάμε, όχι νοσταλγώντας, αλλά κοιτάζοντας πάντα μπροστά. Και με την βεβαιότητα ότι η Ελλάδα για την οποία ακόμα τραγουδάει παραμένει το οικόπεδο που είχε κρατήσει ο καλός Θεός για τα γεράματά του.
Ένα άγνωστο τραγούδι
«Τι θα θέλατε να πάρουν μαζί τους οι θεατές στο τέλος της συναυλίας;» τον είχε ρωτήσει ο Γιώργος Σκίντζας την περασμένη Κυριακή στο Βήμα. «Εχετε προσέξει πως όταν τελειώνει κάτι ωραίο, που είδατε νοιώθετε μέσα σας ευγενέστερος; Σαν να έρχεται στην επιφάνεια ένας βαθύτερος εαυτός μας, πιο πλούσιος, πιο μαγικός; Ετσι θα ήθελα να φύγει ο κόσμος από το Καλλιμάρμαρο. Με αυτόν τον βαθύτερο εαυτό» απάντησε. Ετσι έφυγα κι εγώ σιγοτραγουδώντας. Και με τη σιγουριά πως το «όλοι μαζί μπορούμε» είναι ένα άγνωστο τραγούδι του Νιόνιου. Που απλά δεν το χουμε καταλάβει ακόμα…