Η βραδιά της Δευτέρας ήταν ιστορική για τον Λούκα Μόντριτς. Ο Κροάτης της Ρεάλ Μαδρίτης μετά το βραβείο της FIFA και τον τίτλο του καλύτερου της χρονιάς, κέρδισε και τη Χρυσή Μπάλα. Η εξέλιξη που αποτελεί δικαίωση για τον ίδιον και για τα όσα έχει κάνει τα τελευταία χρόνια, αλλά και για μια σειρά από δημιουργούς που ποτέ δεν βραβεύτηκαν, αφού τα βραβεία πηγαίνουν συνήθως στους μεγάλους σκόρερ. Η βράβευση του Μόντριτς δημιούργησε μια ωραία αίσθηση δικαιοσύνης – έστω κι αν φέτος την Χρυσή Μπάλα μπορούσαν να την κερδίσουν κι άλλοι. Ενώ στην Ελλάδα μετρούσαμε πόσα λάθη έκανε ο Τσαμούρης στο ματς Λαμία - ΠΑΟΚ, ο Λούκα Μόντριτς έγινε και με τη βούλα ο διάδοχος του Λίο Μέσι και του Κριστιάνο Ρονάλντο. Η βράβευσή του έχει κάτι το συμβολικό: είναι σαν το μουντιάλ να άνοιξε ξαφνικά τα μάτια της οικουμένης, να κατάλαβαν όλοι ότι στο ποδόσφαιρο υπάρχουν κι άλλοι που έχουν δικαίωμα στα βραβεία εκτός από τους σκόρερ.
Μετά από δέκα χρόνια
Είναι η πρώτη φορά μετά από σχεδόν δέκα χρόνια που το σχετικό βραβείο δεν απονέμεται στον Κριστιάνο Ρονάλντο ή στον Λιονέλ Μέσι: θυμίζω ότι ο τελευταίος που κέρδισε Χρυσή Μπάλα πριν από αυτούς ήταν ο Κακά. Θυμάμαι ότι πέρυσι, μετά από μια ακόμα νίκη του Ρονάλντο, είχα προβλέψει ότι δεν θα κερδίσει την επόμενη χρονιά το βραβείο ούτε αυτός ούτε ο Μέσι γιατί είναι μουντιαλική χρονιά: ποτέ δεν πίστευα ότι η Αργεντινή ή η Πορτογαλία μπορεί να κερδίσουν το μουντιάλ. Αλλά δεν περίμενα ποτέ ότι θα τους έριχνε από το θρόνο ο Μόντριτς. Οχι γιατί δεν είναι καλός, αλλά γιατί ο ρόλος του σπάνια χαρίζει βραβεία ακόμα και σε όσους τον ερμηνεύουν τέλεια.
Ο Μόντρις δεν είναι απλά καλός: είναι πιθανότατα εδώ και τρία χρόνια ο κορυφαίος χαφ του καιρού μας. Είναι επίσης ένας παίκτης τρομερά μοντέρνος: παιδί και δημιούργημα της εποχής. Τη δεκαετία του ‘80 δεν θα μπορούσε έτσι λεπτεπίλεπτος όπως είναι να παίζει μπροστά από την άμυνα. Τη δεκαετία του ‘90 δεν θα πλησίαζε την αντίπαλη περιοχή, γιατί το ξύλο που έτρωγε το «δεκάρι» ήταν αλύπητο. Τώρα, χάρη στους νέους κανονισμούς, όχι μόνο παίζει, αλλά κάνει και τη διαφορά. Μόνο που η προσφορά του είναι δύσκολο να μετρηθεί και για αυτό δεν περίμενα ότι θα τον έβλεπα ποτέ τροπαιούχο σε ένα διαγωνισμό ατομικών βραβείων.
Δεν χωράει σε στατιστικές
Εχω ξαναγράψει ότι στο ποδόσφαιρο του καιρού μας κάνει μεγάλο κακό η στατιστική – κυρίως γιατί χρησιμοποιείται για τα προφανή. Είναι εύκολο να μετράς τα γκολ και να καταγράφεις τελικές πάσες, μόνο που και τα δυο αυτά, ενώ είναι σημαντικά, δεν είναι παρά ένα κομμάτι του παιγνιδιού. Η δουλειά του Μόντριτς είναι σαφώς δυσκολότερο να γίνει κατανοητή – απαιτεί γνώση του ποδοσφαίρου, αλλά και των ομαδικών σπορ γενικότερα. Ο Μόντριτς κερδίζει μέτρα με τη μπάλα στα πόδια σαν παίκτης του ράγκμπι, που βγάζει την ομάδα στην επίθεση: κινείται διαρκώς ώστε να είναι σημείο αναφοράς. Πασάρει σαν πλέι μέικερ του μπάσκετ και κερδίζει φάουλ με διεισδύσεις. Δημιουργεί δύσκολες καταστάσεις για τις αντίπαλες άμυνες σημαδεύοντας συμπαίκτες με τις σέντρες, τις πάσες του και τις πάντα επικίνδυνες εκτελέσεις φάουλ και κόρνερ σαν κουότερμπακ στο αμερικάνικο ποδόσφαιρο. Η αντίληψή του για το σπορ είναι μεγαλύτερη από την τεχνική του κατάρτιση. Ο τρόπος που αλλάζει το παιγνίδι π.χ είναι μοναδικός, γιατί διαβάζει πανεύκολα την διάταξη της αντίπαλης άμυνας. Κυρίως είναι γεννημένος συμπαίκτης: πέρυσι στη Ρεάλ της κρίσης έκανε μια σπουδαία χρονιά και ήταν σταθερά μεταξύ των καλύτερων γιατί η προσφορά του ήταν πολυποίκιλη. Κόντρα στη Μπάγερν π.χ έχει παίξει ακόμα και σαν δεξί μπακ βοηθώντας τον άγουρο Λούκας Βάσκεθ! Το κακό για αυτόν είναι ότι πείθοντάς μας πως μπορεί να κάνει τα πάντα σταμάτησε να ας εκπλήσσει. Οταν πήγε την Κροατία στον τελικό του μουντιάλ ήταν σαν αυτό του το κατόρθωμα να άνοιξε τα μάτια της ποδοσφαιρικής ανθρωπότητας. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την κατάκτηση του Τσάμπιονς λιγκ από τη Ρεάλ του έδωσαν το βραβείο: νομίζω ότι φέτος έγινε κατανοητό ότι στην λογική των ειδημόνων που ψηφίζουν δεν γίνεται να κερδίσει ατομικό βραβείο παίκτης που δεν διακρίνεται στο Τσάμπιονς λιγκ, ακόμα κι αν υπάρχει στη χρονιά διοργάνωση Παγκοσμίου Κυπέλου. Αν το κριτήριο ήταν το μουντιάλ, όπως συνέβαινε παλιότερα, ίσως την Χρυσή Μπάλα την κατακτούσε κάποιος Γάλλος: δεν θα ήταν λάθος, αλλά θα ήταν άδικο. Γιατί κανείς μέσα στη χρονιά δεν τίμησε το ποδόσφαιρο πιο πολύ από το Μόντριτς.
Στην κορυφή του κόσμου
Ο Μόντριτς κουβαλάει μια ωραία προσωπική ιστορία: είναι ένα παιδί που ξεκίνησε από ένα χωριό της Κροατίας και έφτασε στην κορυφή του κόσμου, αλλά δεν βραβεύτηκε για αυτό. Είχε επίσης μια χρονιά τρομερά ταραγμένη εξωγηπεδικά, αλλά δεν έχασε το μυαλό του: θυμίζω πως στην αρχή του 2018 είχε προβλήματα με τις ισπανικές αρχές για φοροδιαφυγή – αλλά ούτε και για αυτό το λόγο κέρδισε. Κέρδισε γιατί έγινε κατανοητό ότι το ποδόσφαιρό του είναι σπάνιο – πρόκειται για ένα ποδόσφαιρο που λίγοι μπορεί να παίξουν.
Μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια πήρε το βραβείο κάποιος που έκανε μια σούπερ καριέρα πίσω από τους μεγάλους σκόρερ – μένοντας συχνά στη σκιά τους. Στο πρόσωπό του βραβεύεται ο Ινιέστα και ο Τσάβι, ο σπουδαίος Καντέ, ο υπέροχος Πίρλο από το παιγνίδι του οποίου ο Μόντριτς πολλά αντέγραψε. Βραβεύονται ο Φαλκάο και ο Σώκρατες, ο Ράικαρντ και ο Κρος, ο Λάμπαρντ και ο Τζέραρντ. Νομίζω ότι όλοι αυτοί ειδικά θα τον χειροκρότησαν με την καρδιά τους: η βράβευσή του είναι η δική τους βράβευση – είναι η έμπρακτη αναγνώριση πως μπορείς να είσαι πολύ μεγάλος ακόμα κι αν δεν σκοράρεις κατά ρυπάς όπως οι Μέσι και οι Ρονάλντο που μονοπωλούν τα φώτα της δημοσιότητας.
Για τους αδικημένους
Στο τέλος της βραδιάς ο υπέροχος Κροάτης θυμήθηκε μερικούς αδικημένους: αφιέρωσε το βραβείο στον Τσάβι και στον Ινιέστα (πράξη υπέροχη αν σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για δυο παίκτες της Μπαρτσελόνα), αλλά και στον μεγάλο Γουέσλεϊ Σνάιντερ, που το 2010 πήγε την Ολλανδία στον τελικό του μουντιάλ και την Ιντερ στον τελικό του Τσάμπιονς λιγκ, αλλά δεν βραβεύτηκε. Ο Μόντριτς είναι η απόδειξη ότι η εργατική τάξη μπορεί να πάει στον παράδεισο και πως στην ζωή υπάρχει περιθώριο διάκρισης και για τους εργάτες πολυτελείας. Αυτούς που κάνουν όλα τα απαραίτητα και σπανίως εισπράττουν μπράβο και συγχαρητήρια…