Το 2017 ξεκίνησε με νέα επεισόδια του Σέρλοκ. Ο Σέρλοκ δεν είναι μια απλή τηλεοπτική σειρά: είναι η απόδειξη πως δικαίωμα στο θαύμα της ανάστασης έχουν και οι λογοτεχνικοί ήρωες. Γιορτάζοντας την επιστροφή του ας θυμηθούμε πως ξεκίνησαν όλα και ποιος ακριβώς κίνδυνος τον περιμένει.
Νεκρανάσταση με δυο υπογραφές
Πιθανότατα να είναι σύμπτωση, πιθανότατα και να μην είναι, αλλά στις αρχές του 2008 συνέβη κάτι αρκετά παράξενο: στο Λονδίνο και στο Χόλυγουντ, σχεδόν ταυτόχρονα, αποφάσισαν να νεκραναστήσουν τον Σέρλοκ Χόλμς. Δεν ξέρω από πού προέκυψε αυτή η ξαφνική αγάπη για τον ιδιόρρυθμο, αλλά ποτέ λησμονημένο βρετανό ντετέκτιβ, αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι παραγωγοί κινήθηκαν ταχύτατα για να φέρουν σε πέρας το σχέδιο. Οι Αμερικάνοι παραγωγοί φώναξαν τον βρετανό πολυπράγμονα σκηνοθέτη Γκάι Ρίτσι να του αναθέσουν τη δουλειά. Ο πρώην σύζυγος της Μαντόνα ερχόταν από δυο – τρεις εισπρακτικές αποτυχίες, ελαφρώς ανεξήγητες, αν σκεφτεί κανείς το εντυπωσιακό του ξεκίνημα. Ο τύπος στην «Αρπαχτή» και στις «Δυο καπνισμένες κάνες» έμοιαζε η απάντηση της Βρετανίας στο σινεμά του Ταραντίνο και η αποθέωση που γνώρισε δεν ήταν καθόλου άδικη. Οι Αμερικάνοι του έδωσαν την ευκαιρία να επιστρέψει στις επιτυχίες αναθέτοντάς του ένα θέμα που ως Βρετανός έπαιζε στα δάχτυλα. Το BBC από τη μεριά του, ανέθεσε την δουλειά σε δυο παραγωγούς που γνώριζαν καλά τι σημαίνει αναπαράσταση εποχής, αλλά και νεκρανάσταση. Ο και σεναριογράφος Στίβεν Μόφατ είχε κάνει μια εξαιρετική δουλειά στο «Τζέκιλ», ο και ηθοποιός Μαρκ Γκέτις ήταν πολύ σημαντικός στην αναβίωση της σειράς «Δόκτωρ Χου» - και ο Δόκτωρ όπως και ο Σέρλοκ είναι σύμβολο της βρετανικής ποπ κουλτούρας. Τα περιοδικά της εποχής ανήγγειλαν την αμερικανοβρετανική κόντρα αλλά οι Εγγλέζοι δεν τσίμπησαν το τυράκι. Η αμερικανική ταινία με σκηνοθέτη τον Γκάι Ρίτσι βγήκε στις αίθουσες τα Χριστούγεννα του 2009 κι έκανε εξαιρετικά εισιτήρια. Το BBC αντίθετα καθυστέρησε αρκετά το δικό του project, παρότι, ακριβώς επειδή μιλάμε για τηλεοπτικό επεισόδιο η παραγωγή του θα πρεπε να είναι ευκολότερη. Ο Μόφατ και ο Γκέτις ξαναέγραψαν το πρώτο επεισόδιο, αργότερα χρειάστηκε να το μοντάρουν πάλι, το μεγάλωσαν και το μίκρυναν χωρίς στο τέλος να είναι απόλυτα ευχαριστημένοι. Η ιστορία γράφεται ωστόσο πάντα εκ των υστέρων και το αποτέλεσμα το κρίνει ο χρόνος. Ο Ρίτσι έκανε μια εισπρακτική επιτυχία, κι ενάμισι χρόνο αργότερα, γυρίζοντας το δεύτερο δικό του Σέρλοκ, έκανε και μια ακόμα – μόνο που τις ταινίες αυτές ελάχιστοι τις θυμούνται. Ενώ ο Μόφατ και ο Γκέτις, δουλεύοντας με όλη την βρετανική τους σχολαστικότητα έκαναν μια σειρά τομή στην ιστορία της τηλεόρασης – κι όχι απλά του BBC.
Η επιτυχία και η καλή δουλειά
Μου άρεσε πάντα η σύγκριση των δύο Σέρλοκ κι όχι γιατί, ως αναγνώστης των ιστοριών του Κόναν Ντόιλ αγαπάω τον ήρωα: η παραλληλότητα των δυο εκδοχών της νεκρανάστασης του Σέρλοκ δείχνει τι είναι αυτό που ξεχωρίζει μια επιτυχία από μια καλή δουλειά. Ο Ρίτσι, που λατρεύει τη σκηνοθεσία πιο πολύ από την σεναριογραφία, πήγε στα σίγουρα. Οι ιστορίες υπήρχαν και δεν χρειάζονταν κάποιο μεγάλο πείραγμα. Επρεπε να υπάρξει η ατμόσφαιρα των βιβλίων και την ίδια στιγμή αυτή να διαβρωθεί, ώστε να μην τα ρουφήξει όλα η ισοπεδωτική δύναμη της βρετανικότητας: η ιστορία έπρεπε να είναι εύπεπτη για το παγκόσμιο κοινό – εγγλέζικη αλλά και μοντέρνα. Η προσοχή του έπεσε στη σκηνοθεσία και στη θεαματικότητα των σκηνών. Το κυνηγητό του ταρατατζούμ έγινε ακόμα πιο εύκολο από τη στιγμή που το ρόλο του Σέρλοκ ανέλαβε ο ισοπεδωτικός αντικυκλώνας που λέγεται Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ. Τα κόλπα του Ρίτσι στη σκηνοθεσία και το one man show του Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ από την άλλη, δημιούργησαν δυο ταινίες γεμάτες πυροτεχνήματα, αλλά χωρίς καμία απολύτως ιδέα: όταν η προβολή τους ολοκληρώθηκε ξεχάστηκαν και το μόνο που έμεινε στην καλύτερη, είναι η ανάμνηση κάποιων ότι όταν τις είδαν πέρασαν καλά. Στο μεταξύ στην άλλη άκρη του Ατλαντικού γεννήθηκε κάτι που παραμένει ένα από τα τελευταία τηλεοπτικά αριστουργήματα. Ο Μόφατ αποφάσισε ότι οι κλασικές ιστορίες του Σέρλοκ, πειραγμένες ως προς το ύφος αλλά όχι τόσο σε ό,τι έχει να κάνει με το περιεχόμενο, μπορούν να διαδραματίζονται και στις μέρες μας. Η επιλογή του ανερχόμενου Μπένεντικτ Κούμπερμπατς για το ρόλο του Σέρλοκ του 2010 υπήρξε το μυστικό της επιτυχίας: ο Γκέτις ορκίζεται ότι έγραψαν το ρόλο για αυτόν και χωρίς να έχουν κανένα άλλο στο μυαλό τους. Ενώ ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ έφτιαξε ένα «Σέρλοκ καρικατούρα», ο Κούμπερμπατς μας έδωσε την πιο αληθινή εκδοχή του ήρωα: παίρνω όρκο ότι αυτό το Σέρλοκ θα τον ζήλευε και ο ίδιος ο δημιουργός του. Ο Σέρλοκ του Κούμπερμπατς, φλεγματικός μέχρι παρεξήγησης, βιτριολικός, εσωστρεφής, λογικός μέχρι παραφροσύνης, αλαζόνας ως κάτοχος μιας μοναδικής ικανότητας να παρατηρεί τον κόσμο, αντιπαθής αλλά και εξαιρετικά ιδιαίτερος είναι ένας τηλεοπτικός ήρωας, που είναι αδύνατο να προσπεράσεις. Ακόμα κι αν οι ιστορίες είναι εξαντλητικά επιτηδευμένες, ακόμα κι αν οι καταστάσεις μοιάζουν τόσο χαώδεις που είναι αδύνατο να μπουν σε τάξη, ακόμα κι αν οι λύσεις των μυστηρίων έχουν ένα ποσοστό αυθαιρεσίας που, όπως και στα βιβλία του Κόναν Ντόιλ, σε κάνουν να βγαίνεις από τα ρούχα σου, ο Σέρλοκ του Κούμπερμπατς είναι ένας μικρός Θεός που κάνει το σύμπαν του να κινείται γύρω του. Δεν μιλάμε για τηλεοπτική σειρά, αλλά για τηλεοπτική απόλαυση.
Ποιος είναι πρωταγωνιστής
Το ξεκίνημα του 4ου κύκλου δεν θα μπορούσε παρά να θυμίσει στους φανατικούς της σειράς όλα όσα αυτή εμπεριέχει και οι ίδιοι αγαπάνε. Στο βάθος αχνοφαίνεται ένα προβληματάκι βέβαια. Δεν είμαστε στο 2010, αλλά στο 2016 – ο Κούμπερμπατς ειδικά στο μεταξύ μεγάλωσε πάρα πολύ. Ο λιτός Μάρτιν Φρίμαν δίπλα του εξακολουθεί να είναι ο καλύτερος Τζον Γουότσον όλων των εποχών και τέτοιος θα παραμείνει, όμως ο Κούμπερμπατς μοιάζει αδύνατο να μην σκεπάσει με την πληθωρική παρουσία του το Σέρλοκ: η σειρά κινδυνεύει γιατί έδωσε τη δυνατότητα στον πρωταγωνιστή της να την ξεπεράσει. Τη μέρα που ο Κούμπερμπατς θα παίζει αποκλειστικά τον εαυτό του, όπως ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, το πνεύμα του Κόναν Ντόιλ θα έχει προδοθεί, αλλά ας ελπίσουμε πως η ώρα αυτή αργεί. Αν ο Μόφατ πείσει τον Κούμπερμπατς πως ο πρωταγωνιστής παραμένει ο Σέρλοκ, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα: η απόλαυση, αν και δεν είναι για όλους αφού δεν είναι εύκολη, είναι δεδομένη…
(Ενας φίλος μου έστειλε ένα κείμενο που χω γράψει για τη σειρά προ διετίας: το χα ξεχάσει. Επειδή παραμένει επίκαιρό θα το ανεβάσω το απόγευμα…)