Βρίσκω ιδιαίτερα διασκεδαστικό ότι η χώρα ασχολείται με τα καταναλωτικά δάνεια του Πολάκη, λες και έχει λύσει όλα της τα προβλήματα – το θεωρώ μια μικρή απόδειξη ότι η Ελλάδα είναι μια ανέμελη χώρα κι αυτό είναι κυρίως που κατά καιρούς πληρώνει με χρεοκοπίες και άλλα δεινά. Δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει αλλά ο Πολάκης ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που έχουν μόνο επίθετο: πιστεύω ότι λίγοι μπορεί να θυμηθούν το μικρό του όνομα χωρίς να σπάσουν το κεφάλι τους, αν δεν βιοπορίζονται από την πολιτική, δεν είναι δηλαδή βουλευτές, δημοσιογράφοι, κομματικοί γραφειοκράτες κτλ. Για τον απλό κόσμο ο Πολάκης είναι ο Πολάκης – επίθετο, ιδιότητα και επάγγελμα, όλα στην συσκευασία του ενός. Στην πολιτική λίγοι το έχουν καταφέρει, στο τραγούδι και στο θέατρο είναι μάλλον ευκολότερο. Ποιο; Να μετατρέψουν το προσωπείο τους σε κανονικό πρόσωπο.
Μετά το ΠΑΣΟΚ
Η Μεταπολίτευση αρχικά, και η γενική ΠΑΣΟΚοποίηση της χώρας στη συνέχεια, άλλαξαν πάρα πολύ την εικόνα του πολιτικού. Στην παλιά Ελλάδα ο πολιτικός έπρεπε να ξεχωρίζει με την αρετή, το ήθος του, την μόρφωσή του, ακόμα και την καταγωγή του – κι αυτό συνέβαινε σε όλο το εύρος του πολιτικού φάσματος: ακόμα και στην Αριστερά, οι άνθρωποι της οποίας πάντα μιλούσαν για το καλό του λαού, έστω και γενικά και αόριστα. Όλοι μα όλοι προσπαθούσαν να φαίνονται ξεχωριστοί επιδεικνύοντας σοβαρότητα και μόρφωση – μερικές φορές η προσπάθεια αυτή έβγαζε και λίγο γέλιο, έτσι όπως έμπλεκαν την απλή καθαρεύουσα με την ανάγκη να γίνουν κατανοητοί, θυμηθείτε τον Μαυρογιαλούρο.
Μετά την Μεταπολίτευση και κυρίως μετά το ΠΑΣΟΚ, ο πολιτικός έπρεπε να μοιάζει ολοένα και περισσότερο καθημερινός άνθρωπος, ακόμα κι αν τέτοιος δεν ήταν. Οποιος μπορούσε να μιλάει λίγο πιο σύνθετα γινόταν περίγελος – με τον καιρό άρχισε να μοιάζει και ύποπτα διαφορετικός: σίγουρα συγκινούσε ολοένα και λιγότερο – ο Κύρκος, ο Στεφανόπουλος, ο Πεζματζόγλου έμοιαζαν και ήταν άνθρωποι άλλης εποχής. Είναι παράδοξο, αλλά την ώρα που μια σειρά από καινούργιες λέξεις και έννοιες εισέβαλαν στο πολιτικό και το κοινωνικό λεξιλόγιο («θεσμοί», «κοινωνικό γίγνεσθαι», «τρίτος δρόμος προς το σοσιαλισμό», «χρονοντούλαπο», «παραδοσιακή Αριστερά», «παραγωγικές τάξεις» κτλ), την ίδια ακριβώς στιγμή οι πολιτικοί άλλαζαν και τρόπους και ρόλους, ώστε να μοιάζουν απλοί και δικοί μας. Γεννήθηκε στα 80’ς ένα είδος πολιτικού life style που ήθελε τον πολιτικό, ακόμα κι αν ήταν καθηγητής και σοφός και σπουδαγμένος, να έχει ταυτόχρονα μια λαϊκή ψυχή ικανή να τον κάνει να συμπορευτεί με τον ψηφοφόρο του. Ο Κωσταντίνος Μητσοτάκης, αν και άνθρωπος που δεν χάιδευε αυτιά, πρόβαλε πάντα την Μαρίκα που έκανε ωραία ντολμαδάκια και παστίτσιο με φύλλο. Ο Χαρίλαος Φλωράκης έπρεπε να λέει παροιμίες και ανέκδοτα. Ο Τσοχατζόπουλος ήταν ο Ακης της διπλανής πόρτας – ένας μερακλής της ζωής. Ο Κώστας ο Καραμανλής ο νεότερος, ήταν για όλους ένας ωραίος τύπος με τον οποίο μπορούσαμε να πάμε στη Χασιά για παϊδάκια και να μιλήσουμε και για μπαλίτσα – είχε βγει και στη Σούπερ Μπάλα. Αλλά ο μεγάλος πρεσβευτής του νέου life style ήταν ο Ανδρέας – ίσως ο πρώτος του οποίου το όνομα (και μάλιστα το μικρό) τα έλεγε όλα. Ο Ανδρέας ή σωστότερα Αντρέας, (με ντ κι όχι δ), υπήρξε σύμβολο: χόρευε τα σουξέ της Ρίτας Σακελαρίου, ήταν γυναικάς και συγχρόνως καταπιεσμένος σύζυγος, ήταν ρήτορας – δηλαδή κατά το κοινώς λεγόμενο τα εξηγούσε ωραία. Ηταν πιθανότατα ο πρώτος πολιτικός της ιστορίας, που υπήρξε περισσότερο λαϊκιστής ως πρωθυπουργός από ότι ήταν ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πριν πάρει την εξουσία έταζε και υποσχόταν – αφότου την πήρε κολάκεψε όσο λίγοι αυτό που λέμε «λαϊκό αίσθημα», αναδεικνύοντας το λαό (δηλαδή τον ψηφοφόρο του), ως ένα είδος ήρωα, που υπάρχει για να τον υπηρετεί το Κράτος, επιτρέποντας του μάλιστα ένα σωρό αυθαιρεσίες. Ο ήρωας του Αντρέα, ο «κυρίαρχος λαός», μπορούσε να είναι ό,τι γούσταρε: φοροφυγάς, καταπατητής, μονίμως γκρινιάρης γιατί είχε πάντα δίκιο, αυθάδης και φυσικά ιδιοκτήτης της κάθε εξουσίας με τον τρόπο που το αντιλαμβανόταν. Η Ελλάδα ανήκε πλέον στους Ελληνες, δεν υπήρχε «κανείς θεσμός παρά μόνο ο λαός», νόμος ήταν το δίκιο, όχι του εργάτη (που έλεγε το ΚΚΕ) αλλά του μικρομεσαίου.
Ο Αντρέας ήταν σαν να σέρνει το χορό στα λαϊκά πανηγύρια: από πίσω ένας ολόκληρος κόσμος συνωστίζονταν για να κρατήσει το μαντήλι, ενώ το δημόσιο χρέος ανέβαινε αλματωδώς, ο διορισμός είχε γίνει το μεγάλο όραμα και τα λαμόγια κάνανε δουλίτσες. Ωραίες εποχές, που απλά κοστίσανε πολύ, αλλά έτσι συμβαίνει με τα πανηγύρια.
Μπορεί να βρίζει τους πάντες
Την δεκαετία του ‘ 80 άλλαξε η Ελλάδα – πρώτα από όλα άλλαξαν οι προβληματισμοί της. Και μαζί με αυτούς άλλαξαν και οι πολιτικοί της. Ο Πολάκης μας έρχεται από εκείνη την εποχή κι όποιος την έχει ζήσει τον καταλαβαίνει. Αυτό που πουλάει ως αυθεντικότητα είναι ένα ξεπατίκωμα της χειρότερης και πιο γραφικής περιόδου των 80’ς: προσπαθεί να υποδυθεί τον άνθρωπο του λαού που έφτασε στο μετερίζι της εξουσίας – για να θυμηθώ μια ακόμα παλιοπασοκική έκφραση. Μόνο που όπως πάντα συμβαίνει με την απεικόνιση και την κακοδουλεμένη αναπαράσταση αυτό που τελικά προκύπτει ως εικόνα και έκφραση είναι ένα καρακιτσαριό, που δεν έχει και πλάκα. Ο Πολάκης που λέει μαντινάδες, δεν λέει σοφά λόγια: είναι σαν να απαγγέλει τετράστιχα των ημερολογίων. Ο Πολάκης που χορεύει ζεμπεκιές στον Κραουνάκη (!) προκαλεί απλά χαμόγελα στη σκέψη ότι λίγο αργότερα μπορεί να χόρευε και σουίνγκ ή να τραγουδούσε για μια χοντρή που πάει για καφέ να τις φύγει το στρες – τον φαντάζεστε; Ο Πολάκης που καπνίζει περιφρονώντας τον αντικαπνιστικό νόμο δεν μοιάζει με παιδί του λαού, αλλά με κακομαθημένο ανάγωγο. Ο Πολάκης που ζητάει να μπει και κανένας φυλακή, νομίζοντας ότι εκπροσωπεί το λαϊκό αίσθημα, το κάνει με τόσο στόμφο που νομίζεις ότι το χει κάνει πρόβα στον καθρέφτη του. Ο Πολάκης που καταγγέλλει τη Δεξιά και παίρνει καταναλωτικά δάνεια με περίεργες διαδικασίες, προδίδει απλά την υποκρισία του. Μπορεί να βρίζει τους πάντες, αλλά αυτό δεν τον κάνει λαϊκό αγωνιστή: πιο πολύ μοιάζει με ταραγμένο μπάρμπα.
Η υποκρισία της υποκριτικής
Ο Πολάκης τα κάνει όλα αυτά πιστεύοντας πως υπάρχουν πολλοί που τα γουστάρουν, πολλοί που βλέπουν σε αυτόν ένα αυθεντικό εκπρόσωπο της αγανάκτησης τους. Εγώ βλέπω μόνο ένα κακό ηθοποιό που προσπαθεί να παίξει ρόλους προηγούμενων ηθοποιών με πενιχρά αποτελέσματα. Η υποκρισία της υποκριτικής καταστρέφει και το προσωπείο. Σε λίγα χρόνια θα ρωτάμε «μα ποιος διάβολε ήταν εκείνος ο Πολάκης;».