Θα είναι πάρα πολύ δύσκολο τα επόμενα χρόνια να εξηγήσεις σε κάποιον που τον Τζίμυ Πανούση δεν τον γνώρισε γιατί υπήρξε τόσο σημαντικός. Η δυσκολία έχει να κάνει με δυο πράγματα: το πρώτο ότι ο Τζιμάκος ήταν ένα καλλιτεχνικό είδος από μόνος του – όπως ακριβώς δεν υπήρξε κανείς σαν αυτόν πριν από αυτόν, είναι αδύνατο να εμφανιστεί άλλος σαν αυτόν μετά από αυτόν. Το δεύτερο που καθιστά σχεδόν αδύνατη την πιθανότητα να εξηγηθεί επαρκώς η πολυπλοκότητα του, είναι ότι για να την καταλάβεις πρέπει να τον έχεις δει στη σκηνή. Ο Πανούσης φεύγοντας ξαφνικά, μόλις 64 χρονών έφηβος, άφησε δίσκους, τραγούδια, βιβλία, συνεντεύξεις, ραδιοφωνικές εκπομπές, περάσματα από ταινίες, ακόμα και τηλεοπτικές εκπομπές που ποτέ δεν παίχτηκαν – καθώς και ένα πλήθος από συνεντεύξεις. Όμως όλα αυτά ήταν απλά το μέσο του για να ανεβεί στην σκηνή οπλισμένος: η σκηνή ήταν πάντα ο προνομιακός χώρος της δράσης του κι όποιος δεν τον έχει δει live είναι αδύνατο να κατανοήσει την καλλιτεχνική του αξία και σπουδαιότητα. Ο Πανούσης είχε δημιουργήσει με τα χρόνια ένα μοναδικό κώδικα επικοινωνίας με το ετερόκλητο και αχαρτογράφητο κοινό του: συχνά ένοιωθα ότι το τάιζε, μας τάιζε. Κάθε εμφάνιση του ήταν αληθινή παράσταση – εμφάνιση και συγχρόνως κατάθεση. Ηταν ένα πραγματικό σόου στο οποίο ο καλλιτέχνης με όπλο ένα ανατρεπτικό, απροσδόκητο και μοναδικά προσωπικό χιούμορ μπορούσε να κάνει τα πάντα: ο καυστικός σχολιασμός, η επιθετική διαμαρτυρία, η ειρωνική καταγγελία, η απόλυτη ισοπέδωση κάθε μικροαστικής αντίληψης συνυπήρχαν συνήθως με μεγάλες δόσεις αυτοκριτικής, δια μέσου προσωπικών εξομολογήσεων που κατέληγαν συχνά σε ένα σουρεαλιστικό χάος.
Οι παραστάσεις του Πανούση, στις οποίες γελούσες, τραγουδούσες, αλλά κυρίως αναρωτιόσουν που διάβολο τα βρίσκει όλα αυτά που λέει, ήταν η στιγμή του προσωπικού του θριάμβου. Εκεί, μπροστά στο πάντα πιστό κοινό του, ο Πανούσης ήταν ο μόνος αληθινός Αριστοφάνης του καιρού μας: ισοπεδωτικός, ανελέητος, πάντα επιθετικός και απερίγραπτα βιτριολικός, καταργούσε τα όρια της σάτιρας για χάρη της απόλαυσης, που προσφέρει συχνά η ίδια η ισοπέδωση – απολάμβανε το χειροκρότημα γιατί ένοιωθε τη συμμετοχή στο σόου. Αν από μια παγίδα γλύτωσε είναι ότι μολονότι τα κείμενά του είχαν πάντοτε μια γλυκιά εσωστρέφεια, ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ του εστέτ: η επιτυχία του ήταν η πίστη, το γέλιο και η αφοσίωση του κοινού του, που τον ήξερε το ίδιο καλά που κι αυτός το γνώριζε.
Ενας νέος ρόλος
Ο Πανούσης ήρθε για να μείνει και το κατάλαβαν νωρίς όσοι διακινούσαν για χάρη του σε κασέτες το απαγορευμένο από τη λογοκρισία της εποχής πρώτο άλμπουμ των Μουσικών Ταξιαρχιών στα τέλη του ’70. Από το 1985 και μετά, όταν ξεκινά τη σόλο καριέρα του, γίνεται κατανοητό γρήγορα ότι δεν έχει καμία σχέση με κανένα άλλο που έχει εμφανιστεί σε σκηνή. Εχοντας μια εντυπωσιακή ικανότητα στην Τέχνη της πρόκλησης, ο Πανούσης αναλαμβάνει το ρόλο του αδυσώπητου κριτή, με τρόπο που άλλος δεν είχε τολμήσει. Υπήρξαν πολλοί που κατά καιρούς θίχτηκαν, τον οδήγησαν στα δικαστήρια, τον κατηγόρησαν ότι βγάζει λεφτά διασύροντας ανθρώπους, ιερά και σύμβολα. Η απάντηση στον θυμό τους ήταν πάντα μια και απλή: το πρώτο «θύμα» του Πανούση, αυτός στον οποίο ο καλλιτέχνης έκανε πάντα ανελέητη πλάκα ήταν ο ίδιος ο Πανούσης. Κι όποιος τον παρακολουθούσε το ήξερε.
Απέναντι στην εξουσία
Ο Πανούσης ήταν πάντοτε απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή εξουσίας: αντλούσε τη δύναμη των κειμένων του από μια πρωτοφανή για την Ελλάδα έλλειψη συμβιβασμού με οτιδήποτε η ίδια η χώρα χαρακτήριζε ως σοβαρό, ιερό και όσιο. Μου λέγανε ότι πίσω από τις βιτριολικές ατάκες του, την σκληρή κριτική του και την ικανότητα του να προκαλεί κρυβόταν ένας εξαιρετικός λαϊκιστής, που κολάκευε διάφορες από τις ψυχώσεις του νεοέλληνα: διαφωνούσα γνωρίζοντας πως όποιος έκανε αυτού του είδους την κριτική τον είχε παρακολουθήσει λίγο. Ο Πανούσης προκαλούσε πάντα το παππαδαριό και το έκανε σε μια Ελλάδα, που διαδήλωνε υπέρ της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Εκανε πλάκα σε εθνικά σύμβολα, όσο κανείς σε καιρούς ακραίων εθνικιστικών παραληρημάτων. Μεταμόρφωνε σε καρικατούρες τα τοτέμ της εγχώριας σόου μπιζ μιλώντας πάντα με ονόματα, σε μια χώρα και ένα χώρο, που αυτό δεν το κάνει κανένας. Εκανε πλάκα στο ΚΚΕ και στην Αριστερά, με τρόπους που κανείς άλλος δεν τόλμησε ποτέ να κάνει, «γιατί τα ιερά στην Ελλάδα πρέπει να τα σέβεσαι». Ξεπάτωνε, φυσικά, πολιτικούς και κυβερνήσεις, αλλά αυτό είναι εύκολο – το χουν κάνει κι άλλοι. Πιο δύσκολο ήταν το κατόρθωμά του να περιγελά τον ίδιο τον νεοέλληνα και τις τάσεις μεγαλοπρέπειας, που τον διακρίνουν. Το έκανε τόσο καλά, ώστε σε ανάγκαζε να γελάς με τον εαυτό σου και να τον χειροκροτείς συγχρόνως, μολονότι σου εξηγούσε πόσο νούμερο είσαι.
Σκληρές οι δαγκάνες του
Τη μεγαλύτερη απόδειξη πως αυτό που έκανε ο Τζιμάκος είναι δύσκολο, αποτελεί το γεγονός ότι παρά την επί δεκαετίες επιτυχία του κανείς δεν κατάφερε να τον μιμηθεί, κανείς δεν πήρε το δικό του δρόμο και κανείς δεν κατάφερε να συγκριθεί μαζί του στο γήπεδό του. Ισως γιατί κανείς δεν θα μπορούσε να γράψει τον Νεοέλληνα, τα Κάγκελα Παντού, το Φασμπίντερ και ξερό ψωμί, το Γυφτάκι, το Ναγκασάκι. Και φυσικά γιατί κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να πάρει το νοσταλγικό «Εγώ θα κόψω το κρασί, για σένα αγάπη μου χρυσή» και να το διασκευάσει δίνοντας μας ένα αριστούργημα στο οποίο η Χρυσιής ορκίζεται τον λεσβιακό της έρωτα τραγουδώντας «εγώ θα κόψω το χασίς για σένα αγάπη μου Βρισιής». Όλα αυτά μπορούσαν να γεννηθούν μόνο στο ιδιοφυές μυαλό του μοναδικού Τζιμάκου. Τον οποίο ο κόσμος, που στεναχωρήθηκε αφάνταστα στην είδηση της φυγής του, θα τον θυμάται πάντα και λίγο ως τιμωρό της εγχώριας υποκρισίας: όποιος έπεσε στις δαγκάνες του πλήρωσε συνήθως αυτή.
Με ένα χαμόγελο
Θα γραφτούν πάρα πολλά μετά την ξαφνική φυγή του: ο Πανούσης ήταν στην επικαιρότητα, αλλά ήξερε και κομμάτι να κρύβεται και είναι δεδομένο ότι θα βγουν στο φως πολλές άγνωστες ιστορίες για τη ζωή και τον χαρακτήρα του. Είμαι βέβαιος πως αν ζούσε και τα διάβαζε όσα γράφτηκαν και θα γραφτούν, με τα πιο πολλά θα γελούσε – με αυτά που γράφω είναι βέβαιο. Μια από τις υπερδυνάμεις αυτού του ανεπανάληπτου καλλιτέχνη ήταν η ικανότητα του να γελάει και με τα πλέον δυσάρεστα. «Πήγα για τρίτη φορά στον άλλο κόσμο και δεν μου άρεσε καθόλου! Χωρίς σκηνικά, απέραντη μοναξιά και μύριζε αλβανική φούντα. Κάθισα ένα τέταρτο και όπου φύγει φύγει πίσω στο μπουρδέλο» έγραψε μετά την τελευταία του περιπέτεια. «Λόγω αιφνίδιου θανάτου που αναβλήθηκε επ' αόριστον, η παράσταση στις 30/12 δεν θα πραγματοποιηθεί» σημείωνε στην ιστοσελίδα του πρόσφατα. Στο νοσοκομείο που μεταφέρθηκε για τελευταία φορά βρεθήκαμε παρέα - σε γειτονικά δωμάτια. Πέρασα και του είπα ένα γειά, είμασταν μόνοι - εγώ με τους ορούς μετά την επέμβαση κι αυτός ξαπλωμένος και καλωδιωμένος δίπλα στους καρδιογράφους. «Εχει κανένα ματς και ήρθες;» με ρώτησε, ενώ παιδευόμουν να σταθώ όρθιος. «Εμαθα ότι έχεις παράσταση» του απάντησα. «Ερχομαι συχνά, με φωνάζουν για να δοκιμάζω τα μηχανήματα, λόγω πείρας» μου είπε με το τεράστιο πάντα πονηρό του χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό του. Με αυτό το χαμόγελο θα τον θυμάμαι και για αυτό θα μιλάω σε όσους δεν τον γνώρισαν.