Στις αποχαιρετιστήριες γιορτές των αθλητών οι άνθρωποι του μπάσκετ τα καταφέρνουν καλύτερα από όλους – ίσως βοηθάνε και τα κλειστά γήπεδα που μετατρέπονται εύκολα στο κατάλληλο σκηνικό, που μπορεί να μεγαλώσει την συγκίνηση. Ο Ολυμπιακός αποχαιρέτησε χθες εντυπωσιακά τον Γιώργο Πρίντεζη. Όπως του άξιζε δηλαδή.
Γράφτηκαν πολλά με αφορμή το αντίο του Γιώργου Πρίντεζη – διαβάσαμε ιστορίες ωραίες γιατί ο Πρίντεζης είναι ωραίος και κάπως έτσι συμβαίνει πάντα: ότι σμιλεύεται στις μνήμες μας έχει να κάνει πάντα με τον χαρακτήρα του αθλητή που μας λέει αντίο. Οι ιστορίες που συνοδεύουν τους αθλητές είναι όλες συνήθως μικρές αποδείξεις του χαρακτήρα τους: τους σκληρούς τους συνοδεύουν ιστορίες με ανδραγαθήματα, τους αρχηγούς ιστορίες που ως τέτοιοι συμπεριφέρθηκαν, τους χιουμορίστες ιστορίες που προκαλούν γέλια και χαμόγελα. Τον ωραίο Πρίντεζη θα τον συνοδεύουν πάντα ωραίες ιστορίες – ιστορίες που έχουν να κάνουν με την θέλησή του να κάνει καριέρα, την σημαντικότητα κάποιων υπέροχων καλαθιών του που σημάδεψαν επιτυχίες του Ολυμπιακού και αποτελούν αποδείξεις της προσφοράς του. Ιστορίες στις οποίες υπήρξε παρεμβατικός, χρήσιμος, απαραίτητος. Και συγχρόνως πάντα πολύ cool, πάντα αντιστάρ, πάντα μια ιδιαίτερη περίπτωση.
Με το χαμόγελο του ωραίου
Τωρα που μας είπε αντίο έγινε πιο κατανοητός από ποτέ. Ο Πρίντεζης ανήκει στην ιδιαίτερη κατηγορία των παικτών που αγωνίστηκαν κυρίως με βάση τον χαρακτήρα τους: είναι ένας από αυτούς που βρήκαν ένα τρόπο να αγωνίζονται, ο οποίος συνιστά ένα είδος εξωστρεφούς προσέγγισης του ίδιου του παιγνιδιού – ο Πρίντεζης έπαιξε μπάσκετ όπως ζει την ζωή του, έπαιξε όπως ο χαρακτήρας του επιβάλει. Ο Πρίντεζης δεν μεταμορφωνόταν στο γήπεδο σε αγρίμι, ενώ έξω από αυτό ήταν ένα ήρεμο κι ήσυχο παιδί όπως άλλοι. Δεν ήταν η περίπτωση του γεννημένου αρχηγού που αντιμετώπιζε κάθε ματς ως μάχη. Δεν ήταν ενστικτώδης και δεν κουβαλούσε ποτέ του κανένα ένστικτο φονιά κι ας έκανε κάποτε την σημαντικότερη δολοφονία όλων των εποχών σε τελικό της Ευρωλίγκας εκτελώντας εν ψυχρώ κοτζάμ ΤΣΣΚΑ Μόσχας με όργανο εγκλήματος το «πεταχτάρι» του. Ο Πρίντεζης για την θέση που έπαιζε είχε πολλά buzzer better – το θρυλικό τρίποντο με την Μπαρτσελόνα, ένα τελευταίο σουτ σολάροντας μέσα σε κίνηση σε ένα ντέρμπι με τον ΠΑΟ στο ΟΑΚΑ, ένα σουτ μετά από ριμπάουντ σε ένα ματς με την Αρμάνι στο Μιλάνο μαρτυρούν πως δεν του έλειψε ποτέ η αγάπη για την ευθύνη. Αλλά ήταν τέτοιος ο χαρακτήρας του, που δεν σε έκανε να στέκεσαι σε αυτά κι ας ήταν σπουδαία: ο Πρίντεζης τα έκανε να μοιάζουν απλές διαδικασίες – τα είχε πετύχει άλλωστε δεκάδες φορές, δεν σήμαιναν για αυτόν κάτι παραπάνω.
Ο Πρίντεζης δεν διεκδίκησε ποτέ του στιγμές για να δείξει την Τέχνη του – την γνώριζες. Δεν ήταν καν ο ιδιοφυής καλλιτέχνης που σε έκανε να αναρωτιέσαι για το πώς τα σκέφτεται όλα όσα βλέπεις. Τι ήταν; Ηταν ο Πρίντεζης. Ενας ωραίος τύπος που ποτέ του δεν έπεσε στην παγίδα της αυταρέσκειας, που έβλεπε πάντα τα πράγματα στην σωστή τους διάσταση, που βρήκε τον δικό του τρόπο να γίνει στον Ολυμπιακό του τόσο απαραίτητος, ώστε για χρόνια έπαιζε χωρίς αναπληρωματικό. Πονώντας. Σφίγγοντας τα δόντια. Αλλά ποτέ χωρίς να χάσει το χαμόγελο του ωραίου.
Η μοναδική εξέλιξη
Ο Πρίντεζης είχε στο διάστημα της καριέρας του κάμποσες μεταμορφώσεις και σίγουρα την μεγαλύτερη εξέλιξη αθλητή που θυμάμαι. Η εξέλιξη των αθλητών στο μπάσκετ έχει συνήθως να κάνει με την τελειοποίηση κάποιων κινήσεων που από μικροί κουβαλάνε στο ρεπερτόριο τους - φυσικά και με την προσωπικότητα τους. Μεγαλώνοντας όσοι αισθάνονται σημαντικοί από μικροί βρίσκουν ευκαιρίες και τρόπους (σε άμυνα, επίθεση κι αποδυτήρια) να αποδείξουν πως η αυτοπεποίθησή τους πηγάζει από την καρδιά τους κι όχι από το μυαλό τους.
Η πορεία του Πρίντεζη είχε για μένα πάντα ως αφετηρία το μυαλό του – αυτό τον βοήθησε να χτίσει ακόμα και μια σειρά από κινήσεις που τον έκαναν μοναδικό. Το «πεταχτάρι» που προέκυψε στο ρεπερτόριο του καμιά δεκαετία μετά την καθιέρωσή του είναι η πιο ωραία απόδειξη του πως προσπαθούσε να κάνει το παιγνίδι του απρόβλεπτο υπακούοντας στις εντολές του μυαλού του. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Πρίντεζης, που μας συστήθηκε σαν ένα αγριοκάτσικο γεμάτο ενέργεια (ένας λευκός έγχρωμος έτοιμος για ταινία του Σπαικ Λι όπου θα έπαιζε ξύλο σε κάποιο ανοιχτό γήπεδο με διάφορους πιτσιρικάδες στο Μπρονξ…) απέκτησε πολύ γρήγορα τακτική σοφία που του επέτρεπε να μαζεύει ριμπάουντ ξέροντας που θα καταλήξει η μπάλα, τρίποντο εν στάση από τις 45 μοίρες, κίνηση στο λόου ποστ που πρέπει να γίνεται μάθημα στα παιδιά που αγαπούν την θέση 4, και κυρίως εκείνη την σχεδόν χορευτική σειρά προσποιήσεων με την οποία άδειαζε κάθε σκληρό και βαρύ αντίπαλο, που ήταν αδύνατο να τον παρακολουθήσει. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Πρίντεζη να χορεύει παίκτες αθλητικότερους, σκληρότερους, δυνατότερους και με μάτι που έλαμπε. Το δικό του σπανίως έλαμπε – ίσως μόνο από χαρά στο τέλος των νικηφόρων ματς. Στη διάρκεια των αγώνων του Πρίντεζη δεν του χρειαζόταν υπερβολές και υπερβάσεις: του χρειαζόταν απλά να πάρει τη μπάλα όπως ήθελε. Και μετά άρχιζε ο τελευταίος χορός με όποιον άτυχο νόμιζε πως μπορούσε να τον ακολουθήσει.
Ρόλος ζωής
Όταν σταμάτησε ο έτερος συνδιοργανωτής θαυμάτων, δηλαδή ο Βασίλης Σπανούλης, είχα γράψει ότι ο κόσμος του Ολυμπιακού του έδειξε στο αντίο του ότι του χρωστούσε ένα μεγάλο ευχαριστώ για μια προσφορά που άλλαξε την ιστορία του συλλόγου. Και στον Πρίντεζη το ευχαριστώ υπήρξε ανάλογο αλλά για ένα άλλο λόγο: γιατί ο Πρίντεζης υπήρξε σημείο αναφοράς και στα δύσκολα χάρη στα 15 χρόνια της καριέρας του και ήταν υπέροχος σε αυτό τον ρόλο γιατί ήταν ρόλος ζωής.
Ο Πρίντεζής υπηρέτησε τον Ολυμπιακό για χρόνια δηλώνοντας ευχαριστημένος από την πρώτη μέρα που στο σύλλογο αγωνίστηκε. Κατάκτησε τους πάντες με την συμπεριφορά του: πρόεδροι όπως ο Σωκράτης Κόκκαλης κατάλαβαν αμέσως γιατί έπρεπε ο σύλλογος να επενδύσει στην περίπτωσή του, προπονητές τον είδαν να αλλάζει και να μεταμορφώνεται προχωρώντας μπροστά, συμπαίκτες τον λάτρεψαν κι ας μην ήταν αρχηγός – αρκούσε που ήταν ένας ωραίος συμπαίκτης. Κυρίως όμως τον λάτρεψε ο κόσμος που κατάλαβε ότι είχε να κάνει με ένα τύπο που δύσκολα θα ξαναδεί στα παρκέ, έναν τύπο που εννοούσε όλα τα λίγα που έλεγε – όπως το ότι «αν μου λέγανε μικρό ότι θα σηκώσω μια Ευρωλίγκα με τον Ολυμπιακό και πέντε με μια άλλη ομάδα, πάλι στον Ολυμπιακό θα πήγαινα». Έναν τύπο που όταν κάποτε είπε το περίφημο «δεν υπάρχει σάλια» δεν το είπε στους συμπαίκτες του για να φύγουν, αλλά για να μείνουν και να δώσουν όλοι τους κάτι παραπάνω. Έναν που μπορούσε να χαίρεται το μπάσκετ χωρίς να ασχολείται με τους απέναντι, που θεωρούσε υποχρέωση του να παίζει πονώντας στη μέση, που έδινε το παράδειγμα στο γήπεδο κι όχι στις συνεντεύξεις Τύπου, που έκλαψε κι όταν υπέγραψε και το πρώτο και το τελευταίο του συμβόλαιο, αλλά κι όταν σήκωσε κούπες σαν αρχηγός και τις αφιέρωνε στον πατέρα του. Το δάκρυ ενός ανθρώπου που πάντα χαμογελούσε είναι και ωραίο, όπως όλες οι βαθιές ανθρώπινες εκφράσεις, αλλά και συγχρόνως μια ιστορία από μόνο του. Όπως ο Πρίντεζης.
Στάση ζωής
Ολοι είπαν χθες βράδυ τα καλύτερα. Το μυθιστορηματικό φινάλε του ματς με την Μακάμπι που ακολούθησε, με τον Πρίντεζη να σκοράρει και από το τρίποντο και μετά τον τελευταίο χορό του, βρίσκοντας μάλιστα καλάθι νίκης, δημιούργησε ένα κάδρο συναισθημάτων που μπήκε στην ιστορία. Το «Γιώργο ψυχάρα Ολυμπιακάρα» που υπήρξε το απόλυτο χιτ της βραδιάς το φώναξε ο κόσμος στο πάρτι που στήθηκε από την καρδιά του. Οχι μόνο για να αποχαιρετήσει ένα παίκτη που λάτρεψε αλλά γιατί ο κόσμος ξέρει πως περιγράφει μια στάση ζωής…